Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

Γραφικά και ευτράπελα των παλαιών εκλογών

 

Γράφει ο Γιάννης Πρόφης
 
Είναι ανεξάντλητα τα αστεία περιστατικά που συνέβαιναν παντού στην Ελλάδα σε παλαιότερες εποχές κατά την περίοδο των δημοτικών και βουλευτικών εκλογών. Και ήταν φυσικό να συνέβαιναν, γιατί το μορφωτικό επίπεδο του λαού ήταν ασύγκριτα χαμηλότερο από το σημερινό. Οι δημοκρατικές διαδικασίες ήταν καινούργιες εμπειρίες για ένα λαό, που επί αιώνες έζησε κάτω από την τουρκική καταπίεση και αυθαιρεσία. Η εξοικείωση με το καινούργιο πνεύμα δεν ήταν εύκολη υπόθεση και πέρασαν πολλές δεκαετίες ώστε να γίνει καθημερινό βίωμα. (Και ακόμα δεν έχουμε φτάσει σε επιθυμητό σημείο).
Ειδικά για την περιοχή των Μεσογείων κάποιες προφορικές ή γραπτές μαρτυρίες μας δίνουν την ατμόσφαιρα των τότε εκλογικών διαδικασιών, με διάφορα περιστατικά. Δυστυχώς μόνο δυο – τρία απ’ αυτά χωράνε στο παρόν δημοσίευμα.
Η Ελένη Δ. Κιούση, γιαγιά του νυν δημάρχου Κορωπίου, σχεδόν στα 95 της χρόνια (1980), θυμόταν γεγονότα και ονόματα με εκπληκτικές λεπτομέρειες από τα νεανικά της χρόνια. Γνώρισε καλά και τα δυο χωριά, Λιόπεσι και Κορωπί, αφού παντρεύτηκε το 1910 στο Κορωπί. Στην πρώτη αφήγηση περιγράφει την προεκλογική ατμόσφαιρα στα χωριά των Μεσογείων εκείνη την εποχή, στη δεύτερη τα πολιτικά πάθη, ενώ στην τρίτη μια συνομιλία που άκουσε σε συγγενικό της σπίτι.
α) Τα μεγαλεία των αθηναίων πολιτευτών και τα… τζάμπα τραπεζώματα
«Στα χωριά μας βουλευτές και πολιτικοί ήταν ο Καλλιφουρνάς (σημ.: πρόκειται για τον Λάμπρο Καλλιφρονά), ο Αλέξ. Σκουζές, ο Ανδρέας Ψύλλας, ο Θεοδωράκης Λέκκας και άλλοι. Κόμματα είχανε ο Δεληγιάννης, ο Τρικούπης, ο Στραβοσουγιάς, ο Φαρμάκης και άλλοι.
Όταν ήτανε να γίνουν εκλογές, οι υποψήφιοι ερχόντουσαν από την Αθήνα στα χωριά για να μιλήσουνε στον κόσμο. Ερχόντουσαν με τις άμαξες, με άλογα και όλα τα μεγαλεία και ήντουσαν αρχοντικά ντυμένοι, με ρεπούμπλικες, κουστούμια και παπιόν. Ο κόσμος υποδεχότανε τους πολιτευτές στα χωριά με νταούλια και πίπιζες. Στο Λιόπεσι οι υποψήφιοι ανεβαίνανε πάνω στο ψηλό πεζούλι, που υπήρχε μπροστά από το καφενείο της πλατέας του Δημοστένη και φωνάζανε δυνατά για να ακούγονται, γιατί τότε δεν υπήρχανε μικρόφωνα. Κάθε τόσο ο κομματάρχης έκοβε το λόγο κι έδινε το σύνθημα στον κόσμο να χειροκροτήσει και να φωνάξει «ζήτω». Εγώ είχα δει τέτοιες συγκεντρώσεις από ένα συγγενικό σπίτι, που ήτανε κοντά στην πλατεία, γιατί στις ομιλίες πηγαίνανε μόνο άντρες και καμιά γυναίκα.
Όταν τελείωνε η ομιλία, οι υποψήφιοι κατεβαίνανε και χαιρετάγανε τον κόσμο και τους τάζανε ρουσφέτια. Υπήρχανε και μερικοί ντόπιοι, που μιλάγανε μόνο αρβανίτικα και δεν καταλαβαίνανε τα ελληνικά. Εκείνοι μαζευόντουσαν παρέες – παρέες και ρωτάγανε τους άλλους τι είχε πει προηγουμένως ο πολιτικός.
Αφού τελειώνανε τις χαιρετούρες, ξεκινάγανε όλοι μαζί, με τα νταούλια και τις πίπιζες και πηγαίνανε στο σπίτι του κομματάρχη για το τραπέζι, με τα ψημένα αρνιά. Καθόντουσαν κάτω οι πιο στενοί φίλοι, οι άλλοι όρθιοι και τρώγανε, πίνανε και χορεύανε. Οι πολιτικοί λέγανε αστεία και ανέκδοτα. Αλλά τα έξοδα του τραπεζιού τα κάνανε οι ντόπιοι, που οι βουλευτές τους είχανε κάνει τα ρουσφέτια. Οι υποψήφιοι τρώγανε και πίνανε τζάμπα».
 
β) Οι δημοτικές εκλογές, τα επινίκια και τα… τούβλα!
«Στο Λιόπεσι δεν γινόντουσαν μεγάλες συγκεντρώσεις και ομιλίες στις εκλογές που κάνανε για τους δημάρχους και τους συμβούλους. Αλλά ο κόσμος σ’ αυτές τις εκλογές είχε περισσότερο πάθος, γιατί οι υποψήφιοι ήτανε ντόπιοι και ο καθένας έπρεπε να ψηφίσει τους συγγενείς του. Μερικές φορές υπήρχανε δυο και τρεις αντίθετοι υποψήφιοι σύμβουλοι από το ίδιο σόι κι έτσι αρχίζανε οι τσακωμοί και οι έχθρες. Οι συγγενείς κόβανε και την καλημέρα μεταξύ τους. Κάποτε πέφτανε και ντουφεκιές για να φοβηθούνε αυτοί που ήντουσαν αντίθετοι.
Υπήρχανε όμως και κάποιοι άνθρωποι σωστοί που λέγανε: «Ο κόσμος τσακώνεται και σκοτώνεται για χάρη αυτών των μεγάλων γαϊδουριών» (αρβ. Kosmi zihetë nga paqea γajdhurëve të mbëdhenj»). Αυτό όμως το λέγανε για τους πολιτικούς της Αθήνας, που ήντουσαν «ξενούρες».
Όταν βγαίνανε τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών οι κερδισμένοι κάνανε μεγάλο πανηγύρι στην πλατέα του Λιοπεσιού και του Κορωπιού, με νταούλια και κλαρίνα, αρνιά ψητά και πολύ κρασί. Αυτοί που είχανε χάσει μένανε κλεισμένοι μέσα στα σπίτια τους από ντροπή. Και το κάθε «ντουμ» που έπαιζε το νταούλι, το νιώθανε σα να τους έμπαινε το μαχαίρι στην καρδιά τους. Γιατί είχανε πιει το δηλητήριο οι ανθρώποι.
Τους χαμένους των εκλογών οι αντίθετοι τους κοροϊδεύανε και τη νύχτα τους ρίχνανε κρυφά μπροστά στην αυλόπορτά τους τούβλα, από τα πλατιά, όχι εκείνα με τις τρύπες. Γιατί όποτε αρρώσταινε κανείς, παίρνανε τέτοια τούβλα και τα καίγανε στη φωτιά. Μετά τα τυλίγανε με πανιά και τα βάζανε στους αρρώστους, σαν θερμοφόρες. Στις εκλογές το κάνανε αυτό, γιατί θέλανε να πούνε ότι οι χαμένοι αρρωσταίνανε από τη σταναχώρια τους και ότι μόνο με τα ζεσταμένα τούβλα θα γινόντουσαν καλά».
γ) Η Λιοπεσιώτισσα φεμινίστρια του 1895
«Ήμουνα κοριτσάκι 10 χρονών κι ένα μεσημέρι πήγα επίσκεψη στο σπίτι μιας θειάς μου να παίξω με τις ξαδερφούλες μου. Εκείνη την ώρα όλη η οικογένεια καθότανε γύρω από το σοφρά σε σκαμνάκια και μαξιλάρια και τρώγανε. Είχανε μια μικρή πήλινη λεκάνη γεμάτη φακές στη μέση του σοφρά και παίρνανε όλοι με το κουτάλι από την ίδια λεκάνη. Ο θείος έτρωγε και μίλαγε και θυμάμαι καλά τα λόγια του:
«Σήμερα το απόγεμα θα έρθει στην πλατέα από την Αθήνα με άμαξες ο κύριος Αλέκος Σκουζές για να μιλήσει στον κόσμο, γιατί σε δέκα μέρες έχουμε εκλογές. Ο Σκουζές είναι άρχοντας μεγάλος και τρανός κι από μεγάλο τζάκι. Κι εγώ αυτόνε ψηφίζω πάντοτε. Κι άμα μας χρειαστεί, μπορούμε να του ζητήσουμε και κανένα ρουσφέτι, που λέει ο λόγος».
Η θεία μου, που τον άκουγε, ενθουσιάστηκε και του είπε: «Θέλω να έρθω κι εγώ να τόνε γνωρίσω και να τόνε χαιρετίσω» Ο θείος τότες θύμωσε και της είπε: «Τι δουλειά έχεις εσύ να έρθεις εκεί; Αυτές οι δουλειές, δεν είναι για γυναίκες. Ξέρεις εσύ να του μιλήσεις;» «Ναι, ξέρω!» του είπε η θεία. «Και τι θα του πεις;» «Θα του πω: -Τσε μπεν, γιε μίρε;» (αρβ. Çë bën, je mirë? = Τι κάνεις, είσαι καλά;) Τότε ο θείος της είπε: «Άει νγκορθ, ρρι μπέρδα! (αρβ. Aj ngorth, rri bërdha =Άντε ψόφα, κάτσε μέσα). Και η θεία μου δεν του ξαναμίλησε».

Ο παππούς που ψήφιζε τον... πεθαμένο πολιτευτή !
Ο εκ Παιανίας γιατρός και συγγραφέας – λαογράφος Γεώργιος Δ. Χατζησωτηρίου γράφει για ένα άλλο αστείο περιστατικό, που το μεταφέρω σε συντομία[1]:
«Ο μπάρμπα-Κωστής (αναφέρει και το επώνυμο) ήταν φανατικός οπαδός του βουλευτή Δημητράκη Ράλλη. Επειδή ήταν γέρος και δεν έβλεπε καλά (σημ. δική μου: μάλλον δεν θα ήξερε να διαβάζει) κάθε φορά που πήγαινε να ψηφίσει, το ψηφοδέλτιο του το ετοίμαζε ο γιος του, που κι αυτός ψήφιζε τον ίδιο υποψήφιο.
Κάποτε όμως ο γέρος υποψιάστηκε ότι ο γιος του σταμάτησε να υποστηρίζει τον Ράλλη και ότι ψήφιζε κάποιον άλλον. Κι ότι το ψηφοδέλτιο που του έδινε, είχε σταυρό σε άλλο πολιτευτή. Γι’ αυτό πήγε σε κάποιους γνωστούς του, που τους είχε περισσότερη εμπιστοσύνη και ζήτησε να του δώσουν ψηφοδέλτια με σταυρό στο Ράλλη. Πήρε μπόλικα τέτοια χαρτιά, πήγε ψήφισε και τα υπόλοιπα τα κράτησε για να τα έχει… για τις επόμενες εκλογές. Έτσι, όποτε γίνονταν εκλογές, έριχνε στην κάλπη ένα από τα φυλαγμένα ψηφοδέλτια. Φυσικά αυτά ήταν άκυρα και το πιο αστείο ήταν ότι ο Ράλλης είχε προ πολλού αποδημήσει εις Κύριον! Και η εφορευτική επιτροπή, όταν έβλεπε κάθε φορά να ανασύρεται το ψηφοδέλτιο του παππού, γελούσε μέχρι δακρύων…»
 
ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Πολλά είναι τα ευτράπελα επεισόδια προεκλογικών περιόδων, που συνέβησαν κατά τις 10ετίες 1950 και 1960, τα οποία υπέπεσαν στη δική μου αντίληψη. Υπάρχουν ωστόσο και άλλα, που μου διηγήθηκαν φίλοι μου. Εδώ διαλέγω μόνο δυο περιστατικά, μόνο και μόνο επειδή μπορεί να περιγραφούν σε συντομία. Αφορούν αποσπάσματα από προεκλογικές ομιλίες πολιτευτών, που έγιναν προς τους ψηφοφόρους του Κορωπιού από το μπαλκόνι και το καθιερωμένο πια μικρόφωνο. Ειπώθηκαν από δυο διαφορετικούς και αρκετά δημοφιλείς πολιτευτές της εποχής εκείνης.
Στις ομιλίες αυτές παρατηρούμε ότι απουσιάζει ο ξύλινος λόγος που χρησιμοποιούν οι σημερινοί πολιτικοί. Τότε υπήρχε μεγαλύτερη αμεσότητα μεταξύ του ρήτορα και του ακροατηρίου, λέγονταν όμως και αρκετές κοινοτοπίες και χαριτωμένες… αφέλειες.  
Η μεταμεσονύκτια επίσκεψη του Γ. Ράλλη
«Ήτανε περασμένα μεσάνυχτα κι εγώ είχα πέσει στο κρεβάτι και κοιμόμουνα. Κάποια στιγμή με ξυπνάει η γυναίκα μου και μου λέει: «Κάποιος μας χτυπάει την πόρτα. Ποιος να ’ναι τέτοια ώρα;» Σηκώνομαι κι εγώ, όπως ήμουνα με τις μπιτζάμες, και πήγα κι άνοιξα. Και τι να δω! Ήτανε ο Γεώργιος Ράλλης. Τον πέρασα μέσα κι αυτός μου είπε: «Είναι μεγάλη ανάγκη να κατέβεις υποψήφιος με το κόμμα μας!» Εγώ δεν είχα σκοπό να πολιτευτώ, αλλά όπως βλέπετε, δέχτηκα πολλές πιέσεις» (δηλ. «τραβάτε με κι ας κλαίω!). 
 
Ο ορισμός της αγελάδας
«Εδώ στο Κορωπί υπάρχει αγελαδοτροφία πολύ ανεπτυγμένη και οι αγελαδοτρόφοι πρέπει να υποστηριχτούν από το κράτος, για να έχουν φθηνές ζωοτροφές. Διότι, αγαπητοί μου συμπολίτες, η αγελάδα δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια μηχανή, που από το στόμα βάζει τροφή κι από κάτω βγάζει γάλα!».
Εκ των υστέρων όλα αυτά μας φαίνονται τώρα γραφικά και ευτράπελα. Πρέπει ωστόσο να ομολογήσουμε ότι από τότε έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος τόσο στα πολιτικά ήθη όσο και στην παιδεία του λαού. Εκείνο που παραμένει ίδιο είναι οι ίδιοι οι πολιτικοί. Και τούτο ασφαλώς με τις εξαιρέσεις του. Καλή ψήφο!  


[1] Βλ. Γ. Δ. Χατζησωτηρίου Λιοπεσιώτικα και Παιανιακά Νεότερα, 1995, σ. 190,
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: