Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΠΕΛΑΓΗ ΤΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ - Α΄ ΜΕΡΟΣ


Κλασσική φωτογραφία του ναυτόπαιδα που καθαρίζει πατάτες...Αρχείο ΣΜΥΝ

Του Αρχιπλοιάρχου (Μ) ε.α. Γεωργίου Κανάκη ΠΝ
Ομιλία στον Ναυτικό Όμιλο Ελλάδος, στις 22/4/2010

Απόψε λοιπόν θα ταξιδεύσουμε στα πελάγη της κουζίνας του Πολεμικού Ναυτικού. Πριν όμως λύσουμε τους κάβους θα ήταν χρήσιμο και επιβεβλημένο να οριοθετήσουμε με όση δυνατή σαφήνεια την ανάγκη της εστίασης, του φαγητού, του κορεσμού της πείνας στα πολεμικά πλοία.
Όλοι μας όταν συζητούμε για την εστίαση, αβίαστα έχουμε την προσλαμβάνουσα παράσταση της συγκέντρωσης γύρω από το τραπέζι, την ευφρόσυνη αναμονή της άφιξης του φαγητού που μετατρέπεται σε βιασύνη παρακινούμενη από τα εξαρτημένα παυλοφικά αντανακλαστικά που με τη σειρά τους πυροδοτούνται από το αχνιστό ευωδιαστό φαγητό, τη χαλαρότητα που δίνει η απόλαυση της εναλλαγής των γεύσεων με τη συνοδεία των ατμών του οινοπνεύματος ενός ποτηριού κρασιού ή της συμπύκνωσης των υδρατμών που σχηματίζονται και ιδρώνουν το εξωτερικό ενός μπουκαλιού παγωμένης μπίρας.
Αυτό το όμορφο και παραμυθένιο σκηνικό λίγες φορές συμβαίνει στα πολεμικά πλοία. Η συσσιτία- όπως μας έλεγε ένας υποπλοίαρχος επιτηρητής στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων- δεν είναι απόλαυση, αλλά γενική κίνηση: Είναι καταγεγραμμένη στο ημερήσιο πρόγραμμα του πλοίου και πρέπει να εκτελεστεί, έχει έναρξη και πέρας.
Α/Τ ΚΑΝΑΡΗΣ Άριστο Πληρώματος στις θέσεις διαιρέσεως Συναγερμού Επιφανείας
Οκτ. 1974 ΦΩΤΟ: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ
 
Μετά από πολλά χρόνια μπορώ να ισχυρισθώ, ότι η πραγματικότητα είναι κάπου στη μέση: Η συσσιτία είναι όντως μια γενική κίνηση, που πρέπει να περιλαμβάνει και το στοιχείο της απόλαυσης….
Όπως όλοι γνωρίζουμε η πλέον βασική άξια στην ανθρώπινη φύση είναι η αυτοσυντήρηση, η επιβίωση, αμέσως μετά ακολουθεί η ανάγκη της διαιώνισης του είδους-το κοινώς λεγόμενο sex- και τέλος η υπέρτατη αξία της απόλυτης αλήθειας, της γνώσης που εν πολλοίς ταυτίζεται με το Θείο. Βεβαίως εμείς δεν είμαστε φιλόσοφοι και θεολόγοι για να μας απασχολήσουν τέτοια πολύπλοκα και σύνθετα προβλήματα, αλλά θα ασχοληθούμε με την εστίαση και δη στα πολεμικά πλοία.
Θα προσπαθήσουμε απόψε να σκιαγραφήσουμε αδρά τη κουζίνα των πολεμικών πλοίων γενικά και πιο συγκεκριμένα του Πολεμικού Ναυτικού μας. Θα την δούμε διαχρονικά. Το ταξίδι μας λοιπόν αρχίζει:
«Εις τάξιν απάρσεως!»
 
Οι θαλασσινές παραδόσεις της Ελλάδας δεν έχουν διακοπεί ποτέ, από τα βάθη της προϊστορίας ως τις μέρες μας. Η ναυτική ζωή διατηρήθηκε ακόμα και σε δύσκολες συνθήκες, αφού τα ελληνικά καράβια όργωναν τους ωκεανούς ακόμα σε περιόδους που η χώρα μας βρέθηκε κάτω από ξένο ζυγό. Αυτή η συνεχής και αδιάλειπτη σχέση Ελλήνων-θάλασσας, μια εκδήλωση λατρείας προς το υγρό στοιχείο, είναι βαθειά ριζωμένη στο DNA μας και έχει καταγραφεί από ιστορικούς, λογοτέχνες και ποιητές.
 
Η θάλασσα λοιπόν, μήτρα ζωής για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, διαχρονικό σύμβολο της μοίρας του Έλληνα, ο οποίος ταυτίστηκε με τον Οδυσσέα, υμνήθηκε από όσους αγάπησαν και ερωτεύτηκαν το μυστήριο και το μεγαλείο της, υπήρξε πηγή έμπνευσης για τους ποιητές από τον Όμηρο και τους αρχαίους λυρικούς μέχρι το Σολωμό, τον Καζαντζάκη, το Σεφέρη, το Ρίτσο, τον Ελύτη.
Είναι προφανές ότι η θάλασσα δεν είναι μόνο ένας κόσμος ονείρου και παραμυθιού, αλλά ένας χώρος όπου οι άνθρωποι παλεύουν εναντίον των ανεξέλεγκτων δυνάμεων της φύσης αντιμετωπίζοντας μύριους κινδύνους. Το υγρό στοιχείο όμως σε καιρό πολέμων μετατρέπεται σε πεδίο φονικών αναμετρήσεων, τότε που το νεανικό αίμα μπολιάζει το αλμυρό νερό και χύνεται νάμα στη σπονδή της ελευθερίας και της εθνικής κυριαρχίας.
Ο θείος Όμηρος παρομοίαζε τα κύματα της θάλασσας με τα στάχυα του αγρού που κουνιούνται με τις ριπές του ανέμου:
 
Κινήθη δ’αγορή φη κύματα μακρά θαλάσσης
πόντου Ικαρίοιο, τα μεν τα Εύρος τε Νότος τε
ωρορ’ επαϊξας πατρος Διος εκ νεφελάω,
ως δ’ότε κινήση Ζέφυρος, βαθύ λήϊον ελθών,
λάβρος επαιγίζων, επι τα τ’ημύει ασταχύεσσιν,
ως των πασ’αγορή κινήθη…..
 
Εδώ η θάλασσα γίνεται χωράφι που φυτρώνουν καταπράσινα στάχυα για να θεριστούν όταν ωριμάσουν, να γίνουν καρπός, γεννήματα να μεταμορφωθούν σε διπυρίτη άρτο-το γνωστό παξιμάδι- αυτό το σκληρό σαν πέτρα κομμάτι ψωμί που θα μουλιάσει σε νερό ή κρασί και μαζί με το κρεμμύδι και την ελιά θα γίνει προσφάι για τους αριστερότοιχους και δεξιότοιχους κωπηλάτες των ξύλινων τοιχών.
Α/Τ ΚΑΝΑΡΗΣ Άριστο Πληρώματος στις θέσεις
διαιρέσεως Συναγερμού Επιφανείας Οκτ. 1974
ΦΩΤΟ: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ

Αυτό το ταπεινό φαγητό ήταν η κινητήρια δύναμη που μετουσιωνόταν σε ενέργεια για να λάμνουν οι κωπηλάτες με τον ρυθμό που τους έδινε ο κελευστής και να σπρώχνουν με ορμή τα μπρούτζινα έμβολα των τριήρεων, να τα μπήξουν στα κοίλα των εχθρικών καραβιών. Τα πληρώματα που ως γνωστών ήταν ελεύθεροι πολίτες συμπλήρωναν το συσσίτιό τους με ξερά σύκα, καρύδια, σταφύλια και μέλι.
 
Στον πασίγνωστο κύλικα του Εξηκία του 6ου π.Χ. αιώνα ζωγραφίζεται η διαδικασία της μεταμόρφωσης του ιστού του πλοίου σε αμπέλι. Η ίδια παράσταση διακοσμεί τη ζωφόρο του μνημείου του Λυσικράτη στην Πλάκα. Ο Διόνυσος αιχμαλωτίζεται από τους Τυρρηνούς πειρατές και για να τους τιμωρήσει τους μεταμορφώνει σε δελφίνια και το πλοίο τους σε βακχικό σύμβολο. Ο ιστός του πλοίου ραγίζει τρίζοντας και από μέσα του φυτρώνει κορμός αμπέλου που βγάζει κλαδιά, αγκαλιάζει τις αντένες, δημιουργεί πυκνό φύλλωμα και αμέσως μετά γεμίζει τσαμπιά σταφύλια. Τέλος, από τις άκρες των καταρτιών αρχίζει να ρέει μυρωδάτο κρασί. Αλλά ας αφήσουμε τους στίχους του Άγγελου Σικελιανού να μας ταξιδέψουν:
 
Άλλ’ όταν έγινε το θάμα σου
και τα πανιά του καραβιού
τα τύλιξε η ψαλίδα του αμπελιού σου
κι από το κατάρτι σου ψιλά
σα λύχνος εκρεμάστηκε πολύκλωνος ο μέγας σου καρπός,
των αυλών άξαφνα η βοή και των κυμβάλων σου
όλο γέμισε τον αέρα
σα νεροφίδες τα κουπιά εγλιστρούσανε βαθιά
κι οι ναύτες απ’ το αναπάντεχο κακό ξυπνώντας
μανιακοί για να γλυτώσουν
εγινόντανε δελφίνια.
 
Στη βυζαντινή περίοδο τα πληρώματα των δρομώνων τρέφονταν με το ίδιο και απαράλλαχτο εδεσματολόγιο με συμπλήρωμα παστών ψαριών και μερικών γαλακτοκομικών ειδών που όμως δεν μπορούσαν να διατηρηθούν για ευνόητους λόγους. Απαραίτητο ήταν και το κρασί, αλλά δεν τους έδιναν «κεφαλιακό», δηλαδή πραγματικό, αλλά μόνο «λάγκερο», τον «δευτέριο οίνο» που κατά την αρχαιότητα έπιναν μόνο οι δούλοι.
Βεβαίως αν ληφθεί υπόψη ότι τα ταξίδια ήταν σχετικά μικρά, οι ανάγκες τροφοδοσίας καλύπτονταν από αγορές ή αρπαγές/πλίατσικο από παραθαλάσσιες πόλεις. Τότε το συσσίτιο ενισχυόταν από σφαχτά που άρπαζαν οι ναυτικοί και τα μαγείρευαν επιτόπου. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι η σύνθεση των πληρωμάτων αλλάζει και οι ναύτες είναι σκλάβοι και όχι ελεύθεροι. Αυτό συντελεί στη διαφοροποίηση του φαγητού σε σχέση με τους αξιωματικούς των πλοίων οι οποίοι απολαμβάνουν τα προνόμια της κοινωνικής τάξης τους.
Στο επίγραμμα του Μανουήλ Φιλή (1275-1345) με τίτλο Εις χελάντιον μας οδηγεί στη διαπίστωση ότι από την αρχαιότητα ως σήμερα, στις ελληνικές θάλασσες ταξιδεύουν βάρκες κρασοπότηρα για τους λεβέντες κρασοπότες:
 
Ηδύς μεν ο πλούς, αργυρούν γάρ το σκάφος
αλλά σκόπει, βέλτιστε, και φείδου πίνων
του γαρ λογισμού τον κυβερνήτην έχων
τον της μέθης ύποπτον εκφεύξη γνόφον.

Έτσι, και το γνωστό βυζαντινό σκάφος χελάνδιον δανείζει το όνομά του σε βυζαντινό ποτήριον τριηροειδές, πλατύ και πιθανόν αβαθές.
Η επικράτηση του ιστίου σαν πρωτεύον προωστήριο μέσο και η ανάπτυξη της ναυτιλίας δίνει την ευκαιρία στους ναυτικούς να κάνουν πανιά και να οργώσουν τις θάλασσες. Κτίζονται ιστιοφόρα μεγάλου εκτοπίσματος εξοπλισμένα με κανόνια για προστασία από τους πειρατές ή τους κουρσάρους.
Νησιωτικά κράτη, απομονωμένα από ωκεανούς και πελάγη όπως η Αγγλία και η Ελλάδα αναπτύσσουν τη ναυτιλία. Η μεν πρώτη ιδρύοντας την Εταιρεία των Δυτικών Ινδιών όπου διακινεί από και προς τις αποικίες πρώτες ύλες, σκλάβους και διάφορα εξαγώγιμα προϊόντα, ενώ οι Έλληνες ναυτικοί εκμεταλλευόμενοι τη Συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή, έχοντας επαρμένη στον ιστό τη Ρωσική σημαία διασχίζουν το Αιγαίο, τη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο και αποκομίζουν κέρδη από το εμπόριο. Παράλληλα μπολιάζονται από ιδέες, γνώσεις και εμπειρίες ερχόμενοι σε επαφή με ελεύθερα κράτη και δέχονται δειλά, δειλά τις αρχές του διαφωτισμού.
Η σύνθεση των ελληνικών πλοίων την εποχή εκείνη είναι ως γνωστόν οικογενειακή. Ο καπετάνιος και ιδιοκτήτης του σκάφους ναυτολογεί συγγενείς και συχωριανούς. Οι συντροφοναύτες ζουν και ενδιαιτώνται στο καμπούνι, τρώνε όλοι μαζί από τον ίδιο τσουκάλι με τα χέρια. Το φαγητό τους αποτελείται από ψωμί ή παξιμάδι –που ήταν μετρημένο σε μερίδες- κρομμύδια μπορούσε να φάει κάποιος όσα ήθελε και ανάλογα με τις περιστάσεις έτρωγαν, ελιές, τυρί, παστά ψάρια και σαλάδο (παστό) χοιρινό. Το κρασί ήταν αναπόσπαστο είδος του εδεσματολογίου.
 
Συνεχίζεται…

Δεν υπάρχουν σχόλια: