Το «σπίτι» της λογικής σας είναι μπορντέλο. Καστοριάδης; Ίσως. Ξεχνάμε με τα χρόνια τα λόγια, ακόμη και των φίλων. Η Ιστορία, όμως, κάθε τόσο επιστρέφει αμείλικτα για να μας τα θυμίζει.
Σε ένα τέτοιο «σπίτι» φαίνεται πως έχουν σπιτώσει τη λογική εκείνοι που διαφεντεύουν τις τύχες μας. Δυο-τρία χρόνια τώρα, από τότε που ξέσπασε η κρίση, προσπαθούν να μας την πουλήσουν ως «κοινή λογική». Όμως, μολονότι ως τέτοια θα την περίμενε κανείς εύκολη, με ορθάνοιχτα τα σκέλια, να δείχνει ανοχή σε κάθε είδους διαστροφές, δεν τους φτάνει αυτό. Την υποβάλλουν σε καθημερινούς αποτρόπαιους βιασμούς.
Έτσι την ίδια ώρα που όλα γύρω τους αρχίζουν πια να καταρρέουν, επιμένουν πεισματικά σε αυτά:
Ότι οι κυβερνήσεις που άφησαν τις χώρες τους να βουλιάξουν, είναι αυτές που θα τις βγάλουν από την κρίση.
Ότι ένας που πνίγεται στα χρέη, μπορεί να σωθεί με ακόμη περισσότερα χρέη.
Ότι μια οικονομία που γονάτισε από τους τραπεζίτες, μπορεί να ξανασταθεί στα πόδια της μονάχα χάρη στους τραπεζίτες.
Ότι οι φτωχοί πρέπει να πληρώνουν το κόστος της κρίσης που δεν πληρώνουν οι πλούσιοι.
Ότι όσο περισσότεροι άνθρωποι θα βγαίνουν στην ανεργία τόσο περισσότεροι θα βρίσκουν δουλειά.
Ότι όσο λιγότερα θα είναι τα δημόσια νοσοκομεία τόσο φθηνότερη και καλύτερη θα είναι η υγεία.
Ότι όσο λιγότερα θα είναι τα δημόσια σχολεία τόσο φθηνότερη και καλύτερη θα είναι η παιδεία.
Ότι όσο θα φτωχαίνουν οι εργαζόμενοι τόσο θα πλουτίζει η οικονομία.
Και ότι, παρά την έντονη λαϊκή δυσφορία, οι κυβερνώντες που κατέστρεψαν τις χώρες τους με όλα αυτά παραμένουν τόσο δημοφιλείς, που, ακόμη και αν συνοδεύονται πάντα από σωματοφύλακες, είναι μονάχα για να μη συντριβούν από την υπερβολική αγάπη του λαού τους.
«Τίποτα», λένε αυτοί οι κυβερνώντες. «Δεν παράγουμε τίποτα, άρα δεν αξίζουμε τίποτα. Και όταν μια χώρα δεν παράγει τίποτα, αξίζει να ξεπουληθεί».
Σαν να μην είναι αυτός ένας ακόμη βιασμός κάθε λογικής. Η Πορτογαλία δεν αξίζει τίποτα. Η Ιρλανδία δεν αξίζει τίποτα. Οι αγορές τις υποβαθμίζουν σε «σκουπίδια». Και ωστόσο οι ίδιες αγορές σπεύδουν κι αγοράζουν εκεί όλα αυτά τα «τίποτα» σε τιμές ευκαιρίας.
Αυτό δεν θα μπορούσε να είχε συμβεί ποτέ, αν δεν είχε καμφθεί πρώτα ο λαός από τη λογική του «τίποτα»: ένας λαός-«τίποτα», που κατοικεί σε μια χώρα-«τίποτα».
Αυτή ακριβώς η λογική, λέει ο οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν, είναι η λογική της υποτέλειας. Επειδή όσο και αν είναι μια χώρα μικρή, όσο κι αν είναι η οικονομία της λιλιπούτεια, δεν παύει να είναι πάντα «κάτι», που συχνά κρύβει μέσα του αφάνταστες δυνατότητες προόδου και ανάπτυξης. Τα ίδια λόγια ακριβώς είπε και ο τούρκος πρώην υπουργός Οικονομικών Κεμάλ Ντερβίς.
Για να πειστεί να χάσει τα πάντα, πρέπει κανείς πρώτα να πιστέψει πως δεν έχει τίποτα.
του Ρούσσου Βρανά
από ΤΑ ΝΕΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου