Μία διδακτική ιστορία με Βυζαντινούς οφειλέτες και Βενετούς πιστωτές του 14ου και 15ου αιώνα.
Μελέτη του Φώτη Μπαξεβάνη.
Διακανονισμοί, εκβιασμοί, ενέχυρα και ένα ανεξόφλητο χρέος.
Η μελέτη αυτή ενταγμένη στα σημαντικότατα γεγονότα που ακολουθούν τον θάνατο του Μιχαήλ Παλαιολόγου, θα προσπαθήσει να καταγράψει την πορεία Βυζαντινών και Βενετών στην Μεσόγειο, από την θέση του οφειλέτη και του πιστωτή αντίστοιχα, μέσα από μια σειρά σύναψης δανείων.
Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους (1261), από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1223-1282), ερεθίζει τις επεκτατικές βλέψεις του Γάλλου βασιλιά της Σικελίας Κάρολου του Ανζού στην Ανατολή.
Οι Γενοβέζοι (1267) θεωρούνται μια ειδική κατηγορία ξένων που διαμένει στον Γαλατά, ενώ οι Βενετοί υπογράφουν πενταετή συνθήκη ανακωχής (1268) με τον «Αυτοκράτορα των Ρωμαίων».
Ο Μιχαήλ υπογράφει την ένωση των δύο Εκκλησιών (1274), ενώ εξουδετερώνει παρασκηνιακά τη γαλλο-νορμανδική απειλή για το Βυζάντιο (1282).
Ο Σικελικός Εσπερινόςαποτελεί την τελευταία μεγάλη διπλωματική επιτυχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Το πολιτικοοικονομικό περιβάλλον στο Βυζάντιο στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα.
Η εποχή των Παλαιολόγωναποτελεί μια εποχή κρίσηςπου χαρακτηρίζεται απόκοινωνικές αντιθέσεις, πολιτική αστάθεια, διαβρωμένους θεσμούς, εμφύλιες συγκρούσεις. Η εικόνα αυτή έρχεται σε αντίφαση με μια έντονη πνευματική και καλλιτεχνική δραστηριότητα, προπομπό της Αναγέννησης.
Στα τέλη του 14ου αιώνα, παρατηρείται μια μετάβαση από την έπαρση για τα επιτεύγματα της διακυβέρνησης του Μιχαήλ Η΄, στις ευχαριστίες του Χρυσολορά προς την Θεοτόκο, για τη προσωρινή σωτηρία της Πόλης από τον Βαγιαζήτ (1402).
Διαμορφώνεται ένα κράτος, εδαφικά, οικονομικά και στρατιωτικά συρρικνωμένο σε σχέση με τον 12ο αιώνα. Μετά την βασιλεία του Μιχαήλ περιορίζονται οι διεθνείς διπλωματικές σχέσεις του Βυζαντίου.
Οι εμφύλιοι πόλεμοι προκαλούν την εμπλοκή Σέρβων, Βούλγαρων, Τούρκων.
Οι πολεμικές συγκρούσεις αποψιλώνουν την ύπαιθρο, καταστρέφοντας οικονομικά την αριστοκρατία, ενώ ενδυναμώνεται σχετικά το αστικό και εμπορικό στοιχείο. Το κράτος δεν δρα πλέον αυτόνομα στο περιβάλλον της Ανατολικής Μεσόγειου, το οποίο βρίσκεται σε πολύπλευρη κρίση που εκφράζεται από τον οικονομικό ανταγωνισμό μεταξύ Γένοβας και Βενετίας.
Ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος (1321-1328)
Η επιδίωξη μιας αρραγούς αυτοκρατορίας σκοντάφτει στην δύναμη της μεγάλης φοροαπαλλασσόμενης γαιοκτησίας που απορροφά μικρότερες φορολογούμενες εκτάσεις, μειώνοντας τα κρατικά έσοδα. Η πανώλη, οι μισθοφόροι, η υποτίμηση του υπέρπυρου, η κατάρρευση του εμπορίου, καθώς και η ήττα των Βυζαντινών στη μάχη του Βαφέως (1302), αποτελούν αίτια της επικράτησης των Οθωμανών στην Μικρά Ασία.
Η βοήθεια των Καταλανών, στη προσπάθεια αντιμετώπισης των Οθωμανών, ευοδώνεται με την νίκη στην Φιλαδέλφεια (1304). Με την απομάκρυνση τους προκύπτουν μακροχρόνιες εμφύλιες συρράξεις. Η σκληρή φορολογία και η διαφθορά στη δημόσια διοίκηση, ενισχύουν την λαϊκή δυσφορία κατά του Ανδρόνικου Β΄. Ο εγγονός του, Ανδρόνικος Γ΄ (1328-1341), αναγορεύεται αυτοκράτορας στην Αδριανούπολη (1321) έχοντας την υποστήριξη του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού (1292-1383). Ο παππούς του τον δέχεται ως συν-αυτοκράτορα, φροντίζοντας να ικανοποιήσει τους Βενετούς˙υπογράφει πενταετή συνθήκη εκεχειρίας (1324), καταβάλλοντας χρέος 14.000 υπέρπυρων.
Ο Ανδρόνικος Γ΄ προελαύνει στην Κωνσταντινούπολη (1328), ενώ το τέλος της εμφύλιας σύρραξης αφήνει μια κατεστραμμένη οικονομία. Η ήττα του στη Βιθυνία από τον Ορχάν κοστίζει την απώλεια της Νίκαιας (1331) και της Νικομήδειας (1337).
Ο βυζαντινός στρατός δεν θα αναλάβει ξανά επιθετική πρωτοβουλία κατά των Οθωμανών μέχρι το 1453. Με την συνθήκη του 1333, οι Βυζαντινοί καθίστανται φόρου υποτελείς στους Οθωμανούς.
Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος (1341-1354)
Ο Ανδρόνικος Γ΄ πεθαίνει χωρίς να αφήσει επίσημα διάδοχο, καθώς ο γιος του Ιωάννης Ε΄ είναι ανήλικος. Ο Καντακουζηνός εκτελεί ανεπίσημα χρέη αντιβασιλέα. Απέναντι του βρίσκονται η βασιλομήτωρ Άννα της Σαβοΐας, ο μέγας δούκας Αλέξιος Απόκαυκος και ο πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας. Με την απουσία του Καντακουζηνού στην Ελλάδα, αναλαμβάνει αντιβασιλέας ο Καλέκας.
Ο Καντακουζηνός αυτοανακηρύσσεται αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο (Οκτώβριος 1341).
Στην εξαετή εμφύλια διαμάχη που ακολουθεί, ο Καντακουζηνός στηρίζεται στην αριστοκρατία, την οποία εχθρεύεται ο λαός των πόλεων και της υπαίθρου. Παρά την έλλειψη κοινωνικού και θρησκευτικού υπόβαθρου, σχηματοποιούνται, τρόπον τινά, κοινωνικές αντιθέσεις με το κίνημα των Ζηλωτών, οι οποίες λαμβάνουν και θρησκευτικές διαστάσεις με το ησυχαστικό κίνημα.
Ο Καντακουζηνός υποτάσσει ολόκληρη τη Θράκη (1345), αναγνωρίζεται αυτοκράτορας (1347) και παραδίδει την εξουσία στον Ιωάννη Ε΄ (1357).
Ο Σέρβος ηγεμόνας Στέφανος Δουσάν, εκμεταλλευόμενος την εμφύλια διαμάχη, στέφεται αυτοκράτορας Σέρβων και Ελλήνων (1346). Η λεηλασία της υπαίθρου από βυζαντινά, σερβικά και τουρκικά στρατεύματα κλονίζει τη δύναμη των γαιοκτημόνων.
Το πρώτο δάνειο (1343)
Η Άννα της Σαβοΐας ζητά από τους Βενετούς δάνειο προκειμένου να αντιμετωπίσει την εμφύλια διαμάχη με τον Καντακουζηνό, βάζοντας ως ενέχυρο τα κοσμήματα του Στέμματος. Εγκρίνεται τριετές δάνειο 30.000 δουκάτων με ετήσια καταβολή 10.000 δουκάτων στον βάιλο της Κωνσταντινούπολης και τόκο 5%. Το ποσό είναι τεράστιο καθώς ένα χρυσό δουκάτο αντιστοιχεί σε δύο υπέρπυρα. Η Εκκλησία δεν παρέχει εγγυήσεις, ενώ η Άννα θεωρεί ότι για μια γενιά δεν θα πραγματοποιηθεί αυτοκρατορική στέψη. Υπάρχει χρόνος να βρεθούν λεφτά ώστε να επιστραφούν τα κοσμήματα, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν θα επαληθευτεί.
Με την λήξη της επταετούς ανακωχής (1342), οι Βενετοί απαιτούν όλο το ποσό, απειλώντας με πώληση των κοσμημάτων του Στέμματος. Γίνεται νέα συνθήκη (1349), όπου οι Βυζαντινοί αναγνωρίζουν χρέος 34.000 υπέρπυρων, υπόσχονται να καταβάλλουν άμεσα ποσό 5.667 και τα υπόλοιπα σε πέντε ετήσιες δόσεις, ενώ εκκρεμεί η διευθέτηση του κεφαλαίου και των τόκων των 30.000 δουκάτων που δανείστηκε η αυτοκράτειρα πριν εφτά χρόνια (1349). Ο Καντακουζηνός δηλώνει ουδετερότητα στον βενετογενουατικό πόλεμο (1350). Οι Βενετοί ζητούν συμμαχία, προτείνοντας την επιστροφή των ενεχύρων. Η πρόταση δεν είναι δελεαστική καθώς, με τους τόκους και τους ανατοκισμούς, το χρέος υπολογίζεται σε 40.500 δουκάτα. Η επιθετικότητα των Γενουατών ωθεί τον αυτοκράτορα να επικυρώσει τη συμμαχία με τους Βενετούς (1351).
Η καταστροφή του Γαλατά θα σημάνει την επιστροφή των κοσμημάτων και την απαλλαγή των χρεών από δάνεια και τόκους. Ωστόσο τα σχέδιο δεν πραγματοποιείται. Οι Βενετοί αποφεύγουν την αναμέτρηση, ενώ οι Βυζαντινοί απωθούνται από τον Γαλατά.
Το δεύτερο δάνειο (1352)
Ο Καντακουζηνός (1352) συνθηκολογεί με τους Γενουάτες, δεχόμενος την οχύρωση του Γαλατά και την κατοχή της Χίου και της Φώκαιας. Οι Βενετοί ενθαρρύνουν τον Ιωάννη Ε΄ να κινηθεί εναντίον του πεθερού του, προσφέρουν δάνειο 20.000 δουκάτων, δίνοντας προκαταβολή 5.000, με αντάλλαγμα την Τένεδο, η κατοχή της οποίας σηματοδοτεί τον έλεγχο του εμπορίου στον Εύξεινο Πόντο.
Ο Ιωάννης Ε΄, εκμεταλλευόμενος τη λαϊκή δυσαρέσκεια για τον Καντακουζηνό και τη γενοβέζικη βοήθεια, ανεβαίνει στο θρόνο (1354). Οι Βενετοί εποφθαλμιούν την Τένεδο, τη στιγμή που ο Ιωάννης Ε΄ αναγνωρίζει στους Γενουάτες την κατοχή της Χίου και της Λέσβου (1355).
Δε συζητούν ανανέωση της συνθήκης του 1349, αν δεν εκπληρωθούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Οι Βυζαντινοί χρωστούν 28.333 υπέρπυρα στον βάιλο Κονταρίνι και άλλα 30.000 δουκάτα, συν 25.000 τους τόκους, με εγγύηση τα κοσμήματα του Στέμματος. Οι Βενετοί απειλούν ότι θα τα πουλήσουν, αν δεν λάβουν ποσό 5.000 δουκάτων. Κάθε απαίτηση αποζημιώσεων από μέρους των Βυζαντινών απορρίπτεται, λόγω της σύναψης ξεχωριστής συνθήκης με την Γένοβα. Το 1356 ο αυτοκράτορας καταβάλει τελικά 3.000 υπέρπυρα. Οι Βενετοί δεν πραγματοποιούν την απειλή και το 1357 υπογράφουν πενταετή συνθήκη με τον Ιωάννη Ε΄. Ο τελευταίος υποχρεώνεται να πληρώσει 28.333 υπέρπυρα σε πέντε δόσεις, αναγνωρίζει το παλαιό χρέος 30.000 δουκάτων και το πρόσφατο των 5.000 δουκάτων. Ο αυτοκράτορας δηλώνει στους Βενετούς ότι επιτρέπει την πώληση των κοσμημάτων και σε περίπτωση που το ποσό είναι μικρότερο του χρέους είναι πρόθυμος να το καλύψει ο ίδιος. Αντίστοιχα αν το ποσό είναι υψηλότερο θα λάβει την διαφορά.
Οι Βενετοί στέλνουν νέα πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη (1362)
Μαζί με το θέμα των αποζημιώσεων συζητούν την παραχώρηση της Τενέδου, προσφέροντας 20.000 δουκάτα και τα κοσμήματα του Στέμματος. Ο αυτοκράτορας αρνείται την πρόταση και συμφωνεί μόνο σε μια πενταετή επέκταση της συνθήκης (1363). Οι Βενετοί αγνοούν την πρόταση για πώληση των κοσμημάτων και υπενθυμίζουν το χρέος των 35.000 δουκάτων˙ επιστρέφουν τα κοσμήματα από την Εύβοια στην Βενετία˙ απειλούν να εγκαταλείψουν την Κωνσταντινούπολη, αν ανακληθούν τα προνόμια τους.
Ο Ιωάννης Ε΄ αποφασίζει να ασπαστεί το καθολικό δόγμα. Πριν μεταβεί στη Ρώμη δέχεται βενετική πρεσβεία (1368) με σκοπό την ανανέωση της συνθήκης του 1363. Τα χρέη προς τη Βενετία αφορούν τώρα 25.663 υπέρπυρα σε αποζημιώσεις˙ δάνειο 30.000 δουκάτων συν 7.500 τόκοι˙ νέο δάνειο 5.000 δουκάτα. Προτείνεται η πληρωμή των τόκων ή μέρους του συνολικού ποσού, ενώ γίνεται αναφορά μόνο στους τόκους και όχι στους ανατοκισμούς του δανείου.
Ο Ιωάννης Ε΄ συνοδεύεται στη Ρώμη (1369) χωρίς την υποστήριξη της Εκκλησίας. Η μεταστροφή του στο καθολικό δόγμα αναδεικνύεται σε ιδιωτική υπόθεση. Η ένωση των Εκκλησιών και οι εκκλήσεις για δυτική βοήθεια απορρίπτονται. Τον Φεβρουάριο του 1370 υπογράφεται στη Ρώμη νέα πενταετής συνθήκη μεταξύ Βυζαντίου και Βενετίας, η οποία διασαφηνίζει τη θέση και τα δικαιώματα των Βενετών στην Κωνσταντινούπολη.
Ο αυτοκράτορας καταβάλει 4.500 υπέρπυρα για τις αποζημιώσεις, ενώ το υπόλοιπο (21.163) θα εξοφληθεί σε πέντε ετήσιες δόσεις. Τα ενέχυρα των δύο δανείων παρέμειναν στη Βενετία, ενώ η συνθήκη του 1352 δεν αναφέρεται στην Τένεδο, παρά την καταβολή των 5.000 δουκάτων.
Στη συνθήκη της Βενετίας (άνοιξη 1370), ο Ιωάννης συμφωνεί στην ταπεινωτική παραχώρηση της Τενέδου.
Οι Βενετοί δεσμεύονται να επιστρέψουν τα κοσμήματα του Στέμματος, που κατέχουν εδώ και τριάντα χρόνια˙ να παραδώσουν έξι μεταγωγικά πλοία˙ να καταβάλουν 25.000 δουκάτα εφάπαξ, προκαταβάλλοντας άμεσα 4.000 δουκάτα. Ωστόσο, ο αντιβασιλέας Ανδρόνικος αρνείται την παράδοση της Τενέδου στους Βενετούς, καθώς οι Γενουάτες εποφθαλμιούν το νησί.
Το συνολικό χρέος ανέρχεται πλέον σε 67.500 δουκάτα (1368)
Ο Ιωάννης πείθει τους Βενετούς ότι είναι υπόλογος μόνο για τους τόκους της τριετίας 1344-1347. Ανανεώνει την συνθήκη με τους Βενετούς, τέλη Μαΐου με αρχές Ιουνίου 1376, δεσμευόμενος να εξοφλήσει τα 21.163 υπέρπυρα. Με δική του πρόταση παραδίδει την Τένεδο, με αντάλλαγμα 30.000 δουκάτα και την επιστροφή των κοσμημάτων, θέτοντας ως προϋπόθεση την συγκυριαρχία στο νησί.
Οι Γενουάτες χρησιμοποιούν τον Ανδρόνικο και εμποδίζουν την παράδοση του νησιού στους Βενετούς. Ο Ανδρόνικος Δ΄, με τη βοήθεια των Τούρκων (1376), καταλαμβάνει την εξουσία, παραχωρεί την Τένεδο στους Γενουάτες και την Καλλίπολη στους Τούρκους.
Στη διαμάχη για το θρόνο Ιωάννης Ε΄ και Ανδρόνικος Δ΄ αποτελούν όργανα των συμφερόντων της Βενετίας και της Γένουας. Οι Βενετοί χρησιμοποιούν τον Ιωάννη Ε΄ για να αποσπάσουν την Τένεδο, χωρίς ποτέ να επιστρέψουν τα κοσμήματα του Στέμματος.
Από τη στιγμή που ο Ιωάννης εκθρονίζεται (Ιούλιος 1376), δεν μπορούν να επιστρέψουν στον Ανδρόνικο τα κοσμήματα. Αυτά θα παραμείνουν στο Θησαυροφυλάκιο, αποτελώντας θέμα διαπραγμάτευσης μέχρι να μην υπάρχει Βυζαντινός αυτοκράτορας.
Ο Μανουήλ Παλαιολόγος, αυτοκράτορας Θεσσαλονίκης, πολιορκείται από τους Τούρκους (1385)
Ζητά από τους Βενετούς πολεμικό υλικό, πλοία και δάνειο 6.000 δουκάτων, υποθηκεύοντας εδάφη.
Η πρόταση απορρίπτεται καθώς ο Μανουήλ θεωρείται καταδικασμένος, ενώ οι Βενετοί δεν θέλουν να εναντιωθούν στον σουλτάνο. Επιπρόσθετα μια βοήθεια προς τον γιο του, αποτελεί προσβολή για τον Ιωάννη Ε΄. Ο Βαγιαζήτ καθορίζει την άνοδο του Ιωάννη Ζ΄ στο θρόνο. Οι Βενετοί στέλνουν πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, απειλώντας τον Ιωάννη Ζ΄ ότι θα απομακρυνθούν οι Βενετοί υπήκοοι σε περίπτωση που δεν ανανεωθεί η συνθήκη. Μέσα σε λίγες μέρες (Ιούνιος 1390) ανανεώνεται η συνθήκη που για 14 χρόνια δεν ανανέωνε ο παππούς του.
Πρέπει να εξοφληθεί το χρέος των αποζημιώσεων (17.163 υπέρπυρα) και η οφειλή του δανείου (30.000 δουκάτα) με τους τόκους, ώστε να αποδεσμευθούν τα κοσμήματα 47χρονια μετά, καθώς και το χρέος 5.000 δουκάτων με άλλη εγγύηση.
Ο Μανουήλ, εισβάλει στην Κωνσταντινούπολη (1390) και αναλαμβάνει την εξουσία, ως υποτελής του σουλτάνου. Μην έχοντας χρήματα, προσφέρει ιερά λείψανα ως εγγύηση, ζητώντας νέο δάνειο από τους Βενετούς (1395), οι οποίοι απαιτούν την εξόφληση των παλαιοτέρων.
Το 1400, παρά την λαμπρή υποδοχή στη Βενετία δεν υπογράφει συνθήκη. Η ανανέωση της συνθήκης του 1390 παραπέμπεται σε επόμενες συνθήκες, ενώ παραμένει ανοικτό το ζήτημα των αποζημιώσεων της Τενέδου.
Ο Μανουήλ (1406) επικυρώνει τη συνθήκη που είχε υπογράψει ο Ιωάννης Ζ΄ για πέντε χρόνια. Ωστόσο πείθει τους Βενετούς να μείνει ανοικτό το ζήτημα της Τενέδου. Αδυνατεί να καταλάβει ότι η θρησκεία γι’ αυτούς είναι υποδεέστερη του κέρδους. Το 1412 γίνονται διαπραγματεύσεις για νέα συνθήκη. Ο Μανουήλ δεν καταβάλλει μέρος του χρέους και αρνείται την αναγνώριση των δικαιωμάτων των Βενετών στην Τένεδο.
Τον Οκτώβριο του 1418 υπογράφεται πενταετής συνθήκη, παρόμοια με αυτές του 1390 και του 1412.
Μετά το θάνατο του Μανουήλ, αναλαμβάνει ο Ιωάννης Η΄, ο οποίος ανανεώνει (1423) τη συνθήκη του 1418 χωρίς καμία αλλαγή. Στα τέλη του 1423 ο Ιωάννης μεταβαίνει στη Βενετία και ζητά δάνειο, ενεχυριάζοντας πολύτιμους λίθους αξίας 40.000 δουκάτων.
Οι Βενετοί δηλώνουν πρόθυμοι να του δανείσουν 1.500 δουκάτα έναντι εγγυήσεων, που θα καταθέσει στο μοναστήρι του Σαν Τζιόρτζιο Ματζόρε.
Τον Μάιο του 1431 υπογράφεται νέα συνθήκη η οποία περιλαμβάνει τα κείμενα των συνθηκών μεταξύ Βυζαντίου και Βενετίας από το 1390. Το 1437 ο Ιωάννης πηγαίνοντας στη Φερράρα, περνά από τη Βενετία, όπου του ζητούν το υπόλοιπο των 1.000 δουκάτων, που όφειλε από την τελευταία του επίσκεψη, καθώς είχε επιστρέψει μόνο τα 500. Ο πατρίκιος Morosini αναλαμβάνει την εξόφληση του.
Την άνοιξη του 1438 ο Ιωάννης Η΄ φθάνει στη Φερράρα, με σκοπό, όπως ο Ιωάννης Ε΄, να μεταστραφεί στην καθολική πίστη, οδηγώντας το λαό και τον κλήρο στην ένωση με τη Ρώμη (1493).
Τον Σεπτέμβριο του 1442 ο Ιωάννης Η΄ υπογράφει νέα πενταετή συνθήκη, που επικυρώνει τα εμπορικά προνόμια της βενετικής παροικίας στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1446 οι Βενετοί, ενώ το μέλλον της Κωνσταντινούπολης είναι άδηλο, φροντίζουν να ανανεωθεί η συνθήκη με το Βυζάντιο.
Η συνθήκη του 1448 είναι η τελευταία, καθώς πέντε χρόνια μετά η Κωνσταντινούπολη θα βρεθεί υπό το στρατό του Μωάμεθ Β΄.
Ο Ιωάννης αναγνωρίζει χρέος 30.000 δουκάτων με τους τόκους, για να αποδεσμευθούν τα κοσμήματα του Στέμματος, που ενεχυριάστηκαν 105 χρόνια νωρίτερα και 5.000 δουκάτα που δόθηκαν με άλλη εγγύηση˙ το θέμα της Τενέδου μένει ανοικτό προς συζήτηση. Ο χρόνος σταμάτησε στο 1390, καθώς τα χρέη του Βυζαντίου προς την Βενετία παραμένουν ίδια και το ίδιο κείμενο επικυρώνεται επτά φορές.
Συμπεράσματα
Το Βυζάντιο είναι έρμαιο αποφάσεων μεγάλων δυνάμεων. Καθώς δεν αποτελεί πια σημαντικό παράγοντα στην Ανατολική Μεσόγειο, άγεται και φέρεται στην προσπάθεια του να επιβιώσει. Τα δάνεια είναι η αφορμή. Η δύναμη του εμπορίου και των εμπορικών κρατών, οδηγεί στον εξανδραποδισμό και στην αμφισβήτηση της βυζαντινής κυριαρχίας στην Τένεδο.
Ξένες δυνάμεις επεμβαίνουν στις εσωτερικές υποθέσεις του Βυζαντίου. Στους δύο εμφύλιους πολέμους εμπλέκονται Σέρβοι, Βούλγαροι, Οθωμανοί, με αποτέλεσμα την συρρίκνωση της αυτοκρατορίας. Η αυταρχική συμπεριφορά των Καταλανών, όπως των Βενετών και των Γενουατών, θέτει το ερώτημα της επιλογής υποταγής σε ένα σκληρό ή σε ένα ανεκτικό κατακτητή. Ωστόσο το ερώτημα απαντάται από αυτόν που χαράσσει την πολιτική επιλογή.
Η κοινωνική ελίτ αποτελείται από την Εκκλησία και το πατριαρχείο, που απολαμβάνουν μεγάλη κοινωνική αποδοχή, επηρεάζοντας ένα ευρύτερο ορθόδοξο ακροατήριο, εκτός της αυτοκρατορίας και η κοσμική ελίτ, η οποία περιορίζεται σε ένα συρρικνωμένο κράτος. Η Εκκλησία είναι αυτή που διαμορφώνει την πολιτική, ως μοχλό πίεσης, αδιαφορώντας αν τα συμφέροντα της ταυτίζονται με αυτά της κοσμικής.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τ. Θ΄: Βυζαντινός Ελληνισμός, Μεσοβυζαντινοί Χρόνοι, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000.
Λαΐου Α., Στο Βυζάντιο των Παλαιολόγων: Οικονομικά και Πολιτιστικά Φαινόμενα, Ανάτυπο, Αθήνα, 1991.
Nicol D., Βυζάντιο και Βενετία, μετφρ. Χ.-Α. Μουτσοπούλου, Αθήνα, Παπαδήμας, 2004.
Ostrogorsky G., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Τόμος Γ΄, Εκδόσεις Σ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1989.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου