Όλο και περισσότερα αιολικά πάρκα «ξεφυτρώνουν» σε διάφορες περιοχές της χώρας, προκαλώντας δικαιολογημένες αντιδράσεις από τους κατοίκους.
Ο ενεργειακός σχεδιασμός του κεφαλαίου, που έχει έναν μεσοπρόθεσμο ορίζοντα ορισμένων χρόνων, μιλάει για πολλαπλασιασμό της παραγόμενης αιολικής ενέργειας, με την τοποθέτηση ανεμογεννητριών ανά την επικράτεια. Περιοχές που έχουν αυτήν τη στιγμή σημαντική εγκατεστημένη ισχύ (π.χ. Νότια Εύβοια) προβλέπεται να αποτελέσουν το παράδειγμα και για άλλες τόσο στη Στερεά Ελλάδα (π.χ. Βοιωτία, Φθιώτιδα σε Βαρδούσια και Οίτη), πολύ περισσότερο ευρύτερα π.χ. Άγραφα, Πελοπόννησος κ.ά.
Σε συνδυασμό με την «απολιγνιτοποίηση» σε Δυτ. Μακεδονία και Μεγαλόπολη, επιχειρείται αλλαγή του ενεργειακού μείγματος της χώρας, με πρόταξη του φυσικού αερίου και των διαφόρων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ).
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ (Οκτώβρης 2020), στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας είναι εγκατεστημένο το 36,72% (995MW) της ισχύος από αιολική ενέργεια στη χώρα, ενώ κατασκευάζονται ή είναι σε φάση αδειοδότησης αιολικά πάρκα συνολικής ισχύος 2.265,37MW (σύμφωνα με τους χάρτες της ΡΑΕ). Την ανάπτυξη αιολικών πάρκων ακολουθεί η ανάπτυξη φωτοβολταϊκών, αλλά σε μικρότερα για την ώρα μεγέθη.
Παράλληλα, στη Βοιωτία βρίσκονται τα 5 από τα 7 ιδιωτικά εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο, ενώ και στο Αλιβέρι βρίσκεται η μία από τις 5 μονάδες φυσικού αερίου της ΔΕΗ. Συνολικά οι μονάδες αυτές έχουν ισχύ 2.163MW, δηλαδή το 41,5% της εγκατεστημένης ισχύος ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο στη χώρα.
Από παλιότερη κινητοποίηση στην Εύβοια |
Βεβαίως, οι εξελίξεις αυτές δεν είναι μια αυθόρμητη διαδικασία. Αποτελούν πλευρά της στρατηγικής πολιτικής επιλογής της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των ελληνικών κυβερνήσεων, της λεγόμενης «πράσινης ανάπτυξης». Στόχος από την προώθηση της «πράσινης ανάπτυξης» δεν είναι η προστασία του περιβάλλοντος, η αποτροπή της κλιματικής αλλαγής, η ισόρροπη ανάπτυξη και άλλα εύηχα, με τα οποία βομβαρδίζεται συνεχώς ο λαός από μονοπωλιακούς ομίλους, κυβερνήσεις, αστικά κόμματα και στελέχη της ΕΕ. Αντίθετα, βασικοί στόχοι της «πράσινης ανάπτυξης» είναι:
- Η κερδοφόρα διέξοδος των τεράστιων υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων που έχουν συγκεντρώσει μονοπώλια της Ενέργειας και άλλων κλάδων.
- Το προβάδισμα των ευρωπαϊκών μονοπωλιακών ομίλων που ηγούνται στην τεχνογνωσία κατασκευής ΑΠΕ σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους σε ΗΠΑ και Κίνα.
- Η ενεργειακή απεξάρτηση των κρατών - μελών της ΕΕ από το ρωσικό Φυσικό Αέριο και η πρόσδεσή τους περισσότερο από τις αντίστοιχες αμερικανικών συμφερόντων πηγές (βλ. ενδιαφέρον ΗΠΑ για το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, η κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου TAP κ.λπ.).
Εδώ πρέπει να πούμε πως η πολιτική της «πράσινης ανάπτυξης» δεν αφορά μόνο τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας ή μόνο τον ενεργειακό τομέα, αλλά επηρεάζει και αφορά το σύνολο της οικονομίας. Είναι ενδεικτική η επίδραση στην αυτοκινητοβιομηχανία λόγω της προωθούμενης ηλεκτροκίνησης και σε άλλους βιομηχανικούς κλάδους, που επιδιώκουν να μειώσουν το ενεργειακό τους κόστος, όπως επένδυση ομίλου «Στασινόπουλου» για μονάδα ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο στη Θίσβη Βοιωτίας, κυρίως για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της «ΒΙΟΧΑΛΚΟ».
Μάλιστα, μετά την εκδήλωση της νέας οικονομικής κρίσης στα περισσότερα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη (ΗΠΑ, ΕΕ, Ρωσία κ.λπ.), για την οποία η πανδημία του κορονοϊού έδρασε ως καταλύτης για το βάθος, το εύρος και τη διάρκειά της (και όχι ως αιτία, όπως προσπαθούν να μας πείσουν) η «πράσινη ανάπτυξη» μαζί με τον «ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας» παρουσιάζονται ως οι δρόμοι για την επαναφορά στην καπιταλιστική ανάπτυξη που δήθεν θα αντιμετωπίσει την ανεργία, τους μισθούς πείνας και τα άλλα δεινά των εργαζομένων.
Ετσι, η προπαγάνδα περί φιλολαϊκής «πράσινης ανάπτυξης» εξελίχθηκε σε «πράσινο new deal». Ακόμη και η πανδημία του κορονοϊού αξιοποιείται ως ευκαιρία για περαιτέρω ενίσχυση των «πράσινων επενδύσεων», με σημαντική χρηματοδότηση να κατευθύνεται σε αυτές από το λεγόμενο «Ταμείο Ανάκαμψης».
Βεβαίως, οι εργαζόμενοι, οι λαϊκές οικογένειες και οι κάτοικοι βιώνουν τις συνέπειες αυτής της πολιτικής καθημερινά.
Με την ενεργειακή φτώχεια, που, αν και συγκαλυμμένα, καταγράφεται ακόμη και σε έρευνες της ίδιας της ΕΕ, παρά την αύξηση της δυνατότητας παραγωγής Ενέργειας και την εκμετάλλευση διαφόρων μορφών της. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, στην Ελλάδα το 17,9% του πληθυσμού αδυνατεί να διατηρήσει το σπίτι του «επαρκώς ζεστό», ενώ το 32,5% καθυστερεί τις πληρωμές των λογαριασμών Ενέργειας, συνέπεια της τεράστιας αύξησης των τιμολογίων του ρεύματος την τελευταία δεκαετία, που έχουν αυξηθεί πάνω από 150%! Μάλιστα, η αδυναμία αποπληρωμής των λογαριασμών ρεύματος συνδυάζεται με πογκρόμ διακοπών από τη ΔΕΗ και τους ιδιώτες παρόχους, αφήνοντας στο σκοτάδι λαϊκά νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις.
Με την άναρχη εγκατάσταση ανεμογεννητριών και τοποθέτησή τους σε όποια βουνοκορφή και κορυφογραμμή έχει μείνει προς το παρόν ακάλυπτη. Η εμπειρία από τη Νότια Εύβοια και τη Βοιωτία στην περιοχή της Στερεάς είναι συγκεκριμένη, ενώ ανάλογη είναι και η περίπτωση της Σκύρου, όπου σχεδιάζεται να καλυφθεί σχεδόν το μισό νησί με ανεμογεννήτριες.
Πέρα από τα προβλήματα που έχουν παρατηρηθεί κατά τις εργασίες εγκατάστασης (παρεμπόδιση της ελεύθερης βόσκησης των κοπαδιών αμνοεριφίων καθώς και των μελισσιών, παράνομες υδροληψίες για τις ανάγκες των έργων και άλλα), προβλήματα παρατηρούνται και κατά τη λειτουργία τους. Η πυκνότητα των αιολικών είναι τόσο μεγάλη, που αρκετές φορές φτάνουν στα όρια οικισμών, σε κάποιες περιπτώσεις παραβιάζεται και η ελάχιστη απόσταση των 500 μέτρων από σπίτια, κάτι που αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου - σε λιγότερο από έναν χρόνο είχαμε στην Κάρυστο δύο πτώσεις ανεμογεννητριών - ενώ και η ηχορύπανση που προκαλείται είναι σημαντική για αποστάσεις αρκετά μεγαλύτερες από τα 500 μέτρα.
Τα αποτελέσματα αυτά δεν οφείλονται σε κάποιον κακό σχεδιασμό ή σε ανικανότητα εκπόνησής του από τους εκάστοτε κυβερνώντες. Είναι απόρροια του ενεργειακού σχεδιασμού του κεφαλαίου, έχοντας ως κριτήριο την κερδοφορία των ομίλων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο καθώς και ευρύτερες στοχεύσεις, με αποτέλεσμα η όποια χωροθέτηση να γίνεται αποκλειστικά με αυτά τα κριτήρια.
Μια συνέπεια που δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά, όμως πλήττει ήδη τους εργαζόμενους, είναι το κλείσιμο άλλων παραγωγικών δραστηριοτήτων από τους μονοπωλιακούς ομίλους, που στρέφονται στις «πράσινες επενδύσεις», για να αποκομίσουν μεγαλύτερα κέρδη. Εξέλιξη που οδηγεί στην ανεργία εκατοντάδες εργαζόμενους.
Στην πρώτη γραμμή βρίσκεται η Δυτ. Μακεδονία, καθώς η «απολιγνιτοποίηση» θα οδηγήσει σε πάνω από 3.000 ανέργους στην περιοχή, υπονομεύοντας ταυτόχρονα ενεργειακές δυνατότητες που διαθέτει η χώρα. Και στην περιοχή της Στερεάς, όμως, είχαμε το σταμάτημα της εξόρυξης λευκόλιθου στο Μαντούδι και την απόλυση 200 περίπου εργαζομένων από την «ΤΕΡΝΑ», ώστε ακόμη πιο αποφασιστικά να στραφεί στον ενεργειακό τομέα. Καθώς και το εργοστάσιο της «Σνάιντερ» στα Οινόφυτα (μοναδική βιομηχανία παραγωγής μετασχηματιστών στην Ελλάδα και προμηθευτής του ΔΕΔΔΗΕ) που επέλεξε το κλείσιμο, πετώντας στην ανεργία άλλους περίπου 100 εργάτες και τη στροφή προς την πιο επικερδή παραγωγή συσσωρευτών, που είναι αναγκαίοι για την ηλεκτροκίνηση.
Με τη στροφή στην «πράσινη Ενέργεια» συνδέονται και οι εξελίξεις στη ΛΑΡΚΟ. Μετά από 57 χρόνια οδηγείται σε πλήρη ιδιωτικοποίηση, χωρίς να αποκλείεται και το «λουκέτο», για να δοθούν στο κεφάλαιο το εργοστάσιο και κυρίως τα κοβαλτιούχα μεταλλεύματα που μπορούν να αξιοποιηθούν για την κατασκευή συσσωρευτών για τις ανάγκες της ηλεκτροκίνησης.
Η ΝΔ σήμερα, με τα παραμύθια περί «ανάπτυξης για όλους», προωθεί πιο δυναμικά τη στήριξη των επιχειρηματικών ομίλων της Ενέργειας τόσο με εξασφάλιση χρηματοδοτικών εργαλείων και άλλων διευκολύνσεων, όσο και με τον νέο περιβαλλοντοκτόνο νόμο που ψήφισε την άνοιξη και δίνει τη δυνατότητα επιχειρηματικής δράσης, όπως εγκατάσταση αιολικών πάρκων και ξενοδοχειακών μονάδων σε προστατευόμενες περιοχές και σε περιοχές «Natura», κάνει τυπική διαδικασία την αδειοδότηση τέτοιων επενδύσεων, παραδίδει σε ιδιώτες την επιτήρηση των εργασιών εγκατάστασης και της λειτουργίας τους.
Ομως και ο ΣΥΡΙΖΑ, που τώρα «ανεβαίνει στα κεραμίδια» για την προστασία του περιβάλλοντος, έχει βάλει και συνεχίζει να βάζει το λιθαράκι του. Ως κυβέρνηση συμφώνησε και συνυπέγραψε την πολιτική της «πράσινης ανάπτυξης» της ΕΕ, ενέκρινε μέσω του υπουργείου Ενέργειας εκατοντάδες άδειες νέων αιολικών πάρκων σε όλη τη χώρα, απαντούσε στις Ερωτήσεις του ΚΚΕ στη Βουλή υπερασπιζόμενος την «απελευθέρωση» της Ενέργειας και το «πράσινο τέλος» στους λογαριασμούς ρεύματος. Αλλά και ως αντιπολίτευση, ο πρώην υπουργός Φλαμπουράρης κουνούσε το δάχτυλο στον Μητσοτάκη για το «κόψιμο της κορδέλας» του μεγαλύτερου αιολικού πάρκου των Βαλκανίων στην Κάρυστο, γιατί ξεκίνησε και υλοποιήθηκε επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ!
Σημαντικό ρόλο στην προώθηση της πολιτικής αυτής έχουν οι δημοτικές και περιφερειακές αρχές, που συνήθως από τη μία αποποιούνται την ευθύνη λέγοντας «δεν αποφασίζουμε εμείς» και από την άλλη βρίσκονται σε στενή επαφή με τους επιχειρηματικούς ομίλους, κάνοντάς τους διάφορες εξυπηρετήσεις και παίζοντας το παιχνίδι των «ανταποδοτικών».
Είναι χαρακτηριστική η στάση της Περιφέρειας Στερεάς, που έχει γνωμοδοτήσει θετικά σε κάθε αίτηση για αιολικό πάρκο που έχει έρθει στην Επιτροπή Περιβάλλοντος και παραχωρεί για χρήση ακόμη και υπό κατασκευή δρόμους όπως στη Νότια Εύβοια (Στύρα - Πόρτο Λάφια). Ακόμη και εκεί που εκφράζονται αντιδράσεις από δημάρχους, αυτό συμβαίνει είτε κάτω από την πίεση των κατοίκων, κάνοντας πάντα προσπάθεια να συρθεί ο αγώνας σε μια διαπραγμάτευση με τις εταιρείες για το μέγεθος του ξεροκόμματου που θα δώσουν, είτε γιατί θίγονται άλλα επιχειρηματικά συμφέροντα από την εγκατάσταση αιολικών πάρκων.
Μπροστά σε αυτές τις συνέπειες οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να μείνουν με σταυρωμένα τα χέρια. Δίπλα στο κύριο μέτωπο πάλης αυτής της περιόδου, που σαφώς είναι η προστασία της υγείας και της ζωής του λαού, μαζί και συνδυασμένα μπορεί και πρέπει να ορθωθεί το μέτωπο για την αντιμετώπιση της αντεργατικής - αντιλαϊκής πολιτικής που επιφέρει νέα επιδείνωση στις εργασιακές σχέσεις, στο εισόδημα, βγάζει στο σφυρί τη λαϊκή κατοικία κ.ά. και εντείνει την ενεργειακή φτώχεια στο όνομα της «πράσινης ανάπτυξης».
Οι εργαζόμενοι με την οργανωμένη δράση τους μέσα από τα Σωματεία, τους μαζικούς φορείς, τις Επιτροπές Αγώνα να μην επιτρέψουν να κοπεί το ρεύμα σε καμιά λαϊκή οικογένεια, να αντιπαλέψουν το κλείσιμο επιχειρήσεων που οδηγεί στην ανεργία δεκάδες εργαζόμενους, να απαιτήσουν μείωση της τιμής του ρεύματος για τα λαϊκά νοικοκυριά, τους αγρότες και τους μικρούς επαγγελματίες, κατάργηση του «πράσινου τέλους» - χαρατσιού (εννοείται όχι μεταφορά της είσπραξής του από τους δήμους), αυξημένα μέτρα προστασίας της υγείας και του περιβάλλοντος. Σε περιοχές που ήδη είναι κορεσμένες, όπως η Νότια Εύβοια, ή το σχέδιο είναι να υπερκαλυφθούν, να απαιτηθεί να σταματήσει εδώ και τώρα η εγκατάσταση άλλων αιολικών πάρκων, να ανακληθούν οι άδειες.
Ο αγώνας αυτός, για να έχει αποτέλεσμα, αντοχή και προοπτική νίκης, προϋποθέτει να θέσει στο στόχαστρο την αιτία του προβλήματος και τον πραγματικό αντίπαλο, δηλαδή την αξιοποίηση της Ενέργειας ως εμπόρευμα για τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων. Γιατί χωρίς αντιπαράθεση με το σύνολο της ενεργειακής πολιτικής του κεφαλαίου δεν μπορούν να λυθούν επιμέρους προβλήματα που απασχολούν τους κατοίκους των περιοχών που εγκαθίστανται τα αιολικά πάρκα, όπως και αυτό της χωροθέτησης.
Ο στόχος για «Ενέργεια κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα» είναι αυτός που φωτίζει την προοπτική της οριστικής λύσης για τους εργαζόμενους. Η ίδια η πείρα δείχνει πως χωρίς αυτό ως οδηγό τα άλλα αιτήματα αδυνατίζουν, φαντάζουν έως και απραγματοποίητα, γιατί είναι ασυμβίβαστα με το κέρδος των επιχειρηματικών ομίλων.
Ο ρεαλιστικός δρόμος για να δει την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών του ο εργαζόμενος λαός είναι η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ, η εργατική - λαϊκή εξουσία, ο σοσιαλισμός. Στο έδαφος της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής (συμπεριλαμβανομένης και της Ενέργειας) και του κεντρικού σχεδιασμού θα μπορεί να σχεδιαστεί σε πανεθνικό επίπεδο η αξιοποίηση όλων των ενεργειακών πηγών, η ισόρροπη ανάπτυξή τους, για την κάλυψη των λαϊκών αναγκών.
Σε αυτό το πλαίσιο η αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων περιοχών της χώρας μας, όπως των περιοχών της Στερεάς και της Εύβοιας, για την ανάπτυξη της αιολικής Ενέργειας, θα γίνεται με ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων, με εξασφάλιση της προστασίας εργαζομένων, κατοίκων και περιβάλλοντος.
Είναι ανάγκη οι εργαζόμενοι να μην υποτιμήσουν τη δυνατότητα των επιχειρηματικών ομίλων να ενσωματώσουν αιτήματα, να προβούν σε διάφορες δράσεις ώστε να προβάλλουν ένα φιλοπεριβαλλοντικό και κοινωνικό προφίλ, με σκοπό πιο εύκολα να κάνουν τη δουλειά τους.
Ετσι, δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο κατά τη φάση των έργων εγκατάστασης οι επιχειρηματικοί όμιλοι, για να αμβλύνουν τις αντιστάσεις, να χορηγούν ζωοτροφές σε κτηνοτρόφους, ακόμη και να απορροφούν οι ίδιοι σημαντικό μέρος της τοπικής παραγωγής, όπως έκανε η «Enel» με τους μελισσοκόμους στην Κάρυστο. Ακόμη, μια αναδάσωση ή η κατασκευή ενός γηπέδου 5x5 δεν κοστίζει τίποτα στους κολοσσούς της Ενέργειας.
Αλλά τα προβλήματα και το ξεκλήρισμα των βιοπαλαιστών αγροτοκτηνοτρόφων δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με τις «ασπιρίνες» που προσφέρουν οι εταιρείες αιολικής Ενέργειας, γιατί είναι αποτέλεσμα της πολιτικής των κυβερνήσεων που προωθούν τη συγκέντρωση της γης και της παραγωγής προς όφελος μεγάλων αγροτικών εκμεταλλεύσεων και επιχειρηματικών ομίλων.
Ομως οι σύγχρονοι όροι ζωής στις πόλεις και τα χωριά μας δεν περνούν μέσα από τα «ανταποδοτικά» των εταιρειών αιολικής Ενέργειας, αλλά από τη διεκδίκησή τους απέναντι στο κράτος, γιατί αυτό έχει την ευθύνη να τα εξασφαλίζει. Αντί για αυτό, με ευθύνη των αστικών κυβερνήσεων, από τη μία φοροαπαλλάσσει και επιδοτεί το μεγάλο κεφάλαιο και από την άλλη το καλεί, όταν και αν θέλει, να μας ευεργετήσει.
Στην κατεύθυνση της ενσωμάτωσης λαϊκών στρωμάτων αξιοποιούνται και οι λεγόμενες «ενεργειακές κοινότητες». Είτε ως «δούρειος ίππος», στις περιοχές όπου σχεδιάζεται εγκατάσταση αιολικών πάρκων, είτε ως μια «ελάχιστη ελάφρυνση» προς τους κατοίκους στις περιοχές όπου ήδη υπάρχουν.
Ας αναρωτηθούν οι εργαζόμενοι: Είναι δυνατόν σε έναν κλάδο όπως της Ενέργειας, όπου δρουν αποκλειστικά μονοπωλιακοί όμιλοι, να ευδοκιμήσουν «συνεταιρισμοί» ιδιωτών ή ακόμη και δήμων; Σε ένα περιβάλλον όπου ο ανταγωνισμός για το μέγιστο κέρδος είναι ο βασικός νόμος, είναι δυνατόν αυτοί οι συνεταιρισμοί να λειτουργήσουν διαφορετικά και να επιβιώσουν; Ειδικά στην ύπαιθρο ο λαός ξέρει καλά πού κατέληξαν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί (στη μετατροπή τους σε επιχειρήσεις ή στη χρεοκοπία) παρότι δρούσαν σε έναν πολύ λιγότερο συγκεντρωμένο κλάδο.
Ταυτόχρονα, χρειάζεται να απομονωθούν απόψεις που λειτουργούν αποπροσανατολιστικά, που αποκρύπτουν την αιτία των προβλημάτων. Οπως η αντιδραστική λογική που στοχοποιεί την τεχνολογική εξέλιξη, φτάνοντας στο σημείο να δαιμονοποιεί μια μορφή Ενέργειας (την αιολική), αφήνοντας στην ουσία στο απυρόβλητο τον καπιταλισμό.
Αθωώνει, δηλαδή, τον ένοχο που προκαλεί τα προβλήματα, την άναρχη αξιοποίηση της τεχνολογίας ή τη μη αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων της. Γιατί η ανάπτυξη της έρευνας, ο προσανατολισμός για νέες τεχνολογικές ανακαλύψεις και των εφαρμογών τους υποτάσσονται στο σκοπό της παραγωγής σήμερα, δηλαδή στην εξασφάλιση του μέγιστου κέρδους των καπιταλιστών ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής.
Ο αγώνας που απορρίπτει την πολιτική που ασκείται στην Ενέργεια, για να είναι συνεπής και όχι ευκαιριακός, χρειάζεται την ίδια στιγμή να απορρίψει συνολικά την καπιταλιστική ανάπτυξη, για να μη μετατραπούν γνήσιες λαϊκές διαθέσεις σε ουρά των επιδιώξεων άλλων επιχειρηματικών κλάδων, όπως π.χ. του Τουρισμού, που σε αρκετές περιπτώσεις δρουν ανταγωνιστικά. Γιατί, για παράδειγμα, και η «τουριστική ανάπτυξη», με όσα επίθετα και αν ντυθεί (ισόρροπη, ήπια κ.λπ.), αφορά τα κέρδη των μεγαλοξενοδόχων και όχι τη λαϊκή ανάγκη για διακοπές, τα δικαιώματα των εργαζομένων ή το εισόδημα των μικρών επαγγελματιών του κλάδου.
Η παρέμβαση των μελών και των φίλων του ΚΚΕ έχει αποδείξει ότι μπορεί να συμβάλει στη διεύρυνση του περιεχομένου του αγώνα. Γιατί μαζί με την πρωτοπόρα μαχητική δράση απέναντι στις συνέπειες της αντιλαϊκής πολιτικής, θέτει στο επίκεντρο της πάλης την αιτία των προβλημάτων, το γεγονός πως η Ενέργεια αποτελεί εμπόρευμα και όχι κοινωνικό αγαθό, φωτίζει την πραγματική διέξοδο.
Οσο κερδίζει έδαφος αυτός ο προσανατολισμός μέσα στο κίνημα, ο αγώνας δεν θα περιορίζεται σε ένα στενό και ρηχό «αντι-αιολικό» περιεχόμενο. Ετσι, θα αποκτά διάρκεια, θα αντιμετωπίζονται απογοητεύσεις αγωνιστών όταν βλέπουν να υλοποιούνται τα σχέδια των ενεργειακών κολοσσών.
Ετσι, θα προφυλάσσεται από ποικιλόμορφες προσπάθειες ο αγώνας να ξεστρατίσει κάτω από την παρέμβαση και την πίεση των επιχειρηματικών ομίλων και των μηχανισμών τους. Ετσι, θα βάζει γερά θεμέλια για να έχει αντοχή και κλιμάκωση, για να διαμορφώνονται οι όροι συνολικής αντεπίθεσης και ανατροπής με στόχο η Ενέργεια να αποτελεί πραγματικά κοινωνικό αγαθό.
(αναδημοσιεύεται από το Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 21-22/11/2020)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου