Μια νέα βιογραφία αναζητεί τα ίχνη του Έλληνα φιλοσόφου: κάτι ανάμεσα σε άστεγο και αλήτη, δηλητηριώδη κωμικό και performance artist, επιδείκνυε την περιφρόνησή του για τις συμβάσεις της αστικής τάξης της αρχαίας Αθήνας.
Η ΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΟΧΑΣΤΩΝ της αρχαιότητας έχει μεγάλη ζήτηση τις τελευταίες δεκαετίες: διάφορα βιβλία μας προτρέπουν να ταξιδέψουμε με τον Επίκουρο, να ακολουθήσουμε τον Αριστοτέλη ή να συνοδεύσουμε τον Πλάτωνα στις αναζητήσεις του. Ήταν μόνο θέμα χρόνου να έρθει και η σειρά του Διογένη, ιδρυτικού μέλους του «κινήματος» των Κυνικών, που ξεκίνησε τον 4ο αιώνα π.Χ. «Για πολύ καιρό δεν είχε ληφθεί σοβαρά υπόψη ως φιλόσοφος», αναφέρει η Ίνγκερ Κούιν στο βιβλίο που έγραψε για τον Διογένη, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε. «Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι λάθος».
Σε αντίθεση με τους άλλους επιφανείς Έλληνες φιλόσοφους, ο Διογένης δεν διακήρυξε κάποια δοξασία ή σύστημα αξιών και δεν έγραψε τίποτα που να έχει διασωθεί (ή, ίσως, αν πιστέψουμε κάποιες αρχαίες πηγές, δεν έγραψε τίποτα απολύτως). Αυτό που τον καθορίζει είναι διάφορα πνευματώδη σχόλια, καυστικά αστεία και εκκεντρικές συμπεριφορές, πολλές από τις οποίες είναι αναμφίβολα απόκρυφες, που καταγράφηκαν από τους θαυμαστές και τους επικριτές του τους αιώνες που ακολούθησαν μετά τον θάνατό του. Η συγγραφέας, καθηγήτρια Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, παρουσιάζει πολλές από αυτές στο βιβλίο της «Diogenes: The Rebellious Life and Revolutionary Philosophy of the Original Cynic» («Διογένης: Η ανυπότακτη ζωή και η επαναστατική φιλοσοφία του αυθεντικού κυνικού»].
Αφού παρακολούθησε ένα ποντίκι να τρέχει χωρίς άλλο σκοπό παρά να βρει τροφή, διέκρινε τη βαθιά αλήθεια της λιτής φύσης και την ασημαντότητα των κοινωνικών συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένων των ταμπού εναντίον του κανιβαλισμού και της αιμομιξίας.
Αυτές οι ιστορίες μάς λένε ότι ο Διογένης εκδιώχθηκε από τη γενέτειρά του, τη Σινώπη, στη βόρεια ακτή της σημερινής Τουρκίας, λόγω της υποτιθέμενης εμπλοκής του σε ένα σχέδιο υποτίμησης του νομίσματος της πόλης, και πιθανότατα κατέληξε άπορος στην Αθήνα, την πρωτεύουσα της αρχαιοελληνικής ηθικής σκέψης, το 360 π.Χ., όπου έστησε το σπιτικό του μέσα σε ένα πιθάρι, χρησιμοποιώντας τον μανδύα του ως κρεβάτι.
Αφού παρακολούθησε ένα ποντίκι να τρέχει χωρίς άλλο σκοπό παρά να βρει τροφή, διέκρινε τη βαθιά αλήθεια της λιτής φύσης και την ασημαντότητα των κοινωνικών συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένων των ταμπού εναντίον του κανιβαλισμού και της αιμομιξίας. Πάντα πρόθυμος να σοκάρει, εκφόβιζε τακτικά τους εκλεπτυσμένους Αθηναίους στην Αγορά και η συνήθειά του αυτή τού προσέδωσε το προσωνύμιο «κύων» (σκύλος), από το οποίο φαίνεται να προήλθε η λέξη «κυνικός», και έκανε τον Πλάτωνα να τον χαρακτηρίσει ως «έναν Σωκράτη που είχε τρελαθεί».
Κάτι ανάμεσα σε άστεγο και αλήτη, δηλητηριώδη κωμικό και performance artist, ο Διογένης επιδείκνυε την περιφρόνησή του για τις συμβάσεις με τρόπους που σκανδάλιζαν την αστική τάξη της Αθήνας και, αργότερα, της Κορίνθου, αφού η εξορία του από τη Σινώπη έγινε μόνιμη. (Όταν ένας αγγελιοφόρος τού ανακοίνωσε ότι οι κάτοικοι της Σινώπης τον είχαν καταδικάσει σε ισόβια εξορία, εκείνος δήλωσε με τη σειρά του ότι τους καταδικάζει να παραμείνουν για πάντα στη Σινώπη). Ήταν στην Κόρινθο, το 330 π.Χ., προς το τέλος της ζωής του, όταν αυτός ο μάστορας των καυστικών σχολίων φέρεται να είπε την πιο αξιομνημόνευτη φράση του, σε μια συνάντηση με τον Αλέξανδρο, τον νεαρό Μακεδόνα μονάρχη που αργότερα θα γινόταν γνωστός ως Μέγας. Ο Αλέξανδρος λέγεται ότι αναζήτησε τον Διογένη, έχοντας ακούσει για τη φήμη του ως σοφού, και τον βρήκε να απολαμβάνει τη λιακάδα δίπλα στο κεραμικό του παράπηγμα. Προσφέρθηκε να του κάνει οποιαδήποτε χάρη ή να ικανοποιήσει οποιοδήποτε αίτημά του. Τότε ο Διογένης φέρεται να του ζήτησε απλώς να κάνει στην άκρη και να σταματήσει να του κρύβει τον ήλιο. Το να μην έχεις ανάγκες ή επιθυμίες, σύμφωνα με την κυνική άποψη, σου έδινε εξουσία μεγαλύτερη από αυτή ενός βασιλιά.
Ο μύθος του Διογένη αποτελείται από πολλές τέτοιες ευφυείς αποκρίσεις, καθώς και αναφορές για συμπεριφορές που έρχονταν σε αντίθεση με τα καθεστώτα ήθη και τότε και τώρα, όπως το να εκτελεί τις πιο ιδιωτικές σωματικές του λειτουργίες σε δημόσιο χώρο ή να περπατάει ξυπόλυτος το χειμώνα. Ο κυνισμός οριζόταν ως μια «παράκαμψη προς την αρετή», επειδή δεν απαιτούσε μακροχρόνια μελέτη ή πνευματική εκπαίδευση, όπως η διδασκαλία του Πλάτωνα. Σε μεταγενέστερες εποχές της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, μαθαίνουμε για πολλούς άνδρες, αλλά ακόμα και για κάποιες γυναίκες, που ακολούθησαν το μονοπάτι των Κυνικών.
Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι αν μπορούμε να ονομάσουμε φιλοσοφική σχολή αυτόν τον ηθικό πρωτογονισμό, αλλά η συγγραφέας του βιβλίου είναι σίγουρη ότι πρέπει να το κάνουμε. Σε ένα κεφάλαιο με τίτλο «Μια μοναχική φωνή ενάντια στη σκλαβιά» επιχειρεί να παρουσιάσει τον Διογένη ως πρωτοπόρο θιασώτη της κατάργησης της δουλείας, παραθέτοντας μάλιστα ένα απόσπασμα από τον Αριστοτέλη, υπερασπιστή της δουλείας, που αναφέρεται σε άλλους Έλληνες που διαφωνούσαν με αυτή την αντίληψη. Η συγγραφέας ισχυρίζεται, χωρίς επαρκή τεκμηρίωση, ότι «ο Διογένης είναι ο πιο πιθανός υποψήφιος για να ανήκει σε αυτή την ομάδα αντιπάλων της δουλείας». Τα αλαζονικά σχόλια του Διογένη όταν ο ίδιος ήταν σκλάβος –αιχμάλωτος πειρατών που τον πούλησαν ως δούλο– δείχνουν ότι ακόμη και τότε θεωρούσε τον εαυτό του περισσότερο αφέντη παρά δούλο. Το βιβλίο χαρακτηρίζει αυτές του τις ειρωνικές δηλώσεις ως «μια επίθεση κατά του θεσμού της δουλείας». Ωστόσο, δυσκολεύεται να συμβιβάσει αυτές τις δηλώσεις με στοιχεία που δείχνουν ότι ο και ίδιος ο Διογένης υπήρξε κάποια στιγμή ιδιοκτήτης (έστω και «απρόθυμος», όπως ξεκαθάριζε) σκλάβων.
Τα φιλοσοφικά κινήματα που εμφανίστηκαν αμέσως μετά την εποχή του Διογένη –οι Στωικοί και οι Επικούρειοι– είχαν ως στόχο να βοηθήσουν τους οπαδούς τους να ξεπεράσουν τον φόβο του θανάτου. Η συγγραφέας ισχυρίζεται ότι ο Διογένης ήταν εκείνος που ενέπνευσε τις προσπάθειές τους. «Ο Επίκουρος υιοθέτησε την άποψη του Διογένη ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για εμάς και την έκανε έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της σχολής σκέψης του», γράφει. Ωστόσο, η άποψη αυτή προέρχεται από τον Επίκουρο, όχι από τον Διογένη. Από τα αρχαία κείμενα δεν είναι σαφές αν ο Διογένης έδωσε μεγάλη σημασία στο ζήτημα του θανάτου. Η μωρία των ζωντανών ήταν παραπάνω από αρκετή για να κρατήσει απασχολημένο τον «αυθεντικό Κυνικό» που περιφερόταν στους δρόμους της Αθήνας αναζητώντας με το φανάρι του έναν τίμιο άνθρωπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου