Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

" Παραφωνίες " ( του Σαράντη Μιχαλόπουλου , Ιτέα )

Επειδή κάποιοι συνεχίζουν να κάνουν «κριτική», χωρίς να νοιάζονται για τον αντίκτυπο στην κοινωνία αυτές τις δύσκολες στιγμές



ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΞΙΖΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΤΥΧΗ
Με την κρίση του κορωνοϊού σε πλήρη εξέλιξη, με τις εφιαλτικές εικόνες χωρών που πάντα θεωρούσαμε σαν πιο προηγμένες σε όλους τους τομείς, το φαινόμενο της μικρόψυχης και μίζερης αντιμετώπισης μερίδας των συμπολιτών μας για όσα μας συμβαίνουν, με κάνουν να πιστεύω ότι δεν μας αξίζει καλύτερη τύχη.
Όχι. Δεν αναφέρομαι σε εκείνους που επιδεικνύουν μία εντελώς ανεύθυνη και αντικοινωνική συμπεριφορά, μη εφαρμόζοντας τις οδηγίες της Πολιτείας. Αναφέρομαι σε αυτούς που δυστυχώς μπορούν να χαρακτηριστούν σαν «δημόσια πρόσωπα», διότι, είτε εκπροσωπούν κάποιους από μας στο πολιτικό μας σύστημα, είτε έχουν «εκτεθεί» σαν υποψήφιοι σε διάφορα όργανα του πολιτικού και κοινωνικού μας βίου.
Αναφέρομαι όμως και σε κάποιους «επώνυμους», κυρίως δημοσιογράφους ή έστω απλώς αρθρογράφους, που έχουν «αναγνωρισιμότητα» και που από όλα τα σοβαρά που συμβαίνουν, επιλέγουν να καταπιαστούν με κάποια επιμέρους θέματα. Θέματα, που κάτω από διαφορετικές συνθήκες, ίσως άξιζαν προβολής, σήμερα όμως ακούγονται σαν παραφωνίες στην τεράστια προσπάθεια, όχι κάποιας κυβέρνησης, αλλά της κοινωνίας ολόκληρης, να πολεμήσει αυτόν τον ανεπάντεχο εχθρό που εισέβαλε στη ζωή μας.
Ας πάρουμε το παράδειγμα μίας γνωστής δημοσιογράφου, που εκείνο που βρήκε να σχολιάσει ήταν ότι ο κ. Τσιόρδας πήγε σε εκκλησία (άδεια, όπως και η ίδια παραδέχεται) να ψάλει, λέγοντας ότι αυτό είναι αντιφατικό με την οδηγία «μένουμε σπίτι». Εγώ να δεχθώ ότι η παρατήρηση αυτή έχει κάποια βάση. Είναι όμως θέμα για προβολή ; Όταν όλοι μας είμαστε ελεύθεροι να πάμε στο Σουπερμάρκετ, να πάμε στην Τράπεζα, να πάμε για μία βόλτα, αυτό που μας ενόχλησε είναι το «κακό παράδειγμα» του συγκεκριμένου ανθρώπου που ένοιωσε την ανάγκη να πάει να ψάλει στην εκκλησία ;
Το πόσο επιζήμια ήταν αυτή η αναφορά, φαίνεται από την αντίδραση ενός ανθρώπου που, διαβάζοντας ένα σχετικό σχόλιο που χαρακτήρισε «μικρότητα» αυτή την ανάρτηση της δημοσιογράφου, τοποθετήθηκε ως εξής :
«Γιατί μικρότητα ; Όλος ο κόσμος τον ακούει με μεγάλη προσοχή. Καλό είναι, αυτά που λέει ότι πρέπει να κάνουμε εμείς, να τα τηρεί και αυτός και μάλιστα κατά γράμμα. Γιατί να πάει να ψάλει ; Αφού δεν επαγγέλλεται ψάλτης, πήγε απλώς να κάνει το χόμπι του. Εδώ ο κόσμος μένει μέσα αφήνοντας τη δουλειά του, αυτός θα κοιτάξει το χόμπι του ; Ας σοβαρευτούμε λιγάκι».
Η προσέγγιση αυτή είναι κατά τη γνώμη μου απόλυτα λανθασμένη. Η οδηγία "μένουμε σπίτι" συνοδεύεται από την αναγνώριση αναγκών του πληθυσμού, όπως αυτό της άσκησης, αρκεί αυτό να γίνεται κατά μόνας. Ακόμη και αν το να ψάλει ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι "χόμπι", δεν είναι διαφορετικό δικαίωμα από αυτό που αναγνωρίζεται επισήμως σε όλους να ασκήσουν τα όποια δικά τους χόμπι. Όμως, το πιο σημαντικό και ουσιαστικό πράγμα, αυτό που μου δίνει το δικαίωμα να χαρακτηρίζω απολύτως λανθασμένη την προσέγγιση, είναι ότι κανείς δεν γνωρίζει και ούτε μπορεί να αξιολογήσει την ψυχική ανάγκη κάποιου ανθρώπου για "εκτόνωση", ιδιαίτερα όταν αυτός ο συγκεκριμένος διαχειρίζεται ένα τέτοιο θέμα. Επομένως, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί κάποιος να του πει «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις», και ακριβώς εδώ είναι το άτοπο του σχολίου της συγκεκριμένης δημοσιογράφου, διότι ουσιαστικά θέτει σε αμφιβολία την αξιοπιστία του κ. Τσιόρδα, χωρίς αυτό να τεκμέρεται με έναν πασιφανή και αδιαμφισβήτητο τρόπο.
Όπως και να το κάνουμε, δεν θα πάψουν να υπάρχουν ανάμεσά μας άνθρωποι που ψάχνουν, όχι μόνο σήμερα αλλά και σε κάθε περίσταση, να βρουν κάτι για να ψέξουν τους άλλους ανθρώπους. Όταν λοιπόν αυτοί οι συγκεκριμένοι άνθρωποι βρουν μία ευκαιρία με αναφορές «επώνυμων» προσώπων, βρίσκουν μία ευκαιρία και μία καλή δικαιολογία να «ξεσπαθώσουν» και να αρχίσουν να κατηγορούν τους πάντες για ανικανότητα, ανευθυνότητα και άλλα παρόμοια. Και τότε διαταράσσεται σοβαρά η κοινωνική συνοχή, η οποία σε τέτοιους χαλεπούς καιρούς δεν  είναι απλώς απαραίτητη, αλλά σημαντικότερο και από το ίδιο το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε.
Στην ίδια κατεύθυνση, δηλαδή μίας «κριτικής» κατά πάντων, ένας άλλος δημοσιογράφος, γνωστός για το «καταγγελτικό» του στυλ. με πιο συγκαλυμμένο τρόπο (απευθύνεται δήθεν στον ΠΟΥ γράφοντας, «γιατί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας μας κοίμισε ;»), ουσιαστικά ρίχνει ένα είδος μομφής στον ίδιο άνθρωπο, τον κ. Τσιόρδα, διότι τον Ιανουάριο μας, μεταφέροντας τη θέση του ΠΟΥ, μας έλεγε ότι ο συγκεκριμένος ιός έχει «περιορισμένη μεταδοτικότητα και επικινδυνότητα», ενώ αργότερα αυυτό αποδείχθηκε εσφαλμένο. 
Πως εκλαμβάνει μία τέτοια αναφορά ένας απλός αναγνώστης ; Προφανώς σαν μία αναξιοπιστία του ανθρώπου που σήμερα ηγείται της τιτάνιας προσπάθειας αντιμετώπισης του κακού που μας βρήκε. Ο απλός πολίτης σίγουρα δεν θα εστιάσει στην ενδεχόμενη ανεπάρκεια ενός παγκόσμιου οργανισμού. Εκείνο που θα σκεφθεί είναι ότι αυτός, στα χέρια που οποίου έχουμε εναποθέσει την τύχη μας, δεν είναι και ο καλύτερος, αφού, άλλα μας λέει τη μία φορά, και άλλα την άλλη. Αλήθεια, τι εξυπηρετεί κάτι τέτοιο ; 
Άλλο παράδειγμα, πολύ πρόσφατο, είναι αυτό ενός βουλευτή που εκμεταλλεύτηκε τον θάνατο μίας δημοσιογράφου, για να στήσει μία ολόκληρη ιστορία ότι υπήρξε θύμα του κορωνοϊού που αποκρύπτεται από τις Αρχές, ώσπου βγήκε ο αδελφός της να το διαψεύσει. 
Όμως, το χειρότερο δεν είναι αυτό. Είναι κάτι άλλο. Είναι το ότι, εκλεγμένη στο παρελθόν αυτοδιοικητική σύμβουλος, παρότι, ούτε η εφημερίδα στην οποία δούλευε η δημοσιογράφος, ούτε το πολιτικό κόμμα στο οποίο εκείνη υποτίθεται ότι ανήκει, υιοθέτησαν αυτό το σενάριο, αυτή το προέβαλε σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, με τον γνωστό «αθώο» τρόπο, «λες να είναι έτσι ;».
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η επιστολή μίας ομάδας Βιολόγων προς τον Πρωθυπουργό, την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης (γιατί όχι και στους άλλους Αρχηγούς Κοινοβουλευτικών Κομμάτων ; Δεν εκπροσωπούν και αυτοί κάποιους πολίτες;), με την οποία κάνουν κριτική για το ότι η χώρα μας δεν κάνει τεστ σε όλους τους νοσούντες, όπως π.χ. κάνει η Γερμανία. 
Εκεί, θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει, αν η επιβεβαίωση πολύ περισσότερων κρουσμάτων θα βοηθούσε τον περιορισμό της εξάπλωσης. Θα πήγαιναν όλοι οι νοσούντες σε νοσοκομεία ; Θα επιβάλλονταν "κατ' οίκον περιορισμός" ; Θα μπορούσε να γίνει ιχνηλάτηση επαφών σε έναν τόσο μεγάλο αριθμό ασθενών ; Τι θα γίνονταν με αυτές τις επαφές ; Θα γίνονταν οι κάτοικοι των μεγάλων αστικών κέντρων πιο προσεκτικοί, αν έβλεπαν ότι στο ευρύτερο περιβάλλον τους υπάρχουν περισσότεροι ασθενείς από αυτούς που ακούνε σήμερα ; 
Εκείνο όμως στο οποίο οι συγκεκριμένοι επιστήμονες δεν τοποθετούνται είναι αν τα περιοριστικά αλλά και προστατευτικά μέτρα που σήμερα εφαρμόζονται, καλύπτουν σε κάποιο βαθμό, ίσως και απόλυτα, αυτή την "άγνοια" του "πραγματικού" αριθμού ασθενών ; Μήπως, αντί της διαπίστωσης ότι π.χ. η Μαρία είναι αρνητική και ο Γιώργος θετικός, επομένως ας αφήσουμε ελεύθερη τη Μαρία και ας περιορίσουμε τον Γιώργο, η εφαρμοζόμενη τακτική του να θεωρούνται και η Μαρία και ο Γιώργος «εν δυνάμει» θετικοί και άρα να περιορίζονται και οι δύο («μένουμε σπίτι») υπερκαλύπτει την προηγούμενη επιλογή ; 
Προφανώς, θα ήταν καλύτερο να κάνουμε όλοι τεστ, αλλά η στρατηγική κάθε κράτους προσαρμόζεται ανάλογα με τις οδηγίες του ΠΟΥ, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι πράγματι να γίνονται περισσότεροι έλεγχοι, αλλά και ανάλογα με τις πραγματικές δυνατότητες του κράτους. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι δυνατότητες δεν σχετίζονται μόνο με το αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν επαρκή αντιδραστήρια, αλλά και με τις λοιπές δυνατότητες του Συστήματος Υγείας (κλίνες, γιατροί, νοσηλευτές, ΜΕΘ, εξοπλισμός, κλπ.). Εκείνο που εγώ έχω καταλάβει είναι ότι οι αρμόδιοι γνωρίζουν ότι αυτές οι δυνατότητες είναι περιορισμένες (το γιατί είναι μία τελείως διαφορετική συζήτηση) και εκείνο που πρωτίστως φροντίζουν είναι να μη «καταρρεύσει» το σύστημα, δηλαδή να μη φθάσουμε σε σημείο να «διαλέγουμε» ποιον θα νοσηλεύουμε και ποιον όχι.
Εκτός όμως από αυτό, υπάρχει και ένα άλλο θέμα. Η συγκεκριμένη επιστολή ήρθε στη δημοσιότητα από κάποια μέσα ενημέρωσης που τηρούν αντιπολιτευτική στάση. Δεν ξέρω πως έφθασε εκεί αλλά και ούτε θα αναρωτιόμουνα γι’ αυτό σε κανονικές συνθήκες. Στην παρούσα όμως φάση, δεν μπορώ να προσπεράσω αυτή την εξέλιξη, η οποία, και τυχαία να ήταν, λειτούργησε τελικά αρνητικά. Και λειτούργησε αρνητικά, διότι εξέπεμψε το μήνυμα ότι σαν Πολιτεία δεν λειτουργούμε σωστά, κάτι το οποίο, όπως φάνηκε από τα ερωτήματα που διατύπωσα, δεν φαίνεται να τεκμηριώνεται και αυτό επαρκώς.
Αλλά ας πάμε και στο ζήτημα των πραγματικών δυνατοτήτων του δικού μας συστήματος Υγείας. Ενδεικτικό είναι τα παρακάτω γράφημα που δημοσιεύτηκε σε ιστοσελίδα και το οποίο δείχνει τον αριθμό ΜΕΘ ανά 100.000 κατοίκους.  



Δεν γνωρίζω την πηγή αυτών των πληροφοριών, αλλά θα τις δεχθώ προς στιγμή, για να προχωρήσω τη σκέψη μου. Εδώ η σχετική αναφορά της συγκεκριμένης ιστοσελίδας γράφει :
«Η Αχίλλειος πτέρνα του ελληνικού συστήματος υγείας ενόψει της εξάπλωσης του κοροναϊού δεν είναι άλλο από την έλλειψη κλινών εντατικής. Για να έχουμε μία τάξη μεγέθους, η γειτονική Ιταλία που έχει σοβαρό πρόβλημα έχει αναλογικά διπλάσιο αριθμό κλινών, σε σχέση με εμάς!
Η Ιταλία βρίσκεται στην 20η θέση παγκοσμίως με περίπου 12,5 κλίνες εντατικής ανά 100.000 πληθυσμού, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στην 47η θέση με μόλις 6 κλίνες ανά 100.000. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι η χώρα μας πρέπει να είναι έτοιμη να λάβει πιο αυστηρά μέτρα καραντίνας και πιο νωρίς από τους Ιταλούς.
Στην Ιταλία έχουν φθάσει πλέον σε σημείο, που οι γιατροί καλούνται να επιλέξουν ποιον ασθενή θα βάλουν σε κρεβάτι εντατικής και απ’ όσα έχουν γίνει γνωστά αναγκάζονται να ρίξουν το βάρος στους νεότερους σε ηλικία ασθενείς. Τα στοιχεία δείχνουν ότι το 10% των ασθενών στην Ιταλία χρειάστηκαν εντατική.
Πρώτη χώρα σε κλίνες εντατικής είναι οι ΗΠΑ με 34 κλίνες ανά 100.000 πληθυσμού (δείτε το γράφημα) και στην πρώτη δεκάδα είναι κατά σειρά οι Γερμανία, Ταϊβάν, Βραζιλία, Λουξεμβούργο, Σαουδική Αραβία, Αυστρία, Ρουμανία, Καζακστάν και Ουρουγουάη.
Εξίσου σημαντικό πρόβλημα με την Ελλάδα έχουν χώρες όπως Δανία, Φιλανδία και Ολλανδία. Ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα έχουν περιοχές της Βρετανίας, όπως η Σκωτία με 5,1 κλίνες ανά 100.000 και η Ουαλία με 5,4.
Πέραν αυτού, όπως φάνηκε στην Κίνα, σημαντική παράμετρος για την αντιμετώπιση των βαριά ασθενών από κοροναϊό είναι η ύπαρξη προηγμένων μηχανημάτων τεχνητής υποστήριξης (extracorporeal membrane oxygenation – ECMO). Και είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι τέτοιου είδους υποδομή δεν υπάρχει στην Ιταλία, παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των κλινών εντατικής είναι ικανοποιητικός».
Σωστή η αναφορά, αλλά το ζήτημα είναι πως «διαβάζεται» αυτή σήμερα. Ένας φίλος την σχολίασε με τον εξής τρόπο : «25.000 ΜΕΘ στην Γερμανία. 7000 περίπου στην Ιταλία, Κάτω από 600 κρεβάτια ΜΕΘ στην Ελλάδα και όχι κενές ( υπάρχουν άνθρωποι με γρίπη, τροχαία, καρδιές και εγκεφαλικά) . Οπότε η κυβέρνηση πρέπει να προσλάβει άμεσα προσωπικό με διαδικασίες Fast track και να ανοίξει ΜΕΘ. Είναι η μόνη λύση. Και εμείς μέσα στο Σπίτι ώστε να μειωθεί η επικινδυνότητα».
Πως σχολιάζω εγώ αυτό το «διάβασμα» : Η σύγκριση με άλλες χώρες πρέπει να γίνεται σε συνδυασμό και με άλλους δείκτες ή παραμέτρους (π.χ. ΑΕΠ). Και η σύγκριση αυτή πρέπει να γίνεται συνεχώς και να περιλαμβάνει πολλούς κρίσιμους για την κοινωνία τομείς, όπως η παιδεία, οι συγκοινωνίες, η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, κλπ. Διότι όλοι αυτοί καθορίζουν το πραγματικό επίπεδο πρόνοιας της Πολιτείας για τους πολίτες. 
Δυστυχώς, το παραπάνω δικό μου σχόλιο προκαλεί την απάντηση «Η ζωή λοιπόν δεν αξίζει το ίδιο σε όλες τις χώρες». Και η απάντηση αυτή εκφράζει εύγλωττα μία γενική απογοήτευση που κυριαρχεί στην κοινωνία, καθώς οι περισσότεροι θεωρούμε ότι σαν πολίτες παίρνουμε από το Κράτος πολύ λιγότερα από αυτά που έπρεπε να παίρνουμε. 
Όμως, μία τέτοια προσέγγιση και πίστη είναι μάλλον προϊόν συναισθηματικής παρόρμησης και όχι ρεαλιστικής εξέτασης και ανάλυσης, διότι πολύ εύκολα γίνονται συγκρίσεις, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη κρίσιμες παράμέτροι του θέματος. 
Θέλουμε δεν θέλουμε, το πως στήνουμε ένα κοινωνικό κράτος είναι σε άμεση σχέση με το τι χρήματα διαθέτουμε. Βεβαίως οι προτεραιότητες σχετίζονται με την "ιδεολογική" επιλογή κάθε κυβέρνησης, όμως και η πλέον φιλολαϊκή δεν μπορεί να αγνοήσει και τις άλλες πτυχές της ζωής των πολιτών και κυρίως εκείνες τις πτυχές που μπορούν να εξοικονομήσουν χρήματα για να ενισχυθούν τομείς όπως η Υγεία. 
Όταν για παράδειγμα, ο νόμος για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση ψηφίστηκε το 2011 και μόλις σήμερα συζητάμε για ένα είδος ολοκλήρωσης, κάτι που θα εξοικονομήσει σημαντικούς πόρους, δεν μπορούμε να λέμε απλά "πόσο κοστίζει η ανθρώπινη ζωή". Ούτε να λέμε "δεν κοστίζει εξίσου σε όλες τις χώρες", όταν κάποιες από αυτές έχουν συσσωρεύσει πλούτο, εκμεταλλευόμενες ίσως κάποιες άλλες. Μακάρι τα πράγματα να ήταν απλά αλλά σε επίπεδο διακυβέρνησης είναι σίγουρα περίπλοκα, διότι είναι άπειρες οι παράμετροι που υπεισέρχονται. 
Και αν για έναν απλό πολίτη, μία τέτοια προσέγγιση μπορεί να έχει το ελαφρυντικό της έλλειψης γνώσης για την πολυπλοκότητα των σχετικών θεμάτων, για έναν άνθρωπο εκλεγμένο σε αξίωμα που μπορεί να διαχειρίζεται κρίσιμα θέματα μίας έστω μικρής κοινωνίας, όπως συμβαίνει στην Αυτοδιοίκηση, κάτι τέτοιο είναι πολύ σοβαρό, διότι καταλήγει να έχει έντονα στοιχεία λαϊκισμού. 
Αλλά και μία «καλοπροαίρετη» κριτική και τοποθέτηση, πρέπει και αυτή να αντιμετωπίζεται με έναν τρόπο ρεαλιστικό και ψύχραιμο, βάζοντας στην άκρη την οποιαδήποτε συναισθηματική φόρτιση των στιγμών που περνάμε. Διάβασα, για παράδειγμα, πάλι σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, το εξής σχόλιο ενός άλλου φίλου μου :
«Θεωρώ ότι αυτή η πανδημία βοήθησε πολλούς να απαντήσουν στο ερώτημα, ιδιωτική η δημόσια υγεία. Η απάντηση είναι μια και δεδομένη. Βέβαια, θα δούμε τι θα γίνει μετά την πανδημία. Θα ενισχυθεί το ΕΣΥ η θα πέσουμε πάλι σε κάποια παπαγαλάκια που θα προσπαθούν να μας πείσουν ότι τα μισά δημόσια νοσοκομεία θα πρέπει να γκρεμισθούν». 
Αναρωτιέμαι αν και με τις πλέον ακραίες «φιλελεύθερες» απόψεις μπορεί να τεθεί δίλημμα τέτοιας μορφής, δηλαδή «Δημόσια ή Ιδιωτική Υγεία», όπως δεν πρέπει να υπάρχει δίλημμα για Δημόσια ή Ιδιωτική Παιδεία, ή για Δημόσια ή Ιδιωτική Ασφάλεια. Το μόνο ερώτημα που πρέπει να υπάρχει είναι «Αποδοτική ή Μη Αποδοτική Δημόσια Υγεία, Εκπαίδευση, Ασφάλιση». Δεν μπορεί τα αγαθά αυτά να επαφίενται στο αν κάποιος έχει ή δεν έχει χρήματα για να τα αποκτήσει. Σαφέστατα, πρέπει να παρέχονται από την Πολιτεία και μάλιστα με όρους ισοτιμίας μεταξύ των πολιτών. Και σαν  μόνο επόμενο ερώτημα στο οποίο πρέπει να δώσουμε απάντηση είναι το πως θα εξασφαλιστούν οι απαιτούμενοι πόροι γι' αυτές αλλά και πολλές άλλες παροχές της Πολιτείας, που δεν είναι "προσφορά" αλλά υποχρέωση προς τους πολίτες. 
Ως προς το πρώτο ερωτηματικό, δηλαδή «αν μπορεί η Δημόσια Διοίκηση να είναι αποδοτική και αποτελεσματική", θα έλεγα ότι όλα τα σχετικά μοντέλα για μία αποδοτική λειτουργία της οποιασδήποτε δραστηριότητας υπάρχουν και εφαρμόζονται σε όλους τους τομείς και σε όλο τον κόσμο. Γιατί λοιπόν όχι και στον Δημόσιο Τομέα ; 
Στο θέμα αυτό «συγκρούονται» δύο «ιδεολογίες». Η πρώτη έχει σαν πιστεύω την "ιδιωτικοποίηση των πάντων", στηριζόμενη στο επιχείρημα "το Δημόσιο δεν μπορεί να γίνει αποδοτικό και αποτελεσματικό". Όμως, ένα τέτοιο «στερεότυπο» στην πραγματικότητα υποκρύπτει τη μη διάθεση να προσπαθήσει κάποιος να κάνει το Δημόσιο αποδοτικό και αποτελεσματικό, είτε επειδή δεν θέλει αυτός ο κάποιος να δώσει έναν τέτοιο αγώνα, είτε επειδή δεν θέλει να συγκρουσθεί με νοοτροπίες βαθιά ριζωμένες σε κάποιες ομάδες ή και σε όλη την κοινωνία, είτε όμως και επειδή δεν τον "συμφέρει" να κάνει αυτή την αλλαγή. 
Για το θέμα αυτό έχω μία προσωπική εμπειρία, την οποία θα ήθελα να μοιραστώ με όποιον διαβάσει αυτό το κείμενο. 
Κάποτε το Μετρό εξαιρέθηκε (σωστά !) με νόμο από την εφαρμογή διαδικασιών του Δημοσίου (κυρίως προσλήψεις προσωπικού). Όμως, ένας συγκεκριμένος Υπουργός έφθασε να κάνει προεκλογικά (2009) 450 προσλήψεις (επί αριθμού προσωπικού 1.250, δηλαδή +36%), εκμεταλλευόμενος το «παράθυρο» αυτής της εξαίρεσης, απλώς και μόνο για ψηφοθηρικούς λόγους (όποιος θέλει, μπορεί να διαβάσει το σχετικό πόρισμα του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης Ρακιντζή). 
Οι προσλήψεις αυτές ήταν αχρείαστες εκείνη την εποχή και δημιούργησαν ένα τεράστιο οικονομικό βάρος στον Οργανισμό, κάτι που σαφώς ήταν ενάντια στον σκοπό του τελευταίου να παρέχει ένα συγκοινωνιακό έργο, με ασφάλεια και ποιότητα, αλλά χωρίς αδικαιολόγητη επιβάρυνση του κοινωνικού συνόλου.
Ήταν αυτό «ασθένεια» του Οργανισμού επειδή ήταν Δημόσιος ή ήταν μία κακή πρακτική ενός Δημόσιου Λειτουργού ; Και αλήθεια, τέτοιες κακές πρακτικές δεν μπορούν να αποκλεισθούν με θεσμικό τρόπο, ώστε να μην επαφίεται η σωστή λειτουργία τέτοιων οργανισμών μόνο στην «φιλοπατρία» των εκάστοτε διοικούντων ; Πως έχουν αντιμετωπίσει τέτοιες «κακές πρακτικές» οι μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις ; Διότι, και αυτές έχουν «κακά στελέχη», που μπορούν, όχι μόνο να τις κάνουν μη αποδοτικές, αλλά ίσως και να τις καταστρέψουν (π.χ. σκάνδαλα που αποκαλύπτονται και επισύρουν τεράστια πρόστιμα).
Σαφώς λοιπόν υπάρχουν τρόποι για να έχουμε αποδοτική Δημόσια Υγεία, με περισσότερες και καλύτερες παροχές, ακόμη και με περιορισμένους πρόρους. Όμως, για να γίνουν αυτά που πρέπει, χρειάζεται θέληση και γενναιότητα, όχι από τον απλό πολίτη, αλλά από όλους όσους μας ζητούν να τους εκλέξουμε, για να μας εκπροσωπούν. Και σε πολλούς από αυτούς, δυστυχώς δεν υπάρχει αυτή η θέληση και η γενναιότητα. Αντίθετα, υπάρχει μικροψυχία και μιζέρια. Γι’ αυτό, δεν μας αξίζει καλύτερη τύχη.




Δεν υπάρχουν σχόλια: