Κλειστές αγορές και επαγγέλματα, γραφειοκρατία, τιμές καθορισμένες
από το κράτος, χρεώσεις υπέρ τρίτων, αλλά και αντιανταγωνιστικές πρακτικές από
επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά είναι οι βασικές αιτίες
που κρατούν ψηλά τις τιμές και συντηρούν την ακρίβεια, παρά τη δραστική
συρρίκνωση των εισοδημάτων.
Σύμφωνα με στελέχη του υπουργείου Ανάπτυξης αλλά και της
Επιτροπής Ανταγωνισμού, σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις καταναλωτικών αγαθών δύο
είναι οι πλέον συνηθισμένες πρακτικές που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό και
φουσκώνουν τις τιμές.
Όπως δημοσιεύουν τα Νέα, στις πρακτικές αυτές
περιλαμβάνονται οι λεγόμενες ρήτρες απαγόρευσης παράλληλων εισαγωγών, που δεν
είναι άλλο από την υποχρέωση των λιανεμπόρων να μην αγοράζουν από θυγατρικές
των προμηθευτών τους σε άλλες χώρες, όπου ενδεχομένως πωλούν φθηνότερα εκτός
Ελλάδας. Η πρακτική αυτή έχει ως αποτέλεσμα τον έλεγχο του κόστους των
προμηθειών, που σε πολλές περιπτώσεις είναι υψηλότερο από εκείνο με το οποίο η
πολυεθνική πουλάει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ο άλλος παράγοντας που επηρεάζει τις τιμές, αλλά και τα
φορολογικά έσοδα του κράτους, είναι οι ενδοομιλικές συναλλαγές. Πρόκειται
ουσιαστικά για παρεμβάσεις στο κόστος των εταιρειών ώστε να αποφεύγουν την
υψηλή φορολόγηση, πρακτική που αυξάνει και τις τιμές. Την ίδια στιγμή, η ύπαρξη συγκεκριμένων
συνθηκών, συχνά στρεβλών, σε ορισμένες αγορές π.χ. των μεταφορών, των logistics
κ.λπ., αλλά και νόμων και ρυθμίσεων που εμποδίζουν τον ανταγωνισμό, έχουν άμεση
επίπτωση στις τιμές των προϊόντων.
Για παράδειγμα, στη χώρα μας το κόστος του τομέα εφοδιαστικής
αλυσίδας στο σύνολο των κλάδων της αγοράς αντιπροσωπεύει κατά μέσον όρο 10%-15%
του συνολικού κόστους του τελικού προϊόντος και είναι προφανής η ισχυρή
επίδραση που έχει το κόστος αυτό στις τελικές τιμές που πληρώνουν οι
καταναλωτές. Σύμφωνα με στελέχη του υπουργείου Ανάπτυξης, στον τομέα αυτόν
είναι αναγκαίος ο συντονισμός όλων των συναρμόδιων υπουργείων, ώστε να μειωθεί
η επιβάρυνση στις τελικές τιμές. Στελέχη
του υπουργείου Ανάπτυξης τονίζουν ότι η άρση των εμποδίων στις μεταφορές (π.χ.
να επιτρέπονται μεικτά φορτία και συνδυαστικές μεταφορές και για τα φορτηγά Ι.
Χ.) θα οδηγούσε σε σημαντική μείωση των κομίστρων εξαιτίας της έντασης του
ανταγωνισμού με θετική επίπτωση στις τιμές των προϊόντων.
Πολεοδομικές αλλαγές
των προδιαγραφών κτιρίων που προορίζονται για αποθηκευτικούς χώρους, με στόχο
την αύξηση της αποθηκευτικής δυνατότητας και άρα τη μείωση του κόστους, είναι
επίσης ένα σημαντικό θέμα, όπως επίσης και η άρση της απαγόρευσης συνδυαστικών μεταφορών
νωπών με άλλα προϊόντα.
Παράλληλα, σημαντικό όφελος θα έφερνε και η απλοποίηση των
εμπορικών συναλλαγών με την εφαρμογή της ηλεκτρονικής τιμολόγησης. Υπολογίζεται
ότι σήμερα στην Ελλάδα διακινούνται ετησίως περίπου 40 εκατομμύρια τιμολόγια τον
χρόνο και με την εφαρμογή της ηλεκτρονικής τιμολόγησης η εξοικονόμηση του
κόστους ετησίως μπορεί να ανέλθει σε 1,5 δισ. ευρώ.
Πάντως, σημαντική
είναι η επιβάρυνση στις τιμές των προϊόντων που προκύπτει στην Ελλάδα και από
την υψηλή φορολόγηση.
Οι τιμές βασικών
αγαθών έχουν επιβαρυνθεί σημαντικά και εξαιτίας της αύξησης των φόρων και
κυρίως του ΦΠΑ που έχει διαμορφωθεί στο 23% και 13% (είναι ο υψηλότερος στην
ευρωζώνη), αλλά και του ειδικού φόρου κατανάλωσης (σε καύσιμα, ποτά, τσιγάρα
αλλά και ενέργεια) όταν σε άλλες χώρες της ΕΕ ο ΦΠΑ σε βασικά καταναλωτικά
αγαθά είναι ακόμα και μονοψήφιος, όπως π.χ. στη Βρετανία όπου ο ΦΠΑ είναι 5%
και 20% για είδη σουπερμάρκετ, ή στην Ισπανία που είναι 18% και 8% αντίστοιχα.
ΠΗΓΗ: www.defencenet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου