-Τραγικός απολογισμός τα 36 θύματα, ανάμεσά τους μικρά παιδιά, που εγκλωβίστηκαν στις φλόγες και τα χιλιόμετρα καμμένης γης.
Στα 77 της χρόνια, η Σοφία Νικολοπούλου θέλησε να φτιάξει κόλλυβα για το μνημόσυνο του πατέρα της. Άναψε το “πετρογκάζ” στο δωματιάκι που χρησιμοποιούσε ως κουζινάκι και αποθήκη, έβαλε πάνω το σιτάρι και το άφησε να βράζει. Βγήκε έξω από το μικρό κτίσμα και πήγε στο κυρίως σπίτι για να φάει μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά της μεσημεριανό. Το ημερολόγιο έδειχνε 24 Αυγούστου 2007 και μέχρι εκείνη την ώρα κανείς δεν φαντάστηκε πως μέσα σε μία ώρα, ο Νομός Ηλείας θα μετατρεπόταν σε μια πύρινη κόλαση που θα κατέκαιγε δάση και σπίτια, στέλνοντας στο θάνατο 36 ανθρώπους, ανάμεσά τους ανήλικα παιδιά.
Δέκα χρόνια μετά την τραγική πυρκαγιά, τίποτα δεν έχει ξεχαστεί: Οι εικόνες από τα απανθρακωμένα οχήματα στην άκρη επαρχιακών δρόμων, οι φλόγες που για χιλιόμετρα υψώνονταν μέτρα πάνω από τα πεύκα, τα μνήματα των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους. Και μαζί με αυτά δεν θα ξεχαστούν ούτε οι δεκάδες παραλείψεις που είχαν σαν αποτέλεσμα αυτόν τον τραγικό απολογισμό.
Για όσους κάποτε αναρωτήθηκαν πώς μπορεί να έλαβε χώρα μία τόσο αποτρόπαια πράξη, με ποιόν τρόπο συνέβη ένα τόσο μεγάλο κακό, η ελληνική Δικαιοσύνη έχει δώσει ήδη την απάντησή της, βάζοντας στο στόχαστρό της όσους με παραλείψεις τους συνέβαλαν στον εγκλωβισμό δεκάδων ανθρώπων στην πύρινη λαίλαπα, αλλά και στην έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών, στην ανυπαρξία οποιουδήποτε σχεδίου ετοιμότητας ή αντιμετώπισης της πυρκαγιάς.
Όπως άλλωστε, αναφέρει χαρακτηριστικά η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών “χωρίς κανένα σχέδιο αντιμετώπισης του κινδύνου και της σωτηρίας των πολιτών, χωρίς καμία ενημέρωση του πληθυσμού και κυρίως χωρίς κανένα συντονισμό των τότε Νομάρχη Ηλείας, Χαράλαμπου Καφύρα, και Δημάρχου Ζαχάρως, Πανταζή Χρονόπουλου, άρχισε αυτοβούλως η εγκατάλειψη οικισμών από διάφορες εξόδους τους και η κάθοδος προς την παραλία της Ζαχάρως. Οι περισσότεροι κάτοικοι διάλεξαν από τύχη την ασφαλή διαδρομή. Κάποιοι όμως, ακολούθησαν άλλη, η οποία ήταν και η συντομότερη, χωρίς ωστόσο να έχουν ενημερωθεί ότ η φωτιά επεκτεινόταν ταυτόχρονα προς εκείνη την κατεύθυνση, καθιστώντας τη διαδρομή λίαν επικίνδυνη για τη ζωή τους”.
Τέσσερις άνθρωποι καταδικάστηκαν αμετάκλητα για την πύρινη κόλαση της Ζαχάρως, που βύθισε στο πένθος το Νομό Ηλείας και όχι μόνο. Αν και κανείς τους δεν οδηγήθηκε στη φυλακή, καθώς οι πράξεις που τους βάραιναν ήταν πλημμεληματικού χαρακτήρα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 40 ετών (εκτιτέα τα 10 χρόνια), εξαγοράσιμη προς 40.000 ευρώ, τους: κάτοικο Παλαιοχωρίου Σοφία Νικολοπούλου, πρώην Νομάρχης Ηλείας Χαράλαμπο Καφύρα, τότε δήμαρχο Ζαχάρως Πανταζή Χρονόπουλο και πυροφύλακα Μίνθης Παναγιώτη Τσούρα. Κατά περίσταση, τα αδικήματα που τους αποδόθηκαν, ήταν: ανθρωποκτονία εξ αμελείας κατά συρροή, εμπρησμός δάσους από αμέλεια και εμπρησμός πραγμάτων εξ αμελείας.
Αντίθετα, αθώος κρίθηκε ο τότε Προϊστάμενος στο Πυροσβεστικό Κλιμάκιο Κρεστένων, υποπυραγός Νικόλαος Μιχαλόπουλος, ο οποίος πρωτοδίκως είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης 5 ετών. Σύμφωνα με τους δικαστικούς λειτουργούς, δεν στοιχειοθετείτο το αδίκημα της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας των τριών εποχικών πυροσβεστών, που έχασαν τη ζωή τους στην πυρκαγιά, καθώς “δεν υπήρχε λάθος από την πλευρά του” μιας και δεν είχε γνώση “των περιστατικών που θεμελίωναν την ανάγκη - υποχρέωση επεμβάσεως του με το συγκεκριμένο τρόπο που όφειλε να ενεργήσει”.
Αντ. Φούσσας: “Χρηματικές αποζημιώσεις για τις παραλείψεις των αρμοδίων”
Την ετυμηγορία επικύρωσε ο Άρειος Πάγος, απορρίπτοντας με την υπ’ αριθμ. 940/2015 απόφασή του τις αιτήσεις αναίρεσης των Καφύρα και Χρονόπουλου ως αβάσιμες. Πλέον, με το ποινικό σκέλος να έχει ολοκληρωθεί, αναμένεται η ολοκλήρωση της διαδικασίας από τη Διοικητική Δικαιοσύνη. Οι δεκάδες συγγενείς των 36 θυμάτων έχουν εδώ και χρόνια καταθέσει σχετικές αγωγές. Για άλλους έχουν ήδη επιδικαστεί σημαντικά πόσα σε δεύτερο βαθμό, ενώ υπάρχουν και υποθέσεις που ακόμη δεν έχουν συζητηθεί ούτε πρωτοδίκως.
“Ο αγώνας των οικογενειών των τραγικών θυμάτων της πολυφονικής πυρκαγιάς στην Ηλείας τον Αύγουστο του 2007 δικαιώθηκε. Πρώτα ποινικά, καθ’ όσον υπήρξαν καταδικαστικές αποφάσεις με πολυετείς φυλακίσεις για τους αρμοδίους και υπευθύνους, οι οποίες επικυρώθηκαν από τον Άρειο Πάγο. Τώρα, δικαιώνονται και αστικά, καθ’ όσον η Διοικητική Δικαιοσύνη υποχρεώνει το ελληνικό Δημόσιο, την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος και το Δήμο Ζαχάρως για τις σοβαρές παραλείψεις των οργάνων τους να καταβάλουν στους συγγενείς των θυμάτων χρηματικές αποζημιώσεις” δηλώνει στο ΝΕWS 24/7 ο πληρεξούσιος δικηγόρος των οικογενειών των θυμάτων από το 2007 έως και σήμερα, Αντώνης Φούσσας, προσθέτοντας ότι οι επίμαχες αποφάσεις έχουν ιδιαίτερη σημασία. “Θέλω να πιστεύω ότι στο μέλλον δεν θα εμφανιστούν παρόμοιες σοβαρές παραλείψεις και δεν θα έχουμε άλλα τραγικά θύματα” καταλήγει.
26 θύματα χωρίς ελπίδα και σωτηρία
Ήταν πολλά τα σημεία στο Δήμο Ζαχάρως, όπου έχασαν τη ζωή τους τα 36 θύματα αυτής της τραγικής υπόθεσης. Ωστόσο, ο επαρχιακός δρόμος Μακίστου - Αρτέμιδας ήταν το μέρος όπου βρέθηκαν απανθρακωμένοι ή με καθολικά εγκαύματα 24 άνθρωποι, ανάμεσά τους τρεις εποχικοί πυροσβέστες, η Αθανασία Παρασκευοπούλου, με την πεθερά της και τα τέσσερα ανήλικα παιδιά της, αλλά και η γειτόνισσά της, Ιωάννα Αλεξανδροπούλου, με τα δύο εγγόνια της.
Συνολικά δέκα οχήματα βρέθηκαν εγκλωβισμένα, περικυκλωμένα από τη φωτιά, στη μέση του επαρχιακού δρόμου, τοποθεσία που το δικαστήριο χαρακτήρισε σημείο “χωρίς ελπίδα και σωτηρία”. Ένα από αυτά ήταν και το όχημα του Πανταζή Χρονόπουλου, ο οποίος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το όχημα του όταν έπιασε φωτιά, με αποτέλεσμα ο δήμαρχος Ζαχάρως να επιστρέψει πίσω με τα πόδια.
Τότε, ήταν που ξεκίνησε ο πανικός και ο φόβος. “Μέχρι να προλάβουν οι άλλοι οδηγοί, ορισμένοι εκ των οποίων είχε εξέλθει των οχημάτων τους, να αξιολογήσουν την κατάσταση, ακούστηκε μεγάλη βοή και εκρήξεις, πυκνός μαύρος καπνός που απέκλειε την ορατότητα και δυσχέραινε την αναπνευστική λειτουργία, κάλυψε την ατμόσφαιρα και φλόγες μεγάλου ύψους και θερμικής ακτινοβολίας και καιγόμενα σωματίδια που επιδρούσαν στις μεταλλικές επιφάνειες και προκαλούσαν εγκαύματα ακόμη και χωρίς επαφή, έφθασαν στο μέρος τους από τη Μάκιστο. Όπως ήταν φυσικό, επικράτησε φόβος, σύγχυση και πανικός. Οι οδηγοί που παρέμειναν στα αυτοκίνητα άρχισαν να χτυπούν τις κόρνες για να προχωρήσουν αυτοί που προπορεύονταν, αλλά στο ρεύμα κυκλοφορίας υπήρχε σε απόσταση περίπου 10 μέτρων το μέτωπο φωτιάς που ήλθε από τη χαράδρα ενώ στην αντίθετη πλευρά υπήρχε το πυροσβεστικό και μπροστά από αυτό το μέτωπο φωτιάς από τη Μάκιστο, που τους εγκλώβισαν” καταγράφουν οι δικαστικοί λειτουργοί.
Σύμφωνα με την απόφαση, η μόνη δυνατότητα διαφυγής τους ήταν να περάσουν μέσα από τα μέτωπα της φωτιάς προς τις καμένες εκτάσεις, “επιλογή πολύ αβέβαιη και επικίνδυνη και απόλυτα εξαρτημένη από το ύψος των φλογών και το βάθος του μετώπου”. Δύο οχήματα έφυγαν και οι επιβάτες τους κατόρθωσαν να σωθούν.
Οι υπόλοιποι όμως οδηγοί παρέμειναν στο σημείο, νιώθοντας προφανώς πως δεν είχαν διαφυγή, περικυκλωμένοι από την πύρινη λαίλαπα που κατάκαιγε την περιοχή. Στην αρχή παρέμεναν με τις οικογένειές τους, κοντά στα οχήματά τους καλώντας τους πυροσβέστες να ρίξουν νερό, αλλά όταν είδαν τη φωτιά να εξαπλώνεται, χωρίς οι τελευταίοι να μπορούν να αντιδράσουν, εγκατέλειψαν τα οχήματα τους “αυθόρμητα και χωρίς καμία γνώση, καθοδήγηση και προφύλαξη” και έφυγαν με τα πόδια. Εικοσιέξι άνθρωποι που βρέθηκαν σε απόσταση κάποιων μέτρων σε πλήρη απανθράκωση, με καθολικά εγκαύματα ή υπέστησαν ασφυξία.
Δυστυχώς, ούτε οι τρεις εποχικοί πυροσβέστες μπόρεσαν να σωθούν. Οι δικαστές κάνουν λόγο για απειρία, εξαιτίας της οποίας “παρά την αυτοθυσία που επέδειξαν στις κρίσιμες αυτές στιγμές, δεν κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν την πυρκαγιά”. Μάλιστα, υπογραμμίζεται ότι αν και είχαν μαζί τους τα κινητά τους τηλέφωνα τα οποία ήταν σε λειτουργία, αφού πήραν οικείους τους, δεν σκέφτηκαν να καλέσουν τους προϊσταμένους τους για να λάβουν οδηγίες, αλλά και για να σταλούν πυροσβεστικές δυνάμεις για τον απεγκλωβισμό τους. Ο Ιω. Δρακόπουλος βρέθηκε σε απόσταση 25 μέτρων από το πυροσβεστικό όχημα, οι Αθ. Νιάρχος και Ανδρ. Τζούμας σε απόσταση 40 και 800 μέτρων, “διότι, προφανώς έντρομοι από την ταχύτατη επέλαση της φωτιάς, προσπάθησαν να διαφύγουν για να σωθούν όπως μπορούσαν”.
Δύο μόνο, ο Σπίρο Κουόζια και ο Αντώνης Κρέσπης κατάφεραν εκείνη τη στιγμή να σωθούν. Έτρεξαν 700 μέτρα μέσα σε ένα οργωμένο χωράφι και χώθηκαν στο χώμα που έσκαψαν με τα χέρια τους για προστασία. Βέβαια, δεν κατάφεραν να αποφύγουν τα σοβαρά εγκαύματα που τους προκάλεσαν οι φλόγες, οι καύτρες και η θερμική ακτινοβολία. Ο πρώτος κατάφερε να επιζήσει, αλλά ο δεύτερος υπέκυψε στα τραύματά του, ύστερα από ένα μήνα νοσηλείας.
Η επιπολαιότητα
Η ιστορία που εξελίσσεται μέσα από τις 200 σελίδες του δικαστικού σκεπτικού δείχνει την απόλυτη ασυνεννοησία και κυρίως την βέβαια έλλειψη προετοιμασίας που είχαν οι αρμόδιοι φορείς. Δείχνει όμως και πως μία απλή απροσεξία στην καθημερινότητα της νοικοκυράς, μπορεί να προκαλέσει τον όλεθρο.
Η αρχή του “κακού”, όπως αναφέρεται και στην απόφαση, συνέβη περίπου στις 14:00 το μεσημέρι στο Παλαιοχώρι, κι ενώ στην περιοχή επικρατούσαν άνεμοι μέτριοι μέχρι ισχυροί και η θερμοκρασία ήταν περίπου 41 βαθμοί Κελσίου. Η Σοφία Νικολοπούλου - από επιπολαιότητα και αμεριμνησία, όπως της καταλόγισε το δικαστήριο- άφησε το σιτάρι να βράζει και απομακρύνθηκε, χωρίς να έχει κάποια οπτική επαφή. Λίγη ώρα αργότερα, ο ανιψιός της είδε καπνό να βγαίνει από το κτίσμα όπου ήταν το κουζινάκι. Αμέσως ειδοποίησε τη θεία του και την υπόλοιπη οικογένεια, και όλοι μαζί προσπάθησαν να τη σβήσουν. Το λάστιχο και οι κουβάδες με τα νερά δεν βοήθησαν, αφού “η φωτιά, τροφοδοτούμενη από εύφλεκτα προϊόντα που υπήρχαν στον ίδιο χώρο (λάδι και κρασί), έφτασε στα ξύλινα δοκάρια της στέγης, προκάλεσε την κατάρρευση τμήματός της και βγήκε ανεμπόδιστη έξω. Στη συνέχεια, με το δυνατό αέρα μεταδόθηκε στη συκιά που υπήρχε στο ακίνητο και στα ξερά χόρτα, σε διπλανά παραμελημένα ελαιοστάσια και στο δρόμο”. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά, επεκτάθηκε στο δάσος, ανοίγοντας τρία μέτωπα.
Σύμφωνα με την έκθεση αυτοψίας της Πυροσβετικής Υπηρεσίας, η πυρκαγιά οφειλόταν σε υπερθέρμανση και ανάφλεξη φαγητού εντός μαγειρικού σκεύους ξεχασμένου στην αναμμένη εστία υγραερίου, δεδομένου ότι δεν διαπιστώθηκε έκρηξη των φιαλών της συσκευής.
Η απραξία
Οι ενέργειες -ή μάλλον οι παραλείψεις- του πυροφύλακα Παναγιώτη Τσούρα φαίνεται ωστόσο, πως ήταν πιο καθοριστικές ως προς την εξέλιξη της τραγικής ιστορίας. Ο καταδικασθείς, στον οποίο καταλογίστηκε απραξία, βρισκόταν μόνος του στο κοντινότερο Πυροφυλάκιο από το Παλαιοχώρι και περίπου τρία χιλιόμετρα από το σπίτι της υπερήλικης Σοφίας Νικολοπούλου. Οι ελλείψεις που περιγράφονται, είναι τραγικές αφού στο Πυροφυλάκιο το παρατηρητήριο είχε καταστραφεί από κεραυνούς, ενώ δεν διέθετε ούτε σταθερό εξοπλισμό.
Οι λόγοι όμως, για τους οποίους ο Παναγιώτης Τσούρας δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα την πυρκαγιά, παραμένουν άγνωστοι για την ελληνική Δικαιοσύνη, αφού δεν διευκρινίστηκαν από τον κατηγορούμενο, ο οποίος “απέφευγε διακριτικά να αναφερθεί σε αυτούς ύστερα από τις σχετικές ερωτήσεις του δικαστηρίου”.
Το αποτέλεσμα πάντως, ήταν ένα: Ο πυροφύλακας δεν την ανάγγειλε άμεσα, αντιθέτως ήταν η κόρη της Σοφίας Νικολοπούλου, η οποία προσδιόρισε την ακριβή θέση της φωτιάς, χωρίς να αναφέρει την έκταση της. Και ήταν αυτό το διάστημα των 25 λεπτών από την έναρξη της πυρκαγιάς μέχρι την αναγγελία της, το οποίο υπήρξε καθοριστικό για την αδυναμία κατάσβεσής της, διότι όταν το πρώτο πυροσβεστικό όχημα έφθασε στο σημείο, η φωτιά είχε πια ξεφύγει. Καταλήγει μάλιστα, η ετυμηγορία του Εφετείου: “εάν επιδείκνυε την προσήκουσα προσοχή και είχε προβεί στις οφειλόμενες ενέργειες, η επιχείρηση κατάσβεσης της πυρκαγιάς θα είχε ξεκινήσει τουλάχιστον από τις 14:25, γεγονός που θα συνέβαλε αποφασιστικά στην αποτροπή της εξέλιξης της φωτιάς και της εξάπλωσης της”.
Οι αν-αρμόδιοι φορείς
Κανένα πλάνο, καμία οργάνωση και το σχέδιο “Ξενοκράτης” της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας στον κάλαθο των αχρήστων. Η δικαστική απόφαση είναι κατηγορηματική ως προς τις ευθύνες των αρμόδιων φορέων, καθώς τόσο ο Χαρ. Καφύρας όσο και ο Παντ. Χρονόπουλος κρίθηκε πως “συνέβαλαν καθοριστικά με τις παραλείψεις τους” στο να επεκταθεί ραγδαία η φωτιά.
Συγκεκριμένα, υπογραμμίζεται η “παντελής έλλειψη συντονισμού και συνεργασίας των εμπλεκόμενων φορέων, η ανυπαρξία οργάνωσης και ετοιμότητας”. Όπως αναφέρεται, παρά το γεγονός ότι “ενημερώθηκαν άμεσα από το εξαιρετικώς επείγον έγγραφο της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας ότι ο Νομός Ηλείας και συνακόλουθα ο Δήμος Ζαχάρως, τίθενται για την 24.8.2007 σε στάδιο ετοιμότητας - κατηγορίας κινδύνου 4 για τον κίνδυνο εκδήλωσης πυρκαγιάς, δεν επέδειξαν την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή και δεν μερίμνησαν να λάβουν χωρίς χρονοτριβή, όλα τα προβλεπόμενα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη - ετοιμότητα και την αντιμετώπιση ενδεχόμενης πυρκαγιάς, που ήταν επικείμενη λόγω τεκμηριωμένου κινδύνου της, όπως όφειλαν και μπορούσαν- αλλά αντιθέτως, υποβάθμισαν το περιεχόμενο του εγγράφου και συνακόλουθα τον επικείμενο κίνδυνο, ενεργώντας επιφανειακά και γραφειοκρατικά”.
Ανάμεσα στα όσα τους απέδωσε η ελληνική Δικαιοσύνη είναι και το ότι δεν εκτέλεσαν έργα και εργασία προληπτικού καθαρισμού. Σύμφωνα με μαρτυρικές καταθέσεις, οι οποίες συμπορεύονταν με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό, οι δασικοί δρόμοι στην εν λόγω περιοχή ήταν απροσπέλαστοι και αδιάβατοι από τα ξερά χόρτα, οι αντιπυρικές χώρες ανύπαρκτες και οι δεξαμενές και οι κρουνοί λιγοστοί και με προβλήματα στη λειτουργία τους. “Συνάγεται αδιστάκτως ότι οι δύο κατηγορούμενοι παρέλειψαν να προβούν στις οφειλόμενες ενέργειες και δράσεις πρόληψης - ετοιμότητας, που ήταν αναγκαίες για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του κινδύνου από δασική πυρκαγιά και την αποτροπή των συνέπειών της, παρόλο που είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση” καταγράφεται στο σκεπτικό της απόφασης.
Αναφορικά με τον δήμαρχο Ζαχάρως, Πανταζή Χρονόπουλο, επισημαίνεται ότι ήταν πλέον 14:50 όταν επικοινώνησε “ανεξήγητα πολύ αργά, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες” με το πυροσβεστικό κλιμάκιο Κρεστένων και διαμαρτυρήθηκε για την αδράνεια τους, με τη φράση “πού είστε; θα καούμε”. Όπως αναφέρεται, ο τηλεφωνητής τον ενημέρωσε ότι ο προϊστάμενός του είχε κινητοποιήσει όλα τα οχήματα και τον παρότρυνε να επικοινωνήσει απευθείας μαζί του για να συντονίσουν τις ενέργειές τους. Εκείνος αν και “αντιλήφθηκε το μέγεθος του κινδύνου διότι γνώριζε καλά και την επικινδυνότητα της περιοχής και ότι στο Παλαιοχώρι κατοικούσαν ανήμπορα άτομα που δεν είχαν νερό, δεν επικοινώνησε με εμπλεκόμενους φορείς, παρά μόνο ενημέρωσε απλά το Νομάρχη Ηλείας για την εκδήλωση γενικά πυρκαγιάς στην περιοχή της Ζαχάρως, χωρίς να έλθουν έκτοτε σε άλλη επικοινωνία μέχρι την τραγωδία, ούτε μεταξύ τους, ούτε με άλλο συμπλεκόμενο φορέα”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου