Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

Το ξηλωμένο πουλόβερ του Σακελλάριου, τα χαστούκι στον Γαλανό και το τέλος της Βλαχοπούλου από την Finos Film


Η σπουδαία πορεία του ποδοσφαιρικού Παναθηναϊκού το 1970, η οποία ολοκληρώθηκε όταν η ελληνική ομάδα έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, στο Γουέμπλεϊ, 
όπου έχασε από τον Άγιαξ, προκάλεσε εκείνη την εποχή το έντονο ενδιαφέρον των Ελλήνων για το ποδόσφαιρο. Ήταν τα δύσκολα χρόνια της χούντας, όταν οι Έλληνες αναζητούσαν απεγνωσμένα κάτι θετικό που να τους δώσει ενδιαφέρον, να τους ψυχαγωγήσει, αλλά ταυτόχρονα να τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν την δύσκολη καθημερινότητα. Η επιτυχία του Παναθηναϊκού ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να συμβεί αυτό, ακόμα και για τους φιλάθλους των άλλων ελληνικών ομάδων. Στα χρόνια που ακολούθησαν το 1970, το ποδόσφαιρο βίωσε ίσως την πλέον χρυσή εποχή του, τουλάχιστον όσον αφορά στο ενδιαφέρον των φιλάθλων, οι οποίοι γέμιζαν κάθε Κυριακή τα γήπεδα. Το 1972 λοιπόν, ο Φίνος αποφασίζει να γυρίσει μια ταινία που να βασίζεται στο ποδόσφαιρο, η οποία όμως παράλληλα θα στηλίτευε και ένα μείζον ζήτημα που απασχολούσε εκείνη την περίοδο το άθλημα: την τάση των ελληνικών ομάδων να αποκτούν ξένους παίκτες, παραγκωνίζοντας τους Έλληνες και αλλοιώνοντας τον ελληνικό χαρακτήρα τους. Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή το ποδόσφαιρο μόλις είναι γίνει επαγγελματικό και οι διεθνείς επιρροές είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους. Ο Φίνος λοιπόν ζήτησε από τον Αλέκο Σακελλάριο ένα σενάριο στο πλαίσιο των παραπάνω, κάτι που ο «κυρ Αλέκος» δεν άργησε να υλοποιήσει. Μάλιστα, η ταινία αυτή ήταν η τελευταία που γύρισε ο Σακελλάριος με την Finos Film και για το λόγο αυτό έχει την δική της ιστορική αξία. Στην ταινία πρωταγωνιστούσαν η Ρένα Βλαχοπούλου (επίσης στην τελευταία της συνεργασία με τον Φίνο), ο Νίκος Γαλανός – που υποδύεται τον διάσημο ελληνοαργεντινό ποδοσφαιριστή Χούλιο Μπάλμας-, ο Δημήτρης Νικολαϊδης, ο Βασίλης Τσιβιλίκας και η Ελίζα Βόζεμπεργκ, πρώην βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και γνωστή ποινικολόγος, 16 χρονών τότε. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια μουσική κωμωδία, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και προφητική, αφού σατιρίζει την μανία των ελληνικών ποδοσφαιρικών ομάδων της εποχής να φέρνουν ξένους ποδοσφαιριστές, με αμφίβολα πιστοποιητικά ελληνικής ιθαγένειας. Η υπόθεση της ταινίας ήταν η εξής: Μια μοδίστρα, η Ρένα, αδυνατώντας να παραδώσει ένα φόρεμα λόγω των αυστηρών μέτρων ασφαλείας του ξενοδοχείου στο οποίο διαμένει ο διάσημος ποδοσφαιριστής Χούλιο Μπάλμας, εξοργίζεται και χαστουκίζει τον Χούλιο. Οι μάρτυρες πιστεύουν πως πρόκειται για την μητέρα του και σύντομα οι διάφοροι ποδοσφαιρικοί παράγοντες την εκλιπαρούν να πείσει τον Χούλιο να υπογράψει στην ομάδα τους. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο όταν ο Χούλιο ερωτεύεται την κόρη της Ρένας και η ίδια τσακώνεται με τον άντρα της αρνούμενη να δώσει την κόρη της σε ποδοσφαιριστή. Στην ταινία πρωταγωνιστούν ακόμα οι Δημήτρης Νικολαϊδης, Βασίλης Τσιβιλίκας, Άρης Μαλιαγρός, Σωτήρης Τζεβελέκος, Νίκος Δενδρινός, Περικλής Χριστοφορίδης, Αθηνόδωρος Προύσαλης, Γιώργος Ζαϊφίδης, Γρηγόρης Μασσαλάς, Γιάννης Κανδύλας, Μάνια Κολιανδρή, Λουίζα Μπατίστα, Βάσω Βενιέρη, Μπάμπης Ανθόπουλος, Γιώργος Γρηγορίου, Κώστας Τσιάνος, Γιάννης Σαββαϊδης, Νίκος Κικίλιας, Μίνως Μωράκης, Γιώργος Κωνσταντής, Χάρης Σοϊδης, Κυριάκος Δανίκας, Κώστας Σαββαϊδης, Στέφανος Ζηκούδης, Γιώργος Κάφκας, Σαμάνθα Κέπα, Σιτρόν Λιάκουρα, Κώστας Ρήγας, Αντώνης Ζώρζας, Τάκης Γεωργέλης, Κίμων Αποστολόπουλος, Νίκος Πετρόπουλος, Χρήστος Κυριακόπουλος.
Η χημεία Βλαχοπούλου-Γαλανού και η δροσερή Ελίζα Βόζεμπεργκ
Όσον αφορά στις ερμηνείες, η Ρένα Βλαχοπούλου κρατάει ψηλά το επίπεδο, είναι για άλλη μια φορά μοναδική, με εξαιρετικό χιούμορ, κυνική πολλές φορές, νευρώδης όπως πάντα, αλλά πάνω από όλα αυθεντική. Σίγουρα η ταινία αυτή συγκαταλέγεται στις πολύ καλές της. Ωστόσο, η έκπληξη έρχεται από δύο άλλους ηθοποιούς. Πρώτα από όλα, από τον συμπρωταγωνιστή της, τον νεαρό τότε Νίκο Γαλανό, ο οποίος ξεπερνά τον εαυτό του, αποδίδει εξαιρετικά ρεαλιστικά τον ρόλο του διάσημου ποδοσφαιριστή, ενώ αποδεικνύει ότι έχει και μια εξαιρετική χημεία με την Βλαχοπούλου. Φοβεροί οι μεταξύ τους διάλογοι, εύστοχο χιούμορ, ενώ μεγάλο ρόλο έχει και η γλώσσα του σώματος των δύο ηθοποιών.
Πραγματικά, οι δύο τους θα μπορούσαν να κάνουν πολύ περισσότερα μαζί στον κινηματογράφο, ωστόσο το timing της συνεργασίας τους δεν ήταν τέτοιο που να επέτρεπε αυτή να έχει και συνέχεια, τουλάχιστον στον κινηματογράφο. Ξεχωριστή όμως ήταν και η ερμηνεία του Βασίλη Τσιβιλίκα, στο ρόλο του....τεχνοκράτη μάνατζερ του Χούλιο Μπάλμας, ο οποίος προσπαθεί πολλές φορές να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, προκαλώντας απίθανες καταστάσεις και πολύ γέλιο. Ακόμα και η παρουσία της μικρής – τότε- Ελίζας Βόζεμπεργκ, μπορεί να μην διεκδικεί δάφνες υποκριτικής, είναι όμως «δροσερή» και ευχάριστη. Εκείνο βέβαια που χαλάει κάπως το όλο αποτέλεσμα είναι οι σεναριακές υπερβολές και αφέλειες, όπως π.χ. οι πράσινοι, κόκκινοι και κίτρινοι παράγοντες των ομόχρωμων ομάδων που σε κάθε του εμφάνιση προκαλούν μάλλον μειδιάματα. Ωστόσο ακόμα κι αυτή η εξέλιξη γίνεται σκόπιμα, με την υπερβολή να αποτελεί δομικό στοιχείο του σεναρίου. Υπερβολή που ενσωματώνεται ωστόσο μάλλον αρμονικά στο όλο αποτέλεσμα. Η μουσική ήταν του Γιώργου Κατσαρού, οι χορογραφίες του Γιάννη Φλερύ, ενώ στην ταινία τραγουδούν οι αδελφοί Κατσάμπα και οι αδελφές Μπρόγιερ. Στους τίτλους της ταινίας εκείνης, ο ηθοποιός Γιώργος Γρηγορίου αναφέρεται λανθασμένα ως Γρηγόρης Γρηγορίου, λάθος που δεν διορθώθηκε ποτέ.

Αλησμόνητη η σκηνή όπου στις εξέδρες του γηπέδου του Παναθηναϊκού, ο Αλέκος Σακελλάριος που εμφανίζεται ως φίλαθλος, ξηλώνει από την αγωνία του για την έκβαση του ματς, όλο του το πουλόβερ! Όπως ανέφερε πολλά χρόνια αργότερα ο ίδιος σε συνέντευξή του, η σκηνή αυτή ήταν η καλύτερη της «καριέρας» του ως ηθοποιού, η οποία είχε αρχίσει το 1948, όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά μπροστά από τον φακό, σε ρόλο κομπάρσου φυσικά, στην ταινία «Οι Γερμανοί ξανάρχονται». Στη ταινία εμφανίζονται ακόμα πλάνα από το παλιό Στάδιο Καραϊσκάκη, αλλά και του γηπέδου του Παναθηναϊκού, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Aπό τις κορυφαίες σκηνές του έργου είναι η στιγμή που η Βλαχοπούλου ως μοδίστρα πηγαίνει στο γήπεδο για να δώσει τις στολές των ποδοσφαιριστών της ελληνικής ομάδας, αλλά όταν μπαίνει στα αποδυτήρια δεν μπορεί να συννενοηθεί με κανέναν από τους παίκτες της, αφού όλοι είναι...ξένοι! 
Αντίθετα, στο διάδρομο των αποδυτηρίων βρίσκει έναν παίκτη της ξένης, αντίπαλης ομάδας, ο οποίος είναι...Έλληνας! Το αποτέλεσμα είναι αργότερα στο ματς, όταν ο Έλληνας αυτός βάζει γκολ, η Ρένα το πανηγυρίζει έξαλλα, προκαλώντας...πανικό δίπλα της, αφού ο παίκτης αυτός ανήκε στην αντίπαλη ομάδα της ελληνικής. Το αποτέλεσμα είναι...μύλος, που όμως αποτύπωνε με εξαιρετικά εύστοχο τρόπο το πρόβλημα της εποχής. Πρόβλημα βέβαια που πλέον σήμερα αποτελεί συνήθη τακτική και μάλιστα απόλυτα νόμιμη. Μια πιο ψύχραιμη ανάγνωση των εμπορικών προδιαγραφών της ταινίας φανερώνει το εξής «παράδοξο»: Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 23 Οκτωβρίου της χρονιάς εκείνης και έκοψε 165.128 εισιτήρια στην πρώτη της προβολή στην Αθήνα. Ήρθε στην 5η θέση ανάμεσα σε 64 ταινίες εκείνη την κινηματογραφική σεζόν. Ποιο ήταν το παράδοξο; Ότι αν και τα εισιτήρια που αυτή έκοψε είναι λίγα σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, ωστόσο η ταινία «Η Ρένα είναι οφσάιντ» βρέθηκε πολύ ψηλά από πλευράς εισπράξεων τη σεζόν 1972-1973, στην 5η θέση. Υπήρχε όμως και η εξήγηση: Ο ελληνικός κινηματογράφος από εκείνη την περίοδο είχε ήδη μπει σε τροχιά κρίσης, η επέλαση της τηλεόρασης είχε αρχίσει και τα εισιτήρια στους κινηματογράφους άρχισαν να μειώνονται αισθητά από σεζόν σε σεζόν. Οπότε μια ταινία με μέτριο αριθμό εισιτηρίων, μπορούσε να «σκαρφαλώσει» ψηλά στην κατάταξη των εισπράξεων.
Αποτέλεσε την 33η ταινία της Αλίκης Βουγιουκλάκη και αναμφίβολα είναι μια ταινία που αγάπησε πολύ και η ίδια, αλλά και οι έλληνες θεατές. Η αναφορά στην «Νεράιδα και το παλικάρι», μια από τις πλέον αγαπημένες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών, την οποία μάλιστα προβάλλουν πολύ συχνά τα ιδιωτικά κανάλια. Και όχι άδικα, δεδομένης της σημαντικής τηλεθέασης που αποσπά όποτε προβάλλεται. Γυρίστηκε το καλοκαίρι του 1969 στην Κρήτη, με το πρωταγωνιστικό δίδυμο Αλίκης Βουγιουκλάκη- Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Για τους δυο τους αποτέλεσε ταινία-σταθμό όχι μόνο για λόγους επαγγελματικούς, αλλά και για προσωπικούς. Κι αυτό διότι εκείνη την περίοδο η Βουγιουκλάκη είχε ήδη γεννήσει το γιο τους, Γιάννη, τον οποίο είχαν πάρει μαζί τους κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Μάλιστα, σε συνέντευξη της εποχής, η Βουγιουκλάκη είχε πει πως το κλίμα της Κρήτης ωφέλησε πολύ το μωρό και ήταν χαρούμενη που έκαναν για πρώτη φορά οι τρεις τους (Αλίκη-Δημήτρης-Γιάννης) διακοπές, παράλληλα με τα γυρίσματα. Μάλιστα λένε ότι το υπέροχο τραγούδι «Νανούρισμα» που ερμήνευσε η Βουγιουκλάκη στην ταινία, σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου και μουσική Μάνου Λοϊζου, ήταν αφιερωμένο στον νεογέννητο Γιάννη. Από την άλλη, και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ είχε αναφέρει πως είχαν περάσει εκπληκτικά στα γυρίσματα, καθώς οι Κρητικοί ήταν πολύ φιλόξενοι. Η παραγωγή ήταν –φυσικά- της Finos Film, σε σενάριο Λάκη Μιχαηλίδη και σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου. Μάλιστα λέγεται ότι το σενάριο το εμπνεύσθηκε ο Μιχαηλίδης από την ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, με τη διαφορά ότι ο ίδιος θέλησε να δώσει καλό τέλος στην ιστορία. Μαζί με τους Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ, στην ταινία πρωταγωνιστούσαν οι Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Σπύρος Καλογήρου (ερμήνευσε εδώ έναν από τους πλέον χαρακτηριστικούς ρόλους της καριέρας του, αυτόν του αγρίκου κρητικού που θέλει να παντρευτεί την πρωταγωνίστρια), Γιάννης Αργύρης, Νότης Περγιάλης (μελιστάλακτος όπως πάντα), Νίκος Τσούκας, Φοίβος Ταξιάρχης, Ευαγγελία Σαμιωτάκη, Ειρήνη Κουμαριανού, Χρήστος Στύπας, Θάνος Γραμμένος, Μίτση Κωνσταντάρα, Στράτος Παχής, Νίκος Πασχαλίδης, Κώστας Σαββαϊδης, Γιώργος Χαραλαμπίδης. Η υπόθεση της ταινίας ήταν η εξής: Σε ένα χωριό της Κρήτης δύο μεγάλες οικογένειες, οι Φουρτουνάκηδες και οι Βροντάκηδες, χωρίζονται από βαθύ μίσος προερχόμενο από μια παλιά βεντέτα που χάνεται στο βάθος του χρόνου. Όταν ο Μανούσος, ο γιος του Βροντάκη, επιστρέφει από την Αθήνα, γνωρίζει και ερωτεύεται το Κατερινιώ, την κόρη του Φουρτουνάκη. Το Κατερινιώ γοητεύεται από τον Μανούσο χωρίς να ξέρει ποιος είναι στην πραγματικότητα. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζουν τα προβλήματα για τους δυο τους αλλά προπάντων για τις οικογένειες τους, οι οποίοι έχουν άλλα σχέδια για τα παιδιά τους. Μετά από πολλές δυσκολίες και απρόβλεπτες καταστάσεις, ενίοτε και δραματικές, οι δύο οικογένειες κάνουν πίσω στο μίσος τους και δέχονται τον γάμο των δύο νέων, ο οποίος τους δίνει την αφορμή να μονιάσουν επιτέλους. Στα αξιοπερίεργα της ταινίας και το γεγονός ότι η μουσική δεν είναι κρητική, αλλά νησιώτικου τύπου, από τον συνθέτη Νίκο Μαμαγκάκη. Μοναδικά τα τραγούδια που ερμήνευσαν η Βουγιουκλάκη και ο Παπαμιχαήλ, αλλά και ενδιαφέρουσες οι χορογραφίες του Γιάννη Φλερύ. Η ταινία «χάλασε κόσμο» όταν προβλήθηκε τη σεζόν 1969-1970, αφού έκοψε 626.540 εισιτήρια και ήρθε στην 4η θέση ανάμεσα στις 99 ταινίες της σεζόν εκείνης. Η πρεμιέρα στους κινηματογράφους έγινε στις 22 Δεκεμβρίου του 1969.
Στη βίλα του Νίκου Κούνδουρου
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και τα σημεία στα οποία γυρίστηκε το έργο. Σύμφωνα με τα στοιχεία, το χωριό των Βροντάκηδων και των Φουρτουνάκηδων ήταν η πόλη του Αγίου Νικολάου, με την χαρακτηριστική πλατεία και τη λιμνοθάλασσα Βουλισμένη. Από την άλλη, η βίλα του Νίκου Κούνδουρου στο Μιράμπελλο Αγίου Νικολάου χρησιμοποιήθηκε ως το σπίτι των Φουρτουνάκηδων. Η εκκλησία που εμφανίζεται στο έργο είναι η Παναγιά η Κερά, στην περιοχή Λογάρι Κριτσάς στον Άγιο Νικόλαο. Το χωριό του Σκανταλάκη ήταν τα Χανιά, με το Ενετικό λιμάνι, όπου ο τελευταίος περιμένει την νύφη Κατερινιώ, η οποία καταφθάνει από το χωριό της (Άγιο Νικόλαο) με την βάρκα και πίσω διακρίνεται ο φημισμένος φάρος του λιμανιού των Χανίων. Γυρίσματα έγιναν και στο χωριό Κολυμπάρι Χανίων. Σε κάποια σκηνή διακρίνεται φευγαλέα στο βάθος και η Μονή της Παναγιάς της Οδηγήτριας ή αλλιώς Μονή Κυρίας των αγγέλων Γωνιάς που βρίσκεται στην περιοχή. Ενδιαφέρον όμως ήταν το παρασκήνιο και σε αυτή την ταινία, για τις ανάγκες της οποίας είχε ηχογραφηθεί και το τραγούδι «Ανέβα στο χαγιάτι μου», ένα ντουέτο με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, το οποίο όμως δεν συμπεριλήφθηκε στις σκηνές.
Επίσης, στους τίτλους της ταινίας διακρίνουμε δύο ονόματα ηθοποιών, αυτών της Νίτσας Μαρούδα και της Ρένας Πασχαλίδου, οι οποίες όμως... δεν εμφανίζονται πουθενά. Στην ταινία αυτή. ο Φιλοποίμην Φίνος απέδειξε για μια ακόμα φορά, πόσο μεγάλος παραγωγός υπήρξε, όταν αποφάσισε να γυρίσει ξανά το πανάκριβο φινάλε με την πληθώρα χορευτών κρητικών χορών, γιατί θεώρησε ότι τα πρόσωπα των ηθοποιών δεν αναδεικνύονται σωστά! Πιο συγκεκριμένα, στον «Πατριάρχη» του ελληνικού κινηματογράφου δεν άρεσαν οι τελευταίες σκηνές της ταινίας για φινάλε (εκεί όπου ο Μανούσος και η Κατερινιώ βγαίνουν από το δωμάτιο που παρίσταναν τους νεκρούς και ο Σκανδαλάκης – Σπύρος Καλογήρου - παίρνει δρόμο νομίζοντας ότι βλέπει φαντάσματα), οπότε έστειλε ξανά τους ηθοποιούς και το συνεργείο στην Κρήτη, για 2η φορά, να γυρίσουν νέες σκηνές για το φινάλε, με όλο το χωριό να παρευρίσκεται στο λιμάνι του Άγιου Νικολάου, καθώς ο Μανούσος και η Κατερινιώ γυρίζουν από το γαμήλιο ταξίδι, γιορτάζοντας με χορούς και τραγούδια. Το χορευτικό συγκρότημα της ταινίας ήταν ο Πανκρήτιος όμιλος Βρακοφόρων. Και κάτι ακόμα ενδιαφέρον. Κατά τη διάρκεια της ταινίας, ο ενωματάρχης χωροφύλακας (τον οποίο υποδύεται με μονοδικό τρόπο ο Νίκος Τσούκας, σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του) αναφέρει πολλές φορές ως απειλή στους..ταραξίες, ότι θα τους στείλει στο Ιντζιδίν.
Το παραποιημένο λόγω προφοράς Ιντζιδίν δεν είναι άλλο απο το τούρκικο φρούριο Ιτζεδίν που βρίσκεται στο ύψωμα Καλάμι, 15km ανατολικά της πόλης των Χανίων. Χτίστηκε το 1872 από τον Ρεούφ Πασά ως αμυντικό κτίριο του λιμανιού των Χανίων και ονομάστηκε έτσι προς τιμή του πρωτότοκου γιου του Σουλτάνου Αβδούλ-Αζιζ, Ιτζεδίν. Στα χρόνια που ακολούθησαν όμως, χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή πολιτικών κρατούμενων. Το 1969, δηλαδη την χρονιά που γυρίστηκε η ταινία, το Ιτζεδίν επαναλειτουργούσε πάλι ως φυλακή, από τη δικτατορία των συνταγματαρχών αυτή τη φορά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: