Η σουνιτική συμμαχία υπό τη Σαουδική Αραβία, διέκοψε τις σχέσεις με το Εμιράτο του Κατάρ, με στόχο να απομονωθεί ακόμα περισσότερο το Ιράν, καθώς το Εμιράτο διατηρεί προνομιακές σχέσεις με την Τεχεράνη, παρά το γεγονός ότι το ίδιο είναι μέλος του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου, του GCC (Gulf Cooperation Council). Σε αυτό το πλαίσιο και με βάση τα μέχρι τώρα γνωστά στοιχεία θα μπορούσαν να γίνουν κάποιες αρχικές παρατηρήσεις για την κρίση που έχει ξεσπάσει.
Σχολιάζει ο ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΜΙΧΑΣ*
Το Κατάρ έχει κοινά συμφέροντα με τους Ιρανούς και λόγω της συνιδιοκτησίας του μεγαλύτερου σήμερα γνωστού κοιτάσματος φυσικού αερίου στον κόσμο (South Pars), ενώ λόγω γεωγραφικής θέσης και μεγέθους, δεν επιθυμεί να εμπλακεί ενεργά με την πλευρά του ενός ή του άλλου, στην αέναη διένεξη σουνιτών και σιιτών στην ευρύτερη περιοχή. Πλέον καλείται να επιλέξει «στρατόπεδο»…
Η διένεξη αυτή αφορά την ηγεμονία και την επιρροή σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, με κύριους αντιπάλους τη Σαουδική Αραβία και το Ιράν. Κατά συνέπεια, όταν το Ριάντ σκληραίνει τη στάση του και επιχειρεί να στριμώξει την Τεχεράνη, η Ντόχα έπαιρνε παραδοσιακά αποστάσεις.
Το «σουνιτικό μπλοκ» προχωρά σε αυτή την ακραία διπλωματικά ενέργεια που επιδεινώνει σοβαρά την κατάσταση σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, έχοντας ολοκληρώσει τη συμφωνία ύψους έως και 350 δισεκατομμυρίων δολαρίων που αφορά εξοπλισμούς, η οποία πέραν της ενίσχυσης της αμυντικής ικανότητας του βασιλείου των Σαούντ, «αγοράζει» μεγάλη επιρροή στα κέντρα λήψης αποφάσεων στην Ουάσιγκτον.
Ταυτόχρονα, σε έναν βαθμό τουλάχιστον, επιχειρεί να πειθαναγκάσει τις ΗΠΑ, «υπαγορεύοντας» την πολιτική που θα πρέπει να ακολουθηθεί, σε συνέχεια της στροφής που πραγματοποιεί η Ουάσιγκτον απέναντι στο Ιράν, σε σύγκριση με την πολιτική προσέγγισης του σιιτικού στοιχείου που ακολούθησε η κυβέρνηση Ομπάμα.
Κι αυτό, διότι οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν σχέσεις με το Κατάρ σε όλα τα επίπεδα, ενώ δεν θα πρέπει να λησμονείται το γεγονός της παρουσίας στη βάση Αλ Ουντέιντ του Εμιράτου, Κέντρου Επιχειρήσεων της αμερικανικής Κεντρικής Διοίκησης (CENTCOM), μέσω του οποίου συντονίζονται οι επιχειρήσεις στον χώρο της Μέσης Ανατολής, ιδίως στα μέτωπα του Ιράκ και της Συρίας.
Υπενθυμίζεται, ότι και πριν την υπογραφή της συμφωνίας, παρά τις τεκμηριωμένες σχέσεις ισχυρών σαουδαραβικών κύκλων με εξτρεμιστικές ισλαμιστικές οργανώσεις που εμπλέκονται με την τρομοκρατία, η κυβέρνηση Τραμπ δεν τόλμησε να συμπεριλάβει τη Σαουδική Αραβία στις χώρες οι πολίτες των οποίων θα απαγορευόταν να εισέρχονται στο έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών…
Η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων έρχεται επίσης σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία το «παιχνίδι» στη Συρία έχει χοντρύνει και αναμένεται να κριθεί προσεχώς, εάν το Ιράν θα πετύχει να δημιουργήσει τον χερσαίο διάδρομο μέχρι τον Λίβανο που επιθυμεί, με στόχο την τροφοδοσία της Χεζμπολάχ, μέσω της οποίας η Τεχεράνη προβάλει στρατιωτική ισχύ στην Ανατολική Μεσόγειο, ορθώνοντας αξιόπιστη αποτρεπτική απειλή στο Ισραήλ.
Εμμέσως κατηγορούν το Κατάρ ότι εκτός από την υποστήριξη εξτρεμιστικών ισλαμιστικών οργανώσεων, επιχειρεί να αποσταθεροποιήσει τις μοναρχίες στον Κόλπο μέσω υποστήριξης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, η οποία είναι μεν σουνιτική, αποτελεί όμως θανάσιμη απειλή για μοναρχικά καθεστώτα στον Κόλπο, όπως των Σαούντ στη Σαουδική Αραβία.
Με τον τρόπο αυτό επιχειρούν αν επιδεινώσουν και εσωτερικά προβλήματα στην ηγεσία του Εμιράτου, καθώς δημοσιεύματα στον αραβικό Τύπο έκαναν λόγο για δυσκολίες στις σχέσεις της οικογενείας Αλ Θάνι, κυρίως ανάμεσα στον γιο που είναι σήμερα Εμίρης και τον πατέρα του τον οποίο διαδέχθηκε, ενώ ο τελευταίος για να ανέλθει στον θρόνο είχε ανατρέψει τον δικό του πατέρα…
Η κατάσταση αυτή είναι πολύ επικίνδυνη και για την Τουρκία η οποία στηρίζεται στο πάμπλουτο Εμιράτο του Κατάρ για να στηρίξει την δοκιμαζόμενη οικονομία της, ενώ διακινούνται και πληροφορίες που θέλουν κορυφαία στελέχη της τουρκικής ηγεσίας, του Ερντογάν προεξάρχοντος, να έχουν και προσωπικά οικονομικά συμφέροντα στην περιοχή.
Την ίδια στιγμή, επίκαιρο γίνεται και το θέμα της στρατιωτικής βάσης Κατάρ και Τουρκίας στο Εμιράτο, καθώς η προσπάθεια της Άγκυρας να εξισορροπήσει στις σχέσεις της με το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία καθίσταται πιο δύσκολη από ποτέ, ενώ οι σαουδαραβικές επενδύσεις στην Τουρκία κάθε άλλο παρά αμελητέα ποσότητα είναι, οπότε περιθώριο στο Ριάντ να «τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια» των Τούρκων, σε οικονομικό επίπεδο, υπάρχει.
Στις σχέσεις της Τουρκίας με την Αίγυπτο, η οποία επίσης συμμετέχει ενεργά στην ομάδα των χωρών που επιχειρούν να απομονώσουν το Κατάρ, διατάσσοντας τον πρεσβευτή του Κατάρ μάλιστα να εγκαταλείψει τη χώρα εντός 48 ωρών, η «πληγή» είναι μεγάλη και δεν αναμένεται να κλείσει εύκολα, τουλάχιστον προς το παρόν, όσο ο Ερντογάν εξακολουθεί να στηρίζει ενεργά τη Μουσουλμανική Αδελφότητα…
Εν κατακλείδι, θα πρέπει κανείς να εξετάσει και την παράμετρο «Ισραήλ», μια χώρα που έχει σε μεγάλο βαθμό εξομαλύνει τις σχέσεις του με τον σουνιτικού αραβικό κόσμο, επί τη βάσει της κοινή εχθρότητας και αίσθησης απειλής απέναντι στο Ιράν. Για μια ακόμη φορά τα τελευταία χρόνια, τηρεί χαμηλό προφίλ και ανοιχτά τουλάχιστο δεν εμπλέκεται, αν και θα πρέπει να θεωρείται περισσότερο από δεδομένο, ότι το Ισραήλ διά των αρμοδίων υπηρεσιών του τελούσε σε γνώση των διεργασιών, αλλά και ικανοποιείται σε γενικές γραμμές από τις εξελίξεις.
*Ο Ζαχαρίας Μίχας είναι διευθυντής μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου