Iστορική ημέρα για την Σμύρνη μας
Σαν σήμερα . . Η Aπόβαση στη Σμύρνη 2 Μαίου 1919
(πηγή : απο το Βιβλίο "Η Σμύρνη" του Μανόλη Μεγαλοκονόμου)
Εκείνο το πρωί στην Σμύρνη, την "Γκιαούρ Ισμίρ" που έλεγαν μαθηταί φίλοι, πρόσκοποι, Άγιοδημητριώτες καί Ταμπαχανιώτες φύγαμε χαράματα γιά τόν Κουκλουντζά, ένα μυροβόλο χωριό τής άξέχαστης πολιτείας.
Από τήν συντροφιά έκείνη θυμάμαι τόν βα-θμοΰχο πρόσκοπο, Νεοσμυρνιώτη Γιώργιο Τσακίρη, τόν Γιάννη Άρώνη, τόν 'Αλέξανδρο Καλογερόπουλο, τόν Γιάννη Σελλά, τόν Πανά καί τόν 'Απόστολο Μαρόλο, άλλους πού δέν τούς θυμάμαι ή δέν ύπάρχουν πλέον. Μαθηταί όλοι του Σχολείου τής Σταυριάνθης 'Αναστασιάδη. Ήταν μιά λαμπρή, όλόφωτη μέρα, μ' έκεϊνο τό φώς πού μόνο ή αιγαιοπελαγίτικη παραλία τής Μικράς 'Ασίας μπορεί νά δίνει σέ τέτοια έξαρση. Ένα θάμβος, μία γλυκεία θαλπωρή, μία μέρα μακάριας γαλήνης.
Ήταν σάν δέκα άνοιξες μαζί. Ό άέρας μοσχοβολούσε άπό τά λουλούδια τών γύρω περιβολιών.
Θά 'λεγε κανείς πώς ή φύση χάριζε τήν πιό όμορφη πρωτομαγιά στή Σμύρνη, καί στούς "Ελληνες, γιά νά έορτάσουν, υστέρα άπό τόσους αίώνες σκλαβιάς τήν πιό μεγάλη ήμέρα τής 'Ιστορίας των. Μέ τραγούδια γεμάτα Ελλάδα, καί αβάσταχτο πόνο άπό τή σκλαβιά τραγουδούσαμε: «Εσείς τόν Τούρκον σφάζετε,/ τόν τύραννον σπαράζετε,/ νά ζήσει τό σπαθί μου/ ν' άναστηθεΐ ή Πατρίς μου».
Μέ χαρές καί φαγοπότια περάσαμε τήν ήμέρα καί τό άπόγευμα φορτωμένοι μέ στεφάνια καί τραγουδώντας τό: «Σμύρνη Πατρίδα μου γλυκιά,/ χαριτωμένη χώρα,/ γιά νά σέ βγάλω άπό τό νοΰ/ ποτέ δέν θά 'ρθει ώρα» καί μέ προσκοπικά έμθατήρια καί βήμα γυρνούσαμε στή Σμύρνη. 'Αλλά τί Σμύρνη ήτανε αύτή, άνάστατη, χαρούμενη, πλημμυρισμένη, θά 'λεγα, σέ μία κυανόλευκη σημαία.
Οί καμπάνες τών έκκλησιών χτυπούσαν χαρμόσυνα. Κι έμεϊς πιά δέν περπατούσαμε, τρέχαμε, πετούσαμε.
Όταν φτάσαμε στούς πρώτους μαχαλάδες καί στά σοκάκια τής Σμύρνης, βλέπομε έναν κόσμο έξαλλο, άνάστατο, νά τρέχει πέρα - δώθε, τίς γριές μέ τά θυμιατήρια στίς εξώπορτες νά θυμιατίζουν καί νά σταυροκοπιούνται. 'Ολοι νά κλαίνε καί νά δυσκολεύονται νά μάς άπαντήσουν τί συμβαίνει.Οί άνθρωποι άπό τούς μαχαλάδες τοΰ 'Αγίου Τρύφωνα, άπό τά Τράσιες, τή Μπέλλα -Βίστα, τό Παραλλέλι, τίς Μεγάλες Ταβέρνες καί τό Φραγκομαχαλά τρέχανε στή Μητρόπολη, πού ήταν ή καρδία, ό παλμός καί ή ψυχή τής Σμύρνης. Μέ κομμένη τήν άναπνοή μας φθάσαμε στό σπίτι.
Μιά λέξη μπόρεσαν νά πουν: ΕΡΧΟΝΤΑΙ. Άπό τή συγκίνηση δέν μπορούν νά μάς μιλήσουν. Ό Ελληνικός Στρατός, ό Στόλος, «ό Αβέρωφ», «ό Λέων», «ή Λήμνος», έρχονται νά μάς έλευθερώσουν. Καί έσάς, μάς λένε, σάς ζήτησαν νά πάτε άμέσως στήν «Ευσέβεια». (Μέσα εκεί ήταν τό κρυφό κέντρο τών προσκόπων). Νά φορέσετε φανερά, έλεύθερα τήν προσκοπική σας στολή.
Αύτή τήν προσκοπική «Στολή» κρυφά τήν φορούσαμε, άλλά πόσο τήν τιμούσαμε. Τήν είχαμε φέρει άπό τήν Ελλάδα. Έως τώρα θυμάμαι τί μάς στοίχισε: 35 δραχμές ή 7 μπαλκανότες. Μεταλίκι - μεταλίκι τά μάζευα γιά νά τά κάνω μελλίτι καί ύστερα «μπαλκανότα» γιά νά πάρω τίς 35 δραχμές. "Ηθελα νά τήν πάρω κρυφά καί μέ δικά μου λεπτά γιά νά μέ δούνε οί δικοί μου ξαφνικά "Ελληνα πρόσκοπο. Όταν τήν πρωτόβαλα ήμουνα έγώ όλόκληρη ή 'Ελλάδα.
Στήν «Εύσέβεια» ό άρχηγός μας, τής 4ης όμάδος, κ.Παπαδημητρίου μάς έδωσε όδηγίες. Τό πρωί νά είμεθα δλοι στό «Κάς» έμπρός στή Λέσχη τών Κυνηγών.
Θά χρησιμοποιηθοϋμε σάν όδηγοί τοΰ Έλληνικοΰ Στρατού. Τώρα κλαίω καί λυπάμαι γιά τή χαμένη μου Σμύρνη, άλλά τότε κρυφοδάκρυζα, άπό χαρά καί υπερηφάνεια. Όπως είμεθα, τρέξαμε στή Μητρόπολη, οϋτε καρφίτσα δέ χωρούσε στόν αύλόγυρο τής 'Αγίας Φωτεινής. Όλος αύτός ό κόσμος, έκλαιγε, γελοΰσε, ζητωκραύγαζε καί ζητοΰσε νά δει τόν Μητροπολίτη της, τόν Χρυσόστομο.
Καί ότι πού σέ λίγο βγαίνει στό μπαλκόνι τής Μητροπόλεως ό Σμύρνης Χρυσόστομος, έχοντας δίπλα του τόν Κυβερνήτη τοΰ «Λέοντος» κ. Ήλ. Μαυρουδή, τόν «Καθάση» μέ φουστανέλλα καί πολλούς δημογέροντες καί προκρίτους τής Σμύρνης. Στό χέρι του κρατούσε ένα χαρτί τό κουνούσε καί τό 'δείχνε στόν κόσμο. Πέρασαν πάρα πολλά λεπτά γιά νά μπορέσει νά μιλήσει.«Νΰν άπολύεις τόν δοΰλον σου, Δέσποτα... ότι είδον οι οφθαλμοί μου".
Σταμάτησε, δε μπόρεσε να συνεχίσει... Ο κόσμος βουβός έκλαιγε. Τό χαρτί ήταν ένα τηλεγράφημα τοΰ πρωθυπουργού Βενιζέλου. Μέ προσπάθεια μεγάλη καί μέ δάκρυα άρχισε νά διαβάζει.
«Τό πλήρωμα του χρόνου ήλθεν ό Θεός μάς λυπήθηκε Χριστιανοί. Στήτε καλώς»Καί συνέχισε μέ λυγμούς:
«. . . Αΰριον τήν πρωΐαν 2 Μαΐου ό Ελληνικός Στρατός ύπό τόν συνταγματάρχην Ζαφειρίου θά καταλάβει τήν Σμύρνην...».
Ό κόσμος όλος έκλαιγε, έκαναν τό σταυρό τους, πέρασε πολλή ώρα γιά νά συνέλθουν. 'Ύστερα άρχισαν νά τρέχουν πρός όλους τούς μαχαλάδες καί τά χωριά, έτσι άκριβώς όπως τρέχουν μετά τήν 'Ανάσταση γιά νά μεταφέρουν τό άγιο φώς...
Γιά πότε τό 'μαθαν τά 15 έλληνοχώρια γύρω άπό τή Σμύρνη καί κατέφθασαν μέ τά βαποράκια; 'Από τό Κορδελιό, τοΰ Παπά τή Σκάλα, τά Πετρωτά, τήν 'Αγία Τριάδα, τό Μπαϊρακλί, άπό τήν Καραντίνα, τό Καρατάσι, τό Κοκάρ - Γιαλί καί τό Γκιός - Τεπέ. Μέ τά τραμβάλια καί τά τοπικά τραίνα, άπό τό Βουντζά, τό Βουρνά τοΰ Παραδείσου, τό Σιθδίκιοϊ, τόν Κουκλουντζά καί τό Καζαμίρ. Άπό τόν έπάνω Μαχαλά τόν Άγιο Γιάννη, άπό τόν Άγιο Βούτελα.
Άλλά τά βαποράκια, τά τοπικά τραίνα, πώς μποροΰσαν νά χωρέσουν όλον αύτό τόν κόσμο. Ούτε μποροΰσαν νά περιμένουν, τούς έφαίνετο ότι τά τραίνα πήγαιναν άργά, γι' αύτό κατέβαιναν στή Σμύρνη μέ τά πόδια, τρέχοντας όλη τή νύχτα. Όλων τά μάτια ήταν στραμμένα στό πέλαγος. Περίμεναν πεντακόσια χρόνια καί δέ μποροΰν νά περιμένουν νά ξημερώσει... Μαζί μέ τόν κόσμο κι έμεΐς, τρέξαμε όλοι στήν παραλία καί περιμέναμε νά περάσει ή νύχτα, κανείς δέν κοιμήθηκε έκεΐνο τό βράδι.
Όλος ό κόσμος φωνάζει: Μά πότε θά 'ρθουν. Αβάσταχτη αύτή ή μεγαλύτερη νύχτα τής προσμονής. Τά παράθυρα, τά μπαλκόνια, τά καμπαναριά, τά δέντρα, άκόμα καί τά φανάρια, ήταν γεμάτα άνθρώπους. Όλες οί βάρκες γεμάτες κόσμο πάνε νά προϋπαντήσουν τό στόλο. Οί καμπάνες καί οί καρδιές μας κοντεύουν νά σπάσουν.
Όταν έφυγε ή πρωινή άχνα φάνηκε στό βάθος ό θρυλικός Αβέρωφ, άκολουθοΰσε τό «Πατρίς» μέ τό 34ο Εύζωνικό Σύνταγμα.
ΕΡΧΟΝΤΑΙ άκούστηκε μιά μυριόστομη φωνή... Τό κλάμα δέν τούς άφηνε νά δοΰνε καθαρά... Πρώτος τών πρώτων ό Χρυσόστομος μέ τά χρυσοποίκιλτα άμφιά του, όρθιος πάνω στήν «Καρότσα» μέ τό Σταυρό στό χέρι εύλογοΰσε τά έλληνικά όπλα. 'Ύστερα κατέβηκε γονάτισε καί ευχαρίστησε τόν Θεό. Αύτή είναι ή ευτυχέστερη ήμέρα τής ζωής του. Δέν είναι ούτε πέντε μήνες πού είχε έπιστρέψει ό Χρυσόστομος στή Σμύρνη, ύστερα άπό τετραετή έξορία. Θυμάμαι τότε είχαμε πάει όλα τά Σχολεία στό Σταθμό τοΰ Χανέ γιά νά πάρουμε μέρος στήν άποθεωτική ύποδοχή, πού τοΰ έπιφύλαξαν οί Σμυρναίοι κατά τήν έπάνοδό του άπό τήν έξορία. Καί δέν ήταν παρά λίγες μέρες πού ό πατέρας μου μέ πήρε άπό τό χέρι καί μέ πήγε γιά Πάσχα στήν «Αγία Φωτεινή», γιά νά δώ τό Δεσπότη μας άπό κοντά. Τόν βλέπω έμπρός στήν ώραία Πύλη, μέ δέος καί θαυμασμό, όλόχρυσα ντυμένο, μέ τά κηροπήγια στά χέρια τόν άκούω νά ψέλνει: «Κύριε, Κύριε, έπίβλεψον έξ ουρανού καί ϊδε . . .».
Ο κόσμος άρχισε νά φωνάζει: Μά γιατί άργούν;
Χιλιάδες μάτια δακρυσμένα βλέπουν τά πλοία νά πλησιάζουν. Καθαρά φαίνονται οί τσολιάδες. Νά καί ή πολεμική έλληνική σημαία, όλος ό κόσμος μαζί μέ τόν Χρυσόστομο ψέλνουν: «Τή Ύπερμάχω Στρατηγώ τά νικητήρια». Τί συγκινητική στιγμή, χιλιάδες μάτια δακρυσμένα βλέπουν γιά πρώτη φορά εύζώνους καί τήν ένδοξη πολεμική Ελληνική σημαία.
Όταν έπλεύρισε τό «Πατρίς» οί τσολιάδες δέν έβρισκαν πού νά πατήσουν.
Ή ιωνική γή ήταν στρωμένη μέ χαλιά, μύρτα, δάφνες, μαργαρίτες, μυρτιές κι ένα κόσμο γεμάτο άγάπη. Οί Σμυρνιωτοπούλες άγκάλιαζαν καί φιλούσαν τούς ήλιοκαμένους ελευθερωτές, προσφέροντάς τους τριαντάφυλλα, γλυκά, ποτά, αγάπη. Τά παιδιά τούς έραιναν μέ ροδοπέταλα.
Οί 'Ελληνες στρατιώτες τά είχαν χάσει, άντίκρυζαν έναν ένθουσιώδη, γεμάτο Ελληνισμό καί μιά ώραία πόλη, μεγαλύτερη άπό τήν Αθήνα, μέ ωραία κτίρια, θέατρα, κινηματογράφους, σχολεία, σάν τήν Εύαγγελική Σχολή, Εκκλησίες, Νοσοκομεία, ιδρύματα, ένα ώραϊο κτίριο - τό Κεντρικό Παρθεναγωγείο -, Αθλητικούς Συλλόγους, σάν τόν Πανιώνιο, τόν Απόλλωνα, τόν Πέλοπα, έλληνικές έφημερίδες, έναν ιππόδρομο καί τόσα άλλα.
Καί νά, κατεβαίνουν οί πρώτοι "Ελληνες άξιωματικοί.
«Κατ' έντολήν τής Κυβερνήσεως προβαίνω είς τήν Στρατιωτικήν Κατάληψιν τής Σμύρνης», γράφει στήν προκήρυξη έκείνης τής ήμέρας, 2 Μαΐου 1919, ό Μέραρχος Συνταγματάρχης Νικόλαος Ζαφειρίου.
Αύτή ήταν ή Εορτή τών Εορτών, όλος ό κόσμος κλαίει άπό άβάσταχτη χαρά.
Σέ μιά νύχτα γίναμε άπό Σκλάβοι Ελεύθεροι, από Ραγιάδες - Έλληνες, Χριστιανοί.
Σαν σήμερα . . Η Aπόβαση στη Σμύρνη 2 Μαίου 1919
(πηγή : απο το Βιβλίο "Η Σμύρνη" του Μανόλη Μεγαλοκονόμου)
Εκείνο το πρωί στην Σμύρνη, την "Γκιαούρ Ισμίρ" που έλεγαν μαθηταί φίλοι, πρόσκοποι, Άγιοδημητριώτες καί Ταμπαχανιώτες φύγαμε χαράματα γιά τόν Κουκλουντζά, ένα μυροβόλο χωριό τής άξέχαστης πολιτείας.
Από τήν συντροφιά έκείνη θυμάμαι τόν βα-θμοΰχο πρόσκοπο, Νεοσμυρνιώτη Γιώργιο Τσακίρη, τόν Γιάννη Άρώνη, τόν 'Αλέξανδρο Καλογερόπουλο, τόν Γιάννη Σελλά, τόν Πανά καί τόν 'Απόστολο Μαρόλο, άλλους πού δέν τούς θυμάμαι ή δέν ύπάρχουν πλέον. Μαθηταί όλοι του Σχολείου τής Σταυριάνθης 'Αναστασιάδη. Ήταν μιά λαμπρή, όλόφωτη μέρα, μ' έκεϊνο τό φώς πού μόνο ή αιγαιοπελαγίτικη παραλία τής Μικράς 'Ασίας μπορεί νά δίνει σέ τέτοια έξαρση. Ένα θάμβος, μία γλυκεία θαλπωρή, μία μέρα μακάριας γαλήνης.
Ήταν σάν δέκα άνοιξες μαζί. Ό άέρας μοσχοβολούσε άπό τά λουλούδια τών γύρω περιβολιών.
Θά 'λεγε κανείς πώς ή φύση χάριζε τήν πιό όμορφη πρωτομαγιά στή Σμύρνη, καί στούς "Ελληνες, γιά νά έορτάσουν, υστέρα άπό τόσους αίώνες σκλαβιάς τήν πιό μεγάλη ήμέρα τής 'Ιστορίας των. Μέ τραγούδια γεμάτα Ελλάδα, καί αβάσταχτο πόνο άπό τή σκλαβιά τραγουδούσαμε: «Εσείς τόν Τούρκον σφάζετε,/ τόν τύραννον σπαράζετε,/ νά ζήσει τό σπαθί μου/ ν' άναστηθεΐ ή Πατρίς μου».
Μέ χαρές καί φαγοπότια περάσαμε τήν ήμέρα καί τό άπόγευμα φορτωμένοι μέ στεφάνια καί τραγουδώντας τό: «Σμύρνη Πατρίδα μου γλυκιά,/ χαριτωμένη χώρα,/ γιά νά σέ βγάλω άπό τό νοΰ/ ποτέ δέν θά 'ρθει ώρα» καί μέ προσκοπικά έμθατήρια καί βήμα γυρνούσαμε στή Σμύρνη. 'Αλλά τί Σμύρνη ήτανε αύτή, άνάστατη, χαρούμενη, πλημμυρισμένη, θά 'λεγα, σέ μία κυανόλευκη σημαία.
Οί καμπάνες τών έκκλησιών χτυπούσαν χαρμόσυνα. Κι έμεϊς πιά δέν περπατούσαμε, τρέχαμε, πετούσαμε.
Όταν φτάσαμε στούς πρώτους μαχαλάδες καί στά σοκάκια τής Σμύρνης, βλέπομε έναν κόσμο έξαλλο, άνάστατο, νά τρέχει πέρα - δώθε, τίς γριές μέ τά θυμιατήρια στίς εξώπορτες νά θυμιατίζουν καί νά σταυροκοπιούνται. 'Ολοι νά κλαίνε καί νά δυσκολεύονται νά μάς άπαντήσουν τί συμβαίνει.Οί άνθρωποι άπό τούς μαχαλάδες τοΰ 'Αγίου Τρύφωνα, άπό τά Τράσιες, τή Μπέλλα -Βίστα, τό Παραλλέλι, τίς Μεγάλες Ταβέρνες καί τό Φραγκομαχαλά τρέχανε στή Μητρόπολη, πού ήταν ή καρδία, ό παλμός καί ή ψυχή τής Σμύρνης. Μέ κομμένη τήν άναπνοή μας φθάσαμε στό σπίτι.
Μιά λέξη μπόρεσαν νά πουν: ΕΡΧΟΝΤΑΙ. Άπό τή συγκίνηση δέν μπορούν νά μάς μιλήσουν. Ό Ελληνικός Στρατός, ό Στόλος, «ό Αβέρωφ», «ό Λέων», «ή Λήμνος», έρχονται νά μάς έλευθερώσουν. Καί έσάς, μάς λένε, σάς ζήτησαν νά πάτε άμέσως στήν «Ευσέβεια». (Μέσα εκεί ήταν τό κρυφό κέντρο τών προσκόπων). Νά φορέσετε φανερά, έλεύθερα τήν προσκοπική σας στολή.
Αύτή τήν προσκοπική «Στολή» κρυφά τήν φορούσαμε, άλλά πόσο τήν τιμούσαμε. Τήν είχαμε φέρει άπό τήν Ελλάδα. Έως τώρα θυμάμαι τί μάς στοίχισε: 35 δραχμές ή 7 μπαλκανότες. Μεταλίκι - μεταλίκι τά μάζευα γιά νά τά κάνω μελλίτι καί ύστερα «μπαλκανότα» γιά νά πάρω τίς 35 δραχμές. "Ηθελα νά τήν πάρω κρυφά καί μέ δικά μου λεπτά γιά νά μέ δούνε οί δικοί μου ξαφνικά "Ελληνα πρόσκοπο. Όταν τήν πρωτόβαλα ήμουνα έγώ όλόκληρη ή 'Ελλάδα.
Στήν «Εύσέβεια» ό άρχηγός μας, τής 4ης όμάδος, κ.Παπαδημητρίου μάς έδωσε όδηγίες. Τό πρωί νά είμεθα δλοι στό «Κάς» έμπρός στή Λέσχη τών Κυνηγών.
Θά χρησιμοποιηθοϋμε σάν όδηγοί τοΰ Έλληνικοΰ Στρατού. Τώρα κλαίω καί λυπάμαι γιά τή χαμένη μου Σμύρνη, άλλά τότε κρυφοδάκρυζα, άπό χαρά καί υπερηφάνεια. Όπως είμεθα, τρέξαμε στή Μητρόπολη, οϋτε καρφίτσα δέ χωρούσε στόν αύλόγυρο τής 'Αγίας Φωτεινής. Όλος αύτός ό κόσμος, έκλαιγε, γελοΰσε, ζητωκραύγαζε καί ζητοΰσε νά δει τόν Μητροπολίτη της, τόν Χρυσόστομο.
Καί ότι πού σέ λίγο βγαίνει στό μπαλκόνι τής Μητροπόλεως ό Σμύρνης Χρυσόστομος, έχοντας δίπλα του τόν Κυβερνήτη τοΰ «Λέοντος» κ. Ήλ. Μαυρουδή, τόν «Καθάση» μέ φουστανέλλα καί πολλούς δημογέροντες καί προκρίτους τής Σμύρνης. Στό χέρι του κρατούσε ένα χαρτί τό κουνούσε καί τό 'δείχνε στόν κόσμο. Πέρασαν πάρα πολλά λεπτά γιά νά μπορέσει νά μιλήσει.«Νΰν άπολύεις τόν δοΰλον σου, Δέσποτα... ότι είδον οι οφθαλμοί μου".
Σταμάτησε, δε μπόρεσε να συνεχίσει... Ο κόσμος βουβός έκλαιγε. Τό χαρτί ήταν ένα τηλεγράφημα τοΰ πρωθυπουργού Βενιζέλου. Μέ προσπάθεια μεγάλη καί μέ δάκρυα άρχισε νά διαβάζει.
«Τό πλήρωμα του χρόνου ήλθεν ό Θεός μάς λυπήθηκε Χριστιανοί. Στήτε καλώς»Καί συνέχισε μέ λυγμούς:
«. . . Αΰριον τήν πρωΐαν 2 Μαΐου ό Ελληνικός Στρατός ύπό τόν συνταγματάρχην Ζαφειρίου θά καταλάβει τήν Σμύρνην...».
Ό κόσμος όλος έκλαιγε, έκαναν τό σταυρό τους, πέρασε πολλή ώρα γιά νά συνέλθουν. 'Ύστερα άρχισαν νά τρέχουν πρός όλους τούς μαχαλάδες καί τά χωριά, έτσι άκριβώς όπως τρέχουν μετά τήν 'Ανάσταση γιά νά μεταφέρουν τό άγιο φώς...
Γιά πότε τό 'μαθαν τά 15 έλληνοχώρια γύρω άπό τή Σμύρνη καί κατέφθασαν μέ τά βαποράκια; 'Από τό Κορδελιό, τοΰ Παπά τή Σκάλα, τά Πετρωτά, τήν 'Αγία Τριάδα, τό Μπαϊρακλί, άπό τήν Καραντίνα, τό Καρατάσι, τό Κοκάρ - Γιαλί καί τό Γκιός - Τεπέ. Μέ τά τραμβάλια καί τά τοπικά τραίνα, άπό τό Βουντζά, τό Βουρνά τοΰ Παραδείσου, τό Σιθδίκιοϊ, τόν Κουκλουντζά καί τό Καζαμίρ. Άπό τόν έπάνω Μαχαλά τόν Άγιο Γιάννη, άπό τόν Άγιο Βούτελα.
Άλλά τά βαποράκια, τά τοπικά τραίνα, πώς μποροΰσαν νά χωρέσουν όλον αύτό τόν κόσμο. Ούτε μποροΰσαν νά περιμένουν, τούς έφαίνετο ότι τά τραίνα πήγαιναν άργά, γι' αύτό κατέβαιναν στή Σμύρνη μέ τά πόδια, τρέχοντας όλη τή νύχτα. Όλων τά μάτια ήταν στραμμένα στό πέλαγος. Περίμεναν πεντακόσια χρόνια καί δέ μποροΰν νά περιμένουν νά ξημερώσει... Μαζί μέ τόν κόσμο κι έμεΐς, τρέξαμε όλοι στήν παραλία καί περιμέναμε νά περάσει ή νύχτα, κανείς δέν κοιμήθηκε έκεΐνο τό βράδι.
Όλος ό κόσμος φωνάζει: Μά πότε θά 'ρθουν. Αβάσταχτη αύτή ή μεγαλύτερη νύχτα τής προσμονής. Τά παράθυρα, τά μπαλκόνια, τά καμπαναριά, τά δέντρα, άκόμα καί τά φανάρια, ήταν γεμάτα άνθρώπους. Όλες οί βάρκες γεμάτες κόσμο πάνε νά προϋπαντήσουν τό στόλο. Οί καμπάνες καί οί καρδιές μας κοντεύουν νά σπάσουν.
Όταν έφυγε ή πρωινή άχνα φάνηκε στό βάθος ό θρυλικός Αβέρωφ, άκολουθοΰσε τό «Πατρίς» μέ τό 34ο Εύζωνικό Σύνταγμα.
ΕΡΧΟΝΤΑΙ άκούστηκε μιά μυριόστομη φωνή... Τό κλάμα δέν τούς άφηνε νά δοΰνε καθαρά... Πρώτος τών πρώτων ό Χρυσόστομος μέ τά χρυσοποίκιλτα άμφιά του, όρθιος πάνω στήν «Καρότσα» μέ τό Σταυρό στό χέρι εύλογοΰσε τά έλληνικά όπλα. 'Ύστερα κατέβηκε γονάτισε καί ευχαρίστησε τόν Θεό. Αύτή είναι ή ευτυχέστερη ήμέρα τής ζωής του. Δέν είναι ούτε πέντε μήνες πού είχε έπιστρέψει ό Χρυσόστομος στή Σμύρνη, ύστερα άπό τετραετή έξορία. Θυμάμαι τότε είχαμε πάει όλα τά Σχολεία στό Σταθμό τοΰ Χανέ γιά νά πάρουμε μέρος στήν άποθεωτική ύποδοχή, πού τοΰ έπιφύλαξαν οί Σμυρναίοι κατά τήν έπάνοδό του άπό τήν έξορία. Καί δέν ήταν παρά λίγες μέρες πού ό πατέρας μου μέ πήρε άπό τό χέρι καί μέ πήγε γιά Πάσχα στήν «Αγία Φωτεινή», γιά νά δώ τό Δεσπότη μας άπό κοντά. Τόν βλέπω έμπρός στήν ώραία Πύλη, μέ δέος καί θαυμασμό, όλόχρυσα ντυμένο, μέ τά κηροπήγια στά χέρια τόν άκούω νά ψέλνει: «Κύριε, Κύριε, έπίβλεψον έξ ουρανού καί ϊδε . . .».
Ο κόσμος άρχισε νά φωνάζει: Μά γιατί άργούν;
Χιλιάδες μάτια δακρυσμένα βλέπουν τά πλοία νά πλησιάζουν. Καθαρά φαίνονται οί τσολιάδες. Νά καί ή πολεμική έλληνική σημαία, όλος ό κόσμος μαζί μέ τόν Χρυσόστομο ψέλνουν: «Τή Ύπερμάχω Στρατηγώ τά νικητήρια». Τί συγκινητική στιγμή, χιλιάδες μάτια δακρυσμένα βλέπουν γιά πρώτη φορά εύζώνους καί τήν ένδοξη πολεμική Ελληνική σημαία.
Όταν έπλεύρισε τό «Πατρίς» οί τσολιάδες δέν έβρισκαν πού νά πατήσουν.
Ή ιωνική γή ήταν στρωμένη μέ χαλιά, μύρτα, δάφνες, μαργαρίτες, μυρτιές κι ένα κόσμο γεμάτο άγάπη. Οί Σμυρνιωτοπούλες άγκάλιαζαν καί φιλούσαν τούς ήλιοκαμένους ελευθερωτές, προσφέροντάς τους τριαντάφυλλα, γλυκά, ποτά, αγάπη. Τά παιδιά τούς έραιναν μέ ροδοπέταλα.
Οί 'Ελληνες στρατιώτες τά είχαν χάσει, άντίκρυζαν έναν ένθουσιώδη, γεμάτο Ελληνισμό καί μιά ώραία πόλη, μεγαλύτερη άπό τήν Αθήνα, μέ ωραία κτίρια, θέατρα, κινηματογράφους, σχολεία, σάν τήν Εύαγγελική Σχολή, Εκκλησίες, Νοσοκομεία, ιδρύματα, ένα ώραϊο κτίριο - τό Κεντρικό Παρθεναγωγείο -, Αθλητικούς Συλλόγους, σάν τόν Πανιώνιο, τόν Απόλλωνα, τόν Πέλοπα, έλληνικές έφημερίδες, έναν ιππόδρομο καί τόσα άλλα.
Καί νά, κατεβαίνουν οί πρώτοι "Ελληνες άξιωματικοί.
«Κατ' έντολήν τής Κυβερνήσεως προβαίνω είς τήν Στρατιωτικήν Κατάληψιν τής Σμύρνης», γράφει στήν προκήρυξη έκείνης τής ήμέρας, 2 Μαΐου 1919, ό Μέραρχος Συνταγματάρχης Νικόλαος Ζαφειρίου.
Αύτή ήταν ή Εορτή τών Εορτών, όλος ό κόσμος κλαίει άπό άβάσταχτη χαρά.
Σέ μιά νύχτα γίναμε άπό Σκλάβοι Ελεύθεροι, από Ραγιάδες - Έλληνες, Χριστιανοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου