Ο Λέοπολντ Μότσαρτ ήταν γιος βιβλιοδέτη, αλλά φιλοδοξούσε να ανέλθει κοινωνικά. Εμφανίστηκε σε βασιλικές αυλές ως βιολιστής και ήλπιζε ότι η ικανότητά του στη σύνθεση θα τον έκανε διάσημο. ‘Όμως, το μόνο που κατάφερε ήταν να παίζει για τον πρίγκιπα του Σάλτσμπουργκ.
Κατόπιν παντρεύτηκε την Άννα Μαρία Περτλ, που του χάρισε επτά παιδιά, αν και μόνο δύο επέζησαν της βρεφικής ηλικίας: ένα κορίτσι, η Νάνερλ και ένα αγόρι, τρία χρόνια μικρότερο.
Γεννήθηκε στις 27 Ιανουαρίου του 1756 και του έδωσαν το όνομα Γιόζαν Κρίσοστομ Βόλφγκανγκ Γκότλιμπ. «Γκότλιμπ», που σημαίνει «θεϊκή αγάπη», μεταφράζεται στα λατινικά ως «Αμαντέους».
Ο Λέοπολντ άρχισε να διδάσκει την 6χρονη Νάνερλ πώς να παίζει το κλαβιέ, αλλά ο 3χρονος Βόλφγκανγκ ήταν εκείνος που μπουσούλησε στο πιάνο κι άρχισε να βρίσκει ακόρντα.
Ήδη από τεσσάρων ετών είχε ξεπεράσει σε ικανότητες την αδελφή του και σύντομα έπαιζε με ένα βιολί που παραήταν μεγάλο γι’ αυτόν. Ο Λέοπολντ ενθουσιάστηκε βλέποντας ότι είχε βρει το δρόμο προς τη μεγάλη ζωή, χάρη στον πρόωρα ανεπτυγμένο και ταλαντούχο γιο του. Όταν ο Βόλφγκανγκ ήταν έξι ετών, η οικογένεια επισκέφτηκε την αυτοκρατορική αυλή των Αψβούργων, όπου το παιδί μάγεψε το ακροατήριο παίζοντας πιάνο.
Περιόδευσαν στη Γερμανία και την Αυστρία και έζησαν για χρόνια στη Γαλλία, την Αγγλία και την Ιταλία. Στο Λονδίνο, ο Βόλφγκανγκ αυτοσχεδίαζε πλάι στον Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ. Στην Ιταλία τιμήθηκε από τον Πάπα. Οι όποιες επικρίσεις ότι ο Λέοπολντ εκμεταλλευόταν τον γιο του, αγνοήθηκαν. Τα λεφτά έρρεαν, η οικογένεια ντυνόταν με μετάξια και περνούσε τα βράδια της με την κοινωνική ελίτ. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι τα παιδιά-θαύματα δεν μένουν πάντα παιδιά.
Το θεσπέσιο αγοράκι μεταμορφώθηκε σε έναν άχαρο έφηβο με εντυπωσιακές, αλλά όχι πρωτάκουστες ικανότητες. Οι προσκλήσεις σταμάτησαν.
Η ερωτική απόρριψη
Αναγκασμένος να επιστρέψει στο Σάλτσμπουργκ το 1773, ο Λέοπολντ βρήκε για το γιο του δουλειά στην Αυλή.
Η οικογένεια Μότσαρτ, που είχε πια συνηθίσει τις κοσμικότητες, έβρισκε τη νέα ζωή της ανιαρή, αλλά τουλάχιστον ο Βόλφγκανγκ είχε χρόνο για σύνθεση. Στο τέλος της εφηβείας του άρχισε να δείχνει το εκπληκτικό συνθετικό του ταλέντο, γράφοντας πέντε θαυμάσια κονσέρτα για βιολί και πολλά για πιάνο. Εκείνη τη χρονιά, αποφάσισε ότι είχε βαρεθεί το Σάλτσμπουργκ. Ο Λέοπολντ πρότεινε να φύγουν για άλλη μία περιοδεία, όμως ο νέος πρίγκιπας δεν είχε όρεξη να τους χρηματοδοτεί για να περιφέρονται στην Ευρώπη.
Ο Βόλφγκανγκ ζήτησε απαλλαγή από τα καθήκοντά του και ο πρίγκιπας απέλυσε πατέρα και γιο.
Έπειτα από σειρά ικετευτικών επιστολών, ο Λέοπολντ επέστρεψε στα καθήκοντά του, αλλά οι περιοδείες σταμάτησαν.
Έτσι, ο Βόλφγκανγκ έπρεπε να ξεκινήσει να βρει την τύχη του. Μαζί με την μητέρα του, το 21χρονο «παιδί-θαύμα» πήγε στο Μάνχαϊμ της Γερμανίας, όπου συνάντησε την ωραία σοπράνο Αλοΐσια Βέμπερ.
Ο πατέρας του τον πίεζε να ξεχάσει τους έρωτες και να συγκεντρωθεί στη μουσική, οπότε ο Βόλφγκανγκ και η μητέρα του έφυγαν για το Παρίσι, όπου πέρασαν αδιάφοροι. Η μητέρα του αρρώστησε και πέθανε και ο Βόλφγκανγκ έφυγε λίγες εβδομάδες αργότερα.
Στο Μόναχο συνάντησε την Αλοΐσια Βέμπερ και την παρακάλεσε να τον παντρευτεί. Εκείνη τον απέρριψε και ο Μότσαρτ κάθισε στον πιάνο και δημιούργησε την εξής λαμπρή σύνθεση: «Όποια δεν με θέλει, ας μου φιλήσει τον πισινό!»
Δεμένη οικογένεια
Μετά την ερωτική απογοήτευση, ο Μότσαρτ έλαβε πρόσκληση για τη Βιέννη, όπου έμενε ο αρχιεπίσκοπος.
Άδραξε την ευκαιρία να επισκεφτεί την πρωτεύουσα, όμως η ζωή στην κατοικία του αρχιεπισκόπου περιελάμβανε διάφορα στοιχεία που θεωρούσε υποτιμητικά, όπως το να τρώει με τους υπηρέτες. «Τουλάχιστον», έλεγε, «έχω την τιμή να κάθομαι πάνω από τους μάγειρες». Τα πράγματα άλλαξαν όταν ο αρχιεπίσκοπος αποφάσισε να επιστρέψει στο Σάλτσμπουργκ. Ο Μότσαρτ δεν είχε τέτοια πρόθεση και ζήτησε να παραμείνει στη Βιέννη. Ο έξαλλος αρχιεπίσκοπος τον αποκάλεσε απατεώνα, παλιάνθρωπο και ελεεινό βλάκα. Τελικά έχασε όλους τους υποστηρικτές του στην Αυλή και την τελευταία φορά που πήγε, τον πέταξαν έξω κλοτσηδόν. Βρήκε κατάλυμα στην πανσιόν που είχε ανοίξει η οικογένεια της πρώην αγαπημένης του, της Αλοΐσιας Βέμπερ.
Εκεί γνώρισε, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε την αδερφή της, Κονστάντζα
Απέκτησαν πέντε παιδιά, αλλά μόνο δυο γιοι επιβίωσαν. Ο Μότσαρτ αγωνιζόταν να επιβιώσει με τις συνθέσεις του. Συνέθετε μουσική δωματίου και συμφωνίες, αλλά ασχολήθηκε κυρίως με την όπερα. Παρά τις κάποιες επιτυχίες, η απόλυτη άγνοιά του για οικονομικά θέματα τον οδήγησε σε προβληματικές αποφάσεις και η οικογένεια βρέθηκε καταχρεωμένη. Η υγεία της Κονστάντζα άρχισε επίσης να φθίνει και περνούσε μήνες σε ακριβά σανατόρια. Όλες οι προσπάθειές του να χτίσει μια πιο ώριμη σχέση με τον πατέρα του, απέτυχαν.
Στην διαθήκη του, ο Λέοπολντ τα άφησε όλα στη Νάνερλ, παρ’ ότι η μικρή περιουσία της οικογένειας οφειλόταν στον Βόλφγκανγκ, από εκείνες τις παλιές περιοδείες.
Πρόωρο Ρέκβιεμ
Τα πράγματα βελτιώθηκαν το 1791. Η θλίψη του Μότσαρτ για τον πατέρα του υποχώρησε, η Κονστάντζα ανέκτησε την υγεία της κι η οικογένεια άρχισε να ξεπληρώνει χρέη. Η σταδιοδρομία του έφτασε στο απόγειό της με την πρεμιέρα του «Μαγεμένου Αυλού», που θεωρείται επιτομή της ελαφράς όπερας.
Όμως, η μεγάλη σύνθεση του Μότσαρτ εκείνη τη χρονιά είχε παράξενες και σκοτεινές καταβολές.
Κάποια μέρα έφτασε στο σπίτι του αγγελιαφόρος με μια ανάθεση για ρέκβιεμ. Αρνήθηκε να αποκαλύψει το όνομα του εργοδότη του, επιμένοντας ότι κάθε σχετική προσπάθεια είναι μάταιη.
Χρόνια αργότερα, η Κονστάντζα θυμόταν ότι ο άνδρας της έλεγε πως ήθελε αυτό το έργο να είναι «αριστούργημα και κύκνειο άσμα» του.
Ο Μότσαρτ ήταν μόλις 35 ετών και είχε κάθε λόγο να πιστεύει ότι τον περίμεναν ακόμα δεκαετίες ζωής. Όμως, σύντομα αρρώστησε. Τον Νοέμβριο βρισκόταν κλινήρης με πρησμένα χέρια και πόδια και κρίσεις εμετού. Πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου 1791.
Το «Ρέκβιεμ» έμεινε ημιτελές.
Η Κονστάντζα, χήρα με δύο μικρά παιδιά, είχε άμεση ανάγκη από λεφτά, αλλά δεν μπορούσε να τα εισπράξει, αν δεν έβρισκε τρόπο να ολοκληρωθεί το έργο και να το περάσει ως σύνθεση του Μότσαρτ. Κατέφυγε στον Φραντς Ζάβερ Ζίσμαϊρ, μαθητή του Μότσαρτ, που χρησιμοποίησε σημειώσεις και προσχέδια για να τελειώσει το έργο. Η Κονστάντζα το παρέδωσε με πλαστογραφημένη υπογραφή στον μυστηριώδη αγγελιοφόρο.
Ποιος κρυβόταν πίσω από την ανώνυμη παραγγελία; Τελικά το μυστικό ήταν πιο θλιβερό παρά σκοτεινό.
Ο εκκεντρικός κόμης, Φραντς φον Βάλζεγκ, είχε την κακή συνήθεια να παραγγέλνει κρυφά έργα από διάσημους μουσικούς και να τα παρουσιάζει ως δικά του. Ήθελε να παρουσιάσει το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ ως προσωπικό φόρο τιμής στην σύζυγό του, που είχε πεθάνει πριν λίγο καιρό.
Τελικά, έγινε μνημείο του ίδιου του συνθέτη του, μιας ιδιοφυΐας που βρήκε τραγικά πρόωρο τέλος.
ΠΗΓΗ «Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Μουσουργών» από τις εκδόσεις «ΑΙΩΡΑ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου