Στις 21 Αυγούστου ήταν η «επέτειος» από την «έξοδο της χώρας από τα μνημόνια». Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Πρόεδρός του έγραψαν, μεταξύ άλλων, για την επέτειο αυτή :
«Σήμερα συμπληρώνεται ένας χρόνος από την ιστορικής σημασίας έξοδο της χώρας από τα μνημόνια. Στις 21 Αυγούστου του 2018, ο ελληνικός λαός μετά από μια πρωτοφανή 8ετη περιπέτεια λιτότητας, ηθικής και οικονομικής απαξίωσης, έφτασε επιτέλους στην Ιθάκη.
Οι θυσίες έπιασαν τόπο. Αυτό που δεν κατάφεραν τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις των κομμάτων της κρίσης, το κατάφερε η κυβέρνηση της Αριστεράς.
Παραλάβαμε μια χώρα σε οικονομική ασφυξία, με πρωτογενή ελλείμματα, με διαλυμένη παραγωγική βάση -σε κατάσταση εργασιακού μεσαίωνα με ανεργία που είχε σκαρφαλώσει στο 27,9% και στο 60% για τους νέους.
Κατορθώσαμε να αντιστρέψουμε την εικόνα. Ολοκληρώσαμε με επιτυχία το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων απορρίπτοντας διαλυτικά μετρά για τη κοινωνία.
Με την ασφαλιστική μεταρρύθμιση και την ενοποίηση των ταμείων κάναμε ξανά βιώσιμο το ασφαλιστικό μας σύστημα.
Επαναφέραμε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, αυξήσαμε τον κατώτατο μισθό και δώσαμε δωρεάν πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη σε όλους όσους μένουν στη χώρα, Έλληνες και μετανάστες.
Με το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης αντιμετωπίσαμε αποφασιστικά την ανθρωπιστική κρίση και τη φτώχεια. Με τα οικογενειακά επιδόματα αντιμετωπίσαμε την παιδική φτώχεια, ενώ ταυτόχρονα επαναφέραμε την οικονομία σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και μειώσαμε την ανεργία στο 17,6% τον Απρίλη, δηλαδή περισσότερο από 10 ποσοστιαίες μονάδες.
Από την 21η Αυγούστου του 2018 ως και την 7η του Ιούλη του 2019, φέραμε στη Βουλή μέτρα ελάφρυνσης πάνω από 3,5 δισ. ευρώ, προχωρήσαμε στη μείωση του ΕΝΦΙΑ 30% μεσοσταθμικά, ενώ παράλληλα ακυρώσαμε τις προγραμματισμένες μειώσεις στις συντάξεις για το 2019 και στο αφορολόγητο για το 2020.
Η έξοδος της χρεοκοπημένης Ελλάδας από τα μνημόνια δεν ήταν, όμως, μια νομοτελειακή εξέλιξη που θα έρχονταν ούτως ή άλλως. Χωρίς τη ρύθμιση του χρέους που άνοιξε το δρόμο για την επιστροφή μας στις αγορές με τα ιστορικά χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού και χωρίς την ανάκτηση της αξιοπιστίας της χώρας διεθνώς, η Ελλάδα δε θα επέστρεφε στη κανονικότητα.
Αυτό άλλωστε ανέμεναν και οι πολιτικοί μας αντίπαλοι, που είτε προέβλεπαν συνεχώς 4ο μνημόνιο, είτε πιστοληπτική γραμμή στήριξης, δηλαδή κεκαλυμμένο μνημόνιο».
Τα λόγια αυτά μου έφεραν και πάλι στο μυαλό όσα διάβασα στο βιβλίο «Η τελευταία μπλόφα» των δημοσιογράφων Ελένης Βαρβιτσιώτη και Βικτωρίας Δενδρινού. Και το πρώτο ερώτημα που ήρθε αυθόρμητα στο μυαλό μου ήταν «Τελικά, πως έγιναν τα πράγματα ; Έγιναν όπως τα λέει η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ ή όπως καταγράφονται στο παραπάνω βιβλίο ;».
Αναφερόμενος στο εν λόγω βιβλίο, που θεωρητικά προσπαθεί να ρίξει φως σε μία τόσο αμφιλεγόμενη περίοδο, την περίοδο της απόρριψης των μνημονίων, της ρήξης με τις συντηρητικές δυνάμεις και τα διαπλεκόμενα συμφέροντα αλλά τελικά και της «αυταπάτης» και της συνθηκολόγησης (του «έντιμου συμβιβασμού»), θα έλεγα ότι σε κάθε καταγραφή, κάθε μαρτυρία, υπάρχει το ενδεχόμενο να παρουσιάζεται η μία όψη των πραγμάτων. Δεν αποκλείεται κάποιος άλλος να καταθέσει τη δική εκδοχή, τη δική του «αλήθεια». Άλλωστε, και οι ίδιες οι συγγραφείς δηλώνουν ότι «το βιβλίο αυτό προέκυψε από περισσότερες από 230 ώρες συνεντεύξεων με 95 βασικούς πρωταγωνιστές των γεγονότων του 2015. Όλες οι συνεντεύξεις έγιναν «off the record», καθώς πολλοί από τους συνεντευξιαζόμενους εξακολουθούν να βρίσκονται και σήμερα στις ίδιες θέσεις, ενώ τα γεγονότα εκείνης της εποχής παραμένουν ευαίσθητα. Έτσι, η μεγάλη πλειονότητα αυτών που μας μίλησαν δέχθηκαν να καταθέσουν τη μαρτυρία τους, υπό την προϋπόθεση να μη κατονομαστούν. Για να διασταυρώσουμε αυτές τις πληροφορίες, πέρα από τις περιγραφές των συμμετεχόντων, βασιστήκαμε σε emails, SMS, πρακτικά και σημειώσεις συναντήσεων, όπως και σε άλλα έγγραφα , λίστες τηλεφωνημάτων, φωτογραφίες και ό, τι άλλο μας εμπιστεύτηκαν, όσοι μίλησαν μαζί μας».
Πόσο λοιπόν αξιόπιστες είναι όλες αυτές οι καταγραφές ; Πέρα όμως από το αξιόπιστο ή όχι των πληροφοριών, υπάρχει και η περίπτωση της παρερμηνείας κάποιων πραγμάτων. Κάποιοι μπορούν να ισχυριστούν ότι, είπαν μεν αυτό ή εκείνο, όμως στην πραγματικότητα εννοούσαν κάτι άλλο. Για παράδειγμα, στο βιβλίο αναφέρεται η έκφραση της κ. Λαγκάρντ «Πρέπει να επαναφέρουμε τον διάλογο σε επίπεδο ενηλίκων μέσα στην αίθουσα», πράγμα που οι περισσότεροι θεώρησαν ότι αναφερόταν στον Γιάνη Βαρουφάκη, αυτός όμως θεωρώντας ότι αναφερόταν στους Γερμανούς, θα χρησιμοποιήσει αργότερα τη φράση αυτή ως τίτλο του βιβλίου του.
Όπως και να ήταν όμως τα πράγματα, πολλά από τα γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο δεν αμφισβητούνται.
Εξ άλλου, τα αποτελέσματα όλων αυτών των γεγονότων είναι δεδομένα. Και όπως λέγανε οι ένδοξοι πρόγονοί μας, «προς το τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται». Το ότι έκλεισαν οι τράπεζες, το ότι έγινε δημοψήφισμα με ξεκάθαρο αποτέλεσμα υπέρ του όχι, το ότι έγινε στροφή (έντιμος ή όχι συμβιβασμός, αλλά εν τέλει συμβιβασμός), με αποτέλεσμα ένα τρίτο μνημόνιο, ύψους δανείων 86 δις ευρώ, αυτά είναι γεγονότα που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση ή άλλη θεώρηση, αλλά που με τη σειρά τους οδηγούν σε ένα άλλο ερώτημα : «γιατί έγιναν όλα αυτά ;».
Υπάρχει άραγε κανείς που να αμφισβητεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στήριξε την αντιμνημονιακή ρητορική του αλλά και στη συνέχεια την διαπραγματευτική στρατηγική του στην πεποίθηση ότι οι Ευρωπαίοι θα υποχωρούσαν μπροστά στην απειλή εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, διότι κάτι τέτοιο θα είχε τεράστιο κόστος για την Ευρώπη ; Και, αλήθεια, επαληθεύτηκε καθόλου στην πορεία το σωστό αυτής της πεποίθησης ; Αν ήταν έτσι τα πράγματα, γιατί έγινε η μεγάλη στροφή μετά το δημοψήφισμα ;
Αξίζει εδώ να θυμηθούμε το σχετικό διάγγελμα του τότε Πρωθυπουργού, με το οποίο ανακοίνωνε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος :
«Ελληνίδες, Έλληνες. Εδώ και 6 μήνες η ελληνική κυβέρνηση δίνει μία μάχη σε συνθήκες πρωτοφανούς οικονομικής ασφυξίας, προκειμένου να εφαρμόσει τη δική σας εντολή, την εντολή διαπραγμάτευσης με τους εταίρους για να τερματιστεί η λιτότητα και να επανέλθει στη χώρα μας η ευημερία και η κοινωνική δικαιοσύνη. Ούτε μία στιγμή δεν σκεφθήκαμε να υποκύψουμε και να προδώσουμε τη δική σας εμπιστοσύνη. Μετά από πέντε μήνες σκληρής διαπραγμάτευσης, οι εταίροι μας, δυστυχώς, κατέληξαν σε μία πρόταση τελεσίγραφο προς την ελληνική δημοκρατία και τον ελληνικό λαό. Στον αυταρχισμό και την σκληρή λιτότητα, να απαντήσουμε με δημοκρατία, με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα. Η Ελλάδα, τόπος που γέννησε τη δημοκρατία, να στείλει μία ηχηρή απάντηση δημοκρατίας στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια κοινότητα».
Αλλά και όταν έκλεισαν οι τράπεζες το βράδυ της Κυριακής 28 Ιουνίου 2015, ο τότε Πρωθυπουργός, σε διάγγελμά του, μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα, επέκρινε την ΕΚΤ, που οδήγησε την ΤτΕ να επιβάλει τα capital controls, αλλά και το Eurogroup, το οποίο αρνήθηκε να χορηγήσει ολιγοήμερη παράταση του προγράμματος, για να μπορέσει η Κυβέρνηση να διεξαγάγει το δημοψήφισμα.
«Ήταν μία πρωτοφανής πράξη αμφισβήτησης του δικαιώματος ενός κυρίαρχου λαού. Είναι περισσότερο από σαφές ότι η απόφαση αυτή δεν έχει κανένα άλλο στόχο από το να εκβιάσει τη βούληση του ελληνικού λαού και να παρεμποδίσει την ομαλή δημοκρατική διαδικασία του δημοψηφίσματος. Δεν θα τα καταφέρουν όμως. Η αξιοπρέπεια των Ελλήνων απέναντι στους εκβιασμούς και το άδικο θα στείλει μήνυμα ελπίδας και υπερηφάνειας σε όλη την Ευρώπη».
Και πράγματι ο ελληνικός λαός έδωσε ένα βροντερό μήνυμα, με ένα 60% στο ΟΧΙ, έστω και αν δεν γνώριζε πως ακριβώς είχαν τα πράγματα, αν υπήρχε ή όχι τελεσίγραφο, αν οι προτάσεις των δανειστών ήταν αυτές που ήταν επειδή δεν ήθελαν τη συμφωνία ή επειδή εξυπηρετούσαν άλλα συμφέροντα, αν αυτοί οι ίδιοι δανειστές είχαν απορρίψει «ισοδύναμες ελληνικές προτάσεις» από «εκδικητικότητα» ή σκοπιμότητα και όχι επειδή πίστευαν ότι αυτές θα έσπρωχναν την ελληνική οικονομία ακόμη πιο βαθιά στην ύφεση, κάνοντας το δημοσιονομικό κενό ακόμη μεγαλύτερο και άλλα παρόμοια.
Οι Έλληνες πολίτες σίγουρα δεν γνώριζαν τίποτε ή γνώριζαν ελάχιστα από όσα είχαν διαδραματιστεί τους προηγούμενους 6 μήνες. Ούτε γνώριζαν τι συζητιόταν κάθε φορά πίσω από τις κλειστές πόρτες. Παρόλα αυτά, αποφάσισαν κυρίαρχα ότι δεν διαπραγματεύονται την αξιοπρέπεια και την υπερηφάνεια τους. Τι έγινε όμως αυτή η αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια εκείνο το πρωί της Δευτέρας 13 Ιουλίου, όταν «επιτεύχθηκε επιτέλους η συμφωνία», δηλαδή το τρίτο μνημόνια με τα νέα δάνεια των 86 δις ; Μήπως αυτή αξιοπρέπεια πληρώθηκε ακριβά ;
Μήπως λοιπόν, εκτός από την 21 Αυγούστου 2018, πρέπει να θυμούμαστε και κάποιες άλλες ημερομηνίες ;
Το βασικότερο όμως ερώτημα είναι τι απέμεινε από αυτή την περιπέτεια των 10 χρόνων. Και στο σημείο αυτό το βιβλίο των δύο δημοσιογράφων γράφει :
«Βασικός σκοπός των μνημονίων ήταν η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές, μέσω της δημοσιονομικής της εξυγίανσης. Όμως, τα δημοσιονομικά προβλήματα μίας χώρας είναι απλά η κορυφή του παγόβουνου. Κάτω από τα νούμερα κρύβονται δεκαετίες κακοδιαχείρισης, αδύναμων θεσμών και ένας σαθρός κρατικός μηχανισμός. Βάζοντας τα δημοσιονομικά της χώρας σε κάποια τάξη, απλώς αγγίζουμε την επιφάνεια του προβλήματος».
Σε άλλες χώρες που βρέθηκαν και εκείνες σε μνημόνια, η κοινή αποδοχή των αιτίων ήταν τόσο άμεση, που κυβερνήσεις και κοινωνία, αποδέχθηκαν το αναγκαίο κακό και όλοι μαζί δούλεψαν για να το ξεπεράσουν. Και πράγματι το ξεπέρασαν.
Και συνεχίζει το βιβλίο :
«Στην Ελλάδα αντιθέτως δεν έγινε ποτέ μία πραγματική συλλογική συζήτηση για τα λάθη που οδήγησαν στην κρίση, ώστε να υπάρχει μία κοινή πορεία για το πώς πρέπει να τα διορθώσουμε. Ακόμη και σήμερα, τα μέτρα εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται σαν τιμωρία από τους ξένους και τα οκτώ χρόνια μνημονίων θεωρούνται από πολλούς ως η κύρια αιτία της κρίσης».
Λάθη έγιναν πολλά, από Έλληνες και ξένους. Όμως, η ευθύνη για το μέλλον της χώρας πέφτει στους ώμους όλων μας. Και γι’ αυτό δεν είναι δικαίωμα κανενός, είτε να εθελοτυφλεί, είτε να στρουθοκαμηλίζει. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, κάποιος να αρνείται να δει το πραγματικό γεγονός της εκτόξευσης των επιχορηγήσεων προς τα ασφαλιστικά ταμεία από 4 δις το 2002 σε 14 δις το 2009 και να μην αναρωτιέται ποιοι ήταν εκείνοι που τορπίλισαν την πρόταση ασφαλιστικής μεταρρύθμισης του Τάσου Γιαννίτση το 2001. Δεν μπορεί κάποιος να ξεχνά ότι ο Υπουργός Οικονομίας της ΝΔ Γιώργος Αλογοσκούφης, όπως ο ίδιος γράφει, πρότεινε στον Πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή δημοσιονομικά μέτρα το 2008 και εκείνος του απάντησε «άφησέ το για αργότερα». Και επίσης δεν μπορεί να ξεχνά τον ίδιον αυτόν Πρωθυπουργό να προτείνει το 2009 πάγωμα μισθών και προσλήψεων και την ίδια στιγμή ο Υπουργός του Γιώργος Σουφλιάς να προσλαμβάνει 450 ανθρώπους στην ΑΜΕΛ, αυξάνοντας τον αριθμό των εργαζομένων (1.260 πριν τις προσλήψεις αυτές) κατά 36 % !!!.
Είναι όμως τόσα πολλά αυτά που δεν πρέπει να ξεχνούν οι πολίτες, που θα χρειαζόταν να μιλά κανείς και να γράφει για ατέλειωτες ώρες. Και επειδή κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο, πέρα και από το γεγονός ότι, και να γινόταν, πολλοί λίγοι θα άκουγαν ή θα διάβαζαν, η μόνη ευχή που μπορεί κάποιος να κάνει είναι να φωτίσει τους ηγέτες μας ο Θεός ή όποια άλλη υπέρ τον άνθρωπο δύναμη να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Διότι, όπως γράφει στο μήνυμά του και ο πρώην πρωθυπουργός,
«ας μη θαρρούν κάποιοι πως η ιστορία τελείωσε εδώ. Η ιστορία, ευτυχώς ή δυστυχώς, διαρκεί πολύ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου