Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

Βίντεο ντοκουμέντο. Η επίσκεψη Γκέρινγκ στην Αθήνα το 1934 όπου δήλωνε: «είμαι κατενθουσιασμένος από την ελληνική φιλοξενία». Το 1942 διέταξε: «ας πεθάνουν από την πείνα όλοι»

Το δεξί χέρι του Αδόλφου Χίτλερ ήταν ο Χέρμαν Γκέρινγκ, επικεφαλής της Λούφτβαφε και ιδρυτής της Γκεστάπο. Πατέρας του ήταν ένας από τους πρώτους αποικιοκράτες στη σημερινή Ναμίμπια ο Χάινριχ Γκέρινγκ, γνωστός για τις φρικαλεότητες στους πληθυσμούς των αφρικανικών φυλών, κυρίως των Χερέρο.



Ο δεύτερος ισχυρότερος άνθρωπος στη ναζιστική Γερμανία επισκέφθηκε τον Μάϊο του 1934 την Αθήνα. Η άφιξή του συνέπεσε με τον εορτασμό της 38ης επετείου της διεξαγωγής των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, που είχαν πραγματοποιηθεί στην Αθήνα το 1896. Στο Παναθηναϊκό Στάδιο παρελαύνουν αθλητές με αρχαίες και παραδοσιακές στολές, ενώ από την κυβέρνηση Τσαλδάρη τον υποδέχτηκε ο υπουργός εξωτερικών Δημήτριος Μάξιμος.
Με πρόσφατες τις εργατικές κινητοποιήσεις σε Καλαμάτα, Καβάλα, Καρδίτσα κι άλλες πόλεις, ο «Ριζοσπάστης» καλεί σε διαμαρτυρίες κι απαιτεί την απελευθέρωση του ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας Έρνστ Τέλμαν που κατηγορείται για τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ και τελικώς εκτελείται το 1944, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ. Κατά την αναχώρησή του ο Γκέρινγκ μεταξύ άλλων δήλωσε:
«Εκπληρώθηκε η επιθυμία μου με την επίσκεψη στους αρχαιολογικούς χώρους. Αλλά ζωηρότερα υπήρξε η συγκίνησή μου από τα αισθήματα φιλίας προς τον γερμανικό λαό από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (Αλέξανδρος Ζαΐμης) μέχρι και τον τελευταίο χωρικό στους Δελφούς και στο Άργος. Είμαι κατενθουσιασμένος από την ελληνική φιλοξενία.[…] Η παγκόσμια ειρήνη δε διατρέχει κίνδυνο γιατί την ποθούν οι λαοί. Είμαι βέβαιος ότι θα υπερισχύσει η λογική».


Λίγα χρόνια αργότερα, η παγκόσμια ειρήνη εξανεμίστηκε και ο Γκέρινγκ «ανταπέδωσε» την ελληνική φιλοξενία με την ιστορική διαταγή του στις 6 Αυγούστου 1942. Ήταν η διαταγή που έβαλε την ταφόπλακα σε εκατομμύρια ευρωπαίους πολίτες οδηγώντας τους στην πείνα και στο θάνατο. Απευθυνόμενος προς τους στρατιωτικούς διοικητές των κατεχόμενων εδαφών ο Γκέρινγκ έγραφε:

«Σε όλα τα κατεχόμενα εδάφη βλέπω τους ανθρώπους να ζουν εκεί μπουκωμένοι στο φαΐ, ενώ ο δικός μας λαός πεινάει. Για τ’ όνομα του Θεού, δεν σας στείλαμε εκεί για να δουλέψετε για την ευημερία των λαών που σας εμπιστευτήκαμε, αλλά για να πάρετε όσο περισσότερα μπορείτε ώστε να μπορέσει να ζήσει ο γερμανικός λαός. Περιμένω από εσάς να αφιερώσετε τις δυνάμεις σας σε αυτό. Αυτή η συνεχής έγνοια για τους ξένους πρέπει να τελειώνει μια για πάντα.

Καρφί δεν μου καίγεται όταν μου λέτε ότι άνθρωποι της ζώνης ευθύνης σας πεθαίνουν από την πείνα. Αφήστε τους να πεθαίνουν, εφόσον έτσι δεν λιμοκτονεί κανένας Γερμανός».
Στη δίκη της Νυρεμβέργης ο Γκέρινγκ ήταν ο μεγάλος πρωταγωνιστής ως ανώτερος σε αξίωμα όλων των κατηγορουμένων.

Η διερμηνέας και στενογράφος του Γάλλου ανακριτή Πιερ Μουνιέ στη δίκη της Νυρεμβέργης, Αλεξάνδρα Ανδρούσου, περιγράφει την πρώτη συνάντηση με τον Γκέρινγκ στο κελί του:
«Όταν μπήκα την πρώτη φορά στο κελί του, φοβήθηκα τόσο που έτρεμαν τα χέρια μου και δεν μπορούσα να κρατήσω σημειώσεις. Ο ανακριτής θύμωσε και μου είπε πως αν και την επόμενη φορά τρέμει το χέρι μου, θα αναγκαστεί να με αλλάξει. Τότε συνειδητοποίησα πού βρισκόμουν και ότι έπρεπε να κάνω τη δουλειά μου», θυμάται και αναφέρει μια φράση που συγκράτησε από την κατάθεση του διαβόητου Γερμανού στρατάρχη: «Αν είχαμε κερδίσει εμείς τον πόλεμο θα κάναμε αυτά που τώρα κάνετε εσείς σ’ εμάς. Τον χάσαμε όμως και πλέον είναι όλα εναντίον μας».

Ο διασημότερος κατηγορούμενος της δίκης των εγκληματιών πολέμου αυτοκτόνησε το πρωί που θα εκτελείτο η απόφαση του δικαστηρίου για τον απαγχονισμό του, παρά τα αυστηρότατα μέτρα ασφαλείας. Πού βρήκε την κάψουλα με το δηλητήριο;
Ο Αμερικανός πεζικάριος Herbert Lee Stiver ομολόγησε, ύστερα από σχεδόν 60 χρόνια, για ν’αποφύγει τις όποιες κυρώσεις – έπειτα από προτροπή της κόρης του- ότι αυτός έδωσε την αμπούλα με το κυάνιο. Ξεγελασμένος από την ομορφιά μιας μελαχρινής Γερμανίδας που γνώρισε στο δρόμο και του συστήθηκε ως Μόνα, σε λίγες μέρες τον έπεισε να παραδώσει στον περιβόητο ναζί μία πένα που θα περιείχε φάρμακο – με το σκεπτικό της κακής του υγείας και της απώλειας βάρους από τις συνθήκες κράτησης.

Πηγές: Ιστορίες από την δεκαετία του ’40 - http://www.mixanitouxronou.gr/

1 σχόλιο:

δικαιοχαρης είπε...

Μη λες αμετροέπειες πρώτε σχολιαστή. Νισάφι που μας φταίνε για όλα οι Μέρκελ κ ο Σόιμπλε. Έτσι αναφερεσε σε κάποιον συμπολίτη σου που είναι ανάπηρος; Ως σακάτη; που τον ειχανε πυροβολησει κ εμεινε αναπηρος. Σα δεν ντρεπόμαστε λέω εγώ.

Τις σπατάλες στα ασφαλιστικά ταμεία, συντάξεις στα 42 χρονών, τον αχαλίνωτο δανεισμό του κράτους κ των πολιτών, Έλληνες 200% γνήσιοι τα έκαναν.