Όποιος κοιτάζει προς τα έξω ονειρεύεται. Όποιος κοιτάζει μέσα του ξυπνάει. |
Ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ (γερμ. Carl Gustav Jung, 26 Ιουλίου 1875 - 6 Ιουνίου 1961), ήταν Ελβετός γιατρός και ψυχίατρος, ο εισηγητής της σχολής της αναλυτικής ψυχολογίας. Γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό της Ελβετίας, ως δεύτερο παιδί και ενόσω το πρώτο είχε πεθάνει στη γέννα, εννιά χρόνια αργότερα, Καρλ απέκτησε και μία αδερφή.
Ο πατέρας του ήταν προτεστάντης εφημέριος και μετακόμιζαν συχνά, η μητέρα του και η γιαγιά του είχαν μια έντονη διορατικότητα την οποία κληρονόμησε, θεωρούσε ότι μπορεί να αντιλαμβάνεται κάποια πράγματα πέρα από την κοινή ανθρώπινη λογική. Ήταν ένα ιδιαίτερα μοναχικό και αντικοινωνικό παιδί, του άρεσε να παίζει μόνος, συχνά βάφοντας πέτρες, είχε νευρικές διαταραχές και όταν πιεζόταν λιποθυμούσε. Για ένα διάστημα λόγω των συχνών λιποθυμιών τον σταμάτησαν από το σχολείο. Το ξεπέρασε το πρόβλημα από μόνος του.
Μεγαλώνοντας λάτρεψε τον Γκαίτε τον οποίο αποκαλούσε πνευματικό του πατέρα ενώ είχε ομηρικές διαφωνίες με τον πατέρα του λόγω της θρησκοληψίας του τελευταίου. Για την μητέρα του είχε πει πως του δημιουργούσε εφιάλτες επειδή ήταν τις νύχτες απόκοσμη και στον κόσμο της.
Το 1895 πέρασε με επιτυχία τις εξετάσεις και ξεκίνησε στην Ιατρική σχολή της Βασιλείας. Τον επόμενο χρόνο πέθανε ο πατέρας του και αντιμετώπισε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα, με την βοήθεια συγγενών κατάφερε τελικά να παραμείνει και να τελειώσει την σχολή. Το 1899 μετά που διάβασε ένα εγχειρίδιο ψυχιατρικής, αποφάσισε να ακολουθήσει τον συγκεκριμένο κλάδο.
Το 1900 τελείωσε τις σπουδές του και αφού εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, μετακόμισε στη Ζυρίχη, αφήνοντας πίσω την μητέρα και την αδερφή του. Εργάστηκε σε μια πανεπιστημιακή κλινική και το 1902 τελείωσε την διατριβή του. Το Φεβρουάριο του 1903 παντρεύτηκε την Έμμα Ρόζενμπαχ, η οποία ήταν πλούσια γόνος αριστοκρατικής οικογένειας και την γνώριζε από το 1896. Έκαναν 5 παιδιά και η Έμμα εκτός από σύντροφος έγινε και συνεργάτης του, εκπαιδεύτρια και αναλύτρια στο Ινστιτούτο Γιούνγκ.
Το 1903 επέστρεψε στη Ζυρίχη όπου διάφορα πειράματα τον οδήγησαν στην ανακάλυψη των συναισθηματικά φορτισμένων συμπλεγμάτων, το 1905 πήρε το πτυχίο της ψυχιατρικής και αναγνωρίστηκε λέκτορας, το 1909 είχε μια τιμητική διάκριση για τις έρευνές του στο Πανεπιστήμιο Κλαρκ της Μασαχουσέτης.
Πίστευε ότι ο ανθρώπινος ψυχισμός αποτελείται από το συνειδητό και το ασυνείδητο και ότι το ασυνείδητο χωρίζεται στο ατομικό και το συλλογικό ασυνείδητο. Το ασυνείδητο είναι που διαμορφώνει 2 βασικούς ψυχολογικούς τύπους: τον εσωστρεφή και τον εξωστρεφή , στο ασυνείδητο πρέπει να αναζητηθεί και η αιτία της ψυχοπαθολογίας.
Οι θεραπείες του στοχεύουν στο να ανακαλύψουν οι ασθενείς τον τύπο τους και να ζήσουν σε αρμονία με αυτόν. Από το 1906 γνωρίζεται με τον Φρόυντ, για τον οποίο τρέφει ιδιαίτερη εκτίμηση ωστόσο δεν συμφωνεί μαζί του σε βασικές γραμμές και ειδικά στη σεξουαλική θεωρία του Φρόυντ. Ανάμεσά τους υπήρχε συχνή επικοινωνία και συνεργασία, μέχρι που εκδηλώθηκε η μεγάλη ρήξη το 1913.
Ο Γιουνγκ αντιδράει στις ιδέες του Φρόυντ, ονομάζει την θεωρία του «Αναλυτική Ψυχολογία και Ψυχολογία του Βάθους», παραιτείται από τη θέση του διδάκτορα στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, παραιτείται και από πρόεδρος της ψυχαναλυτικής εταιρείας κι ακολουθεί τον δικό του ξεχωριστό δρόμο. Το 1914 κι έχοντας εγκαταλείψει την ακαδημαϊκή του καριέρα, ανέλαβε στρατιωτική υπηρεσία ως λοχαγός εξαιτίας της εμπόλεμης κατάστασης της Ελβετίας.
Την διετία 1916-1918 υπηρέτησε ως διοικητής σε στρατόπεδο εκπαίδευσης βρετανικών στρατευμάτων στην Ελβετία. Το 1920 ταξίδεψε σε Αλγερία και Τυνησία, το 1922 αγόρασε γη στο χωριό Μπόλιγκεν και έχτισε έναν πέτρινο πύργο. Τον ίδιο χρόνο πεθαίνει η μητέρα του. Τα επόμενα χρόνια ταξιδεύει ασταμάτητα σε ολόκληρο τον κόσμο, δημοσιεύει άρθρα, γράφει βιβλία, δίνει διαλέξεις, κάνει ψυχαναλυτικές συνεδρίες, διδάσκει, ερευνά.
Από τα πιο σημαντικά του ταξίδια ήταν αυτό στην Αφρική όπου συνάντησε ανθρώπους ενός εντελώς διαφορετικού κόσμου από τον δικό του καθώς και στην Ινδία εφόσον πάντα του ενδιαφερόταν για την ινδική φιλοσοφία και θρησκεία. Από το 1934 με έναν μικρό και κλειστό κύκλο μαθητών του, ξεκίνησε σεμινάρια του Ζαρατούστρα που διήρκησαν μέχρι το 1939.
Μέχρι τα βαθιά του γεράματα έπαιρνε τιμητικούς τίτλους, όπως το βραβείο λογοτεχνίας στη Ζυρίχη το 1932, επίτιμος καθηγητής από το Ελβετικό Ινστιτούτο Τεχνολογίας το 1935, τον τίτλο του Διδάκτορα των Επιστημών το 1936. Σε όλη του την ζωή του άρεσε να ζωγραφίζει πέτρες όπως όταν ήταν μικρός, επίσης έκανε ασκήσεις γιόγκα, αναζητώντας ηρεμία και μια επαφή με το βαθύτερο εαυτό του, ευχαριστιόταν την χαρακτική, τη ξυλογραφία, τη μαγειρική, να παίζει με τα παιδιά και τα εγγόνια του. Είχε δεκαεννιά εγγόνια και γνώρισε μέχρι και δισέγγονα. Του άρεσαν πολύ οι εκδρομές, το καλό φαγητό. το ποτό. Ένα από τα στοιχεία της φύσης που τον μάγευαν ήταν το νερό που συχνά το επιζητούσε και το θεωρούσε «σύμβολο ψυχικού βάθους και ζωτικότητας». Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, αφοσιώθηκε στη μελέτη της Αλχημείας και των αρχαίων κειμένων.
Το 1944 μετά από ένα ατυχές πέσιμο, νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο, όπου υπέστη θρόμβωση στην καρδιά και στους πνεύμονες κι έφτασε κοντά στον θάνατο. Το 1955 πέθανε η γυναίκα του Έμμα κι εκείνος κλονίστηκε από την απώλεια της. Αποσύρθηκε στον πύργο του, έχοντας χάσει σε μια μέρα την όλη την ζωντάνια του. Το 1961 έπαθε ένα εγκεφαλικό και στις 6 Ιουλίου πέθανε. Υπήρξε ένας καλόψυχος και ευγενικός άνθρωπος, με πολύ καλή αίσθηση του χιούμορ. Η σχολή που ίδρυσε απλώθηκε σε διάφορα μέρη του πλανήτη ενώ στον τάφο του γράφτηκε το ρητό που βρισκόταν και μέσα στο σπίτι του: «Επικαλούμενος ή μη, ο Θεός θα είναι παρών».
αποσπάσματα από βιβλία του :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου