Τσάκας ὁ Ἀχάλαγος!
[τοῦ Θανάση Τσάκα]
ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ σκοτώθηκε, κι’ ὁ Τσάκας ὁ δεντρόκορμος δὲν εἶχε πειὰ καρδιὰ γιὰ πόλεμο. Ὁ Ἥρωας, ποὺ φρόντιζε τὰ παληκάρια του καλύτερα ἀπὸ τὴ ζωή του, δὲ ζοῦσε πειὰ νὰ τονὲ θυμηθῇ. Τελείωσε ὁ ἀγῶνας μὲ τοὺς Τούρκους, κι’ ὁ Τσάκας, ποὺ πενῆντα χρόνια Τούρκους σκότωνε, ἀπ’ ὅλους λησμονήθηκε. Δὲν ἦταν ἀπὸ κείνους τοὺς Ἀγωνιστὲς ποὺ φωνάζανε τὰ δίκια τους καὶ τὰ γυρεύανε μὲ τὸ σπαθί τους ἀπὸ τὸ Κουβέρνο. Ἔτσι κανένας δὲν τὸν εἶδε οὔτε στ’ Ἀνάπλι, οὔτε στὴν Ἀθήνα ν’ ἀνεβαίνῃ σκάλες, νὰ φιλῇ ποδιές, περίθαλψες ἀριστεῖα νὰ γυρεύῃ. Ἀποτραβήχτηκε στ’ ἀγαπημένα του βουνὰ τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδας, οἰκονόμησε λίγα παλιόγιδα, κι’ ἀπὸ Κλέφτης, ἄγριος κι’ ἀφίλιωτος τοῦ Τούρκου ὀχτρός, γίνηκε ἥμερος τσοπάνης, ἄβλαβος Πολύφημος, καὶ μοναχὰ τὸ παράψηλο τ’ ἀνάστημά του καὶ ἡ ἀντρειωμένη του κορμοστασιὰ θὰ μαρτυροῦσαν πὼς αὐτὸς ἦταν ὁ Τσάκας ὁ ξακουστός. Περήφανος, παράπονο ποτέ του δὲν ξεστόμησε· ἔβαλε τὴ γιαταγάνα στὸ θηκάρι, ἔπηξε στάνη, κ’ ἔπλεξε καλύβι, καὶ στεφανώθηκε μιὰ βλάχα δροσερὴ σὰν τοῦ Ἄσπρου τὰ νερά.
Κάνανε κάποτε ὁ Ὄθωνας καὶ ἡ Ἀμαλία τὴν περιοδεία τους κατὰ τὰ κατατόπια ἐκεῖνα, κι’ ὁ Γαρδικιώτης Γρίβας, ὁ ὑπασπιστής, εἶπε μιὰ μέρα στὸ Βασιλέα:
— Σὲ λίγο ἐδῶ ποὺ πᾶμε, θὰ σμίξουμε τὴ στάνη τοῦ περίφημου τοῦ Τσάκα.
— Ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ Τσάκας;
Ὁ Γρίβας τὸν ἤξερε καλὰ ἀπὸ τὸν καιρὸ τὸν ἀλησμόνητο, ποὺ πολεμοῦσε κι’ αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸν Καραϊσκάκη, καὶ ζωγράφισε στοὺς Βασιλιάδες τὸ τί ἦταν ὁ Τσάκας.
— Μὰ ἀκοῦτε, εἶπε, τὸ πειὸ παράξενο· γέρος ἑκατὸ χρονῶν ὁ Τσάκας, δὲν ἔχει πολὺν καιρὸ ποὺ στεφανώθηκε τρίτη φορά…
Οἱ Βασιλιάδες παραξενευτήκανε καὶ στεῖλαν καὶ καλέσανε τὸν Τσάκα. Τότε εἴδανε μπροστά τους ἕνα γίγαντα ἀσπρομάλλη, μὲ λογκωμένα στήθια, φρύδια καὶ μαλλιά, σὰν παμπάλαιο μονοδέντρι ποὺ τὸ τρέφει ἡ μοναξιὰ κ’ ἡ ἀνεμοζάλη.
— Διατί δὲν ἐζητήσατε ἀμοιβὴν διὰ τὰς ὑπηρεσίας σας; ρώτησε ὁ Βασιλέας μὲ τὰ δασκάλικά του λόγια.
Ὁ Τσάκας ἀποκρίθηκε δυνατόφωνα:
— Χαρὰ στὰ γουνικὰ ποὺ καρτερᾶνε νὰ δώσουνε ψουμὶ στὰ παιδιά τ’ς ἅμα σκάσουν ἀπ’ τὰ κλάϊματα! [ἀλοίμονο στὴν πατρίδα ποὺ τόσο ἀργὰ συλλογίστηκε νὰ βοηθήσῃ ἕναν Ἀγωνιστή].
Ὁ Βασιλέας ξαφνίστηκε μὲ τὴν ἀπόκριση τούτη τὴν παραστατική· τοὔδωσε τὸ Σταυρὸ τοῦ Σωτῆρα, μὰ πῆρε καὶ σημείωση νὰ τοῦ δώσῃ «περίθαλψη».
Ἡ Βασίλισσα σ’ αὐτὸ τὸ μεταξὺ κύταζε μιὰ τριαντάρα βλάχα, μεγαλόσωμη πλατώνα [εἶδος ζαρκάδι] ποὺ στεκόταν κι’ ἄκουγε.
— Εἶσαι κόρη τοῦ καπετάνου; ρώτησε, κάνοντας πὼς δὲν ξέρει.
Ὁ Τσάκας δὲν ἔδωσε καιρὸ τῆς γυναίκας ν’ ἀπαντήσῃ.
— Ὁ Θεγὸς δὲ μ’ χάρ’σε πιδιὰ μὲ καμιὰ ἀπ’ τὴς τρεῖς γ’ναῖκες ποὺ πῆρα· ἡ στερνή, ἡ τρίτ’ εἶν’ αὐτείνη ὅπ’ βλέπ’ς, Κυρὰ Βασίλισσα!
— Μὰ εἶναι πολὺ νέα καὶ τὴν ἀδίκησες νὰ τὴν πάρῃς γυναῖκα σου, τόσο προχωρημένος στὰ χρόνια, εἶπε ἡ Βασίλισσα πονηρά.
— Νὰ σ’ πῶ, Κυρὰ Βασίλισσα, εἶπε ὁ Τσάκας· ἂν ἔν’ [εἶναι] νὰ χαλάῃς τ’ Σαρακουστή, τότε νὰ φᾷς ἀρνὶ ἢ π’λακίδα· μὰ ἂν ἔν’ νὰ φᾷς παλιόγιδα, φάει καλύτερα ξερὸ τοὺ ψουμάκι σ’ νἄχῃς διάφουρου καὶ τὴν ψυχή σ’!
Σ’ αὐτὴ τὴν ἀπόκριση ἔμεινε ἡ Βασίλισσα μ’ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα.
Ἀπὸ τότε δὲν ἔπαυε νὰ ρωτάῃ ὅσους γνώριζε ἀπὸ τὰ κατατόπια ἐκεῖνα:
— Ζῇ ὁ γερο-Τσάκας ποὺ παντρεύτηκε γέρος ἑκατὸ χρονῶν;
Ἴσως ἀκόμα ζῇ καὶ βασιλεύει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου