Το Α/Τ ΑΔΡΙΑΣ απέπλευσε εγκαίρως, μαζί με το βρετανικό HURWORTH.
Στις 22.00 έπρεπε να βρίσκονται και να αρχίσουν τον βομβαρδισμό των εχθρικών θέσεων στην Κάλυμνο. Ενώ πλησίαζαν και τα πυροβόλα ήταν έτοιμα, ώρα 21.56 αισθάνθηκαν μια ισχυρή διπλή δόνηση στο ΑΔΡΙΑΣ και ταυτόχρονα ακούστηκε μια δυνατή έκρηξη. Το πλοίο είχε πέσει σε νάρκη! Ο Κυβερνήτης που βρισκόταν στην γέφυρα τινάχθηκε κυριολεκτικά στον αέρα, ενώ αμέσως μετά μια τρομερή πίεση τον έσπρωξε απότομα κάτω και τον κτύπησε οριζόντια με το στήθος του στο δάπεδο. Χιλιάδες κομμάτια σίδερο που άρχισαν να εκσφενδονίζονται τον καταπλάκωσαν!
Τραυματισμένος και με σπασμένο το δεξί του χέρι, μπόρεσε με μεγάλη προσπάθεια να ανασηκωθεί και να κοιτάξει μπροστά. Αντί για την πλώρη είδε θάλασσα. Τότε ένιωσε πως το στόμα του ήταν γεμάτο αίμα και νόμισε ότι είχε πάθει εσωτερική αιμορραγία. Παντού γύρω του είδε νεκρούς και τραυματίες, κατάφερε όμως να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις του και να φωνάξει δυνατά:
«Μη ξεχνάτε, πως είσθε Έλληνες!».
Ο Υποπλοίαρχος Σωτηρίου εκείνη την στιγμή κατέβηκε από τον κατευθυντήρα τραυματισμένος. Ο Γεώργιος Παπαφρατζέσκος που είχε προαχθεί στο μεταξύ σε Υποκελευστή, είχε δεχθεί μεγάλο χτύπημα στο αριστερό του χέρι με αποτέλεσμα αυτό να αποκοπεί μέχρι και το κόκαλο, ενώ το υπόλοιπο μέλος του είχε απομείνει κρεμασμένο από το δέρμα. Ο γενναίος Υπαξιωματικός όμως δεν πτοήθηκε αλλά συνέχισε κανονικά να εκτελεί τα καθήκοντα του, αφού έδεσε το σακατεμένο χέρι του στο σωσίβιο με ένα κουρέλι.
Ένας Άγγλος Ναύτης ο Πέρκς που ήταν σηματωρός, βλέποντας ότι ο Κυβερνήτης δεν φορούσε σωσίβιο βγάζει το σωσίβιο ενός σκοτωμένου και του το δίνει λέγοντας: «good luck sir». Τραυματισμένος εμφανίσθηκε και ο Σημαιοφόρος Μουρίκης για να αναφέρει ότι όλες οι πυξίδες ήταν κατεστραμμένες καθώς και όλο το ναυτιλιακό υλικό. Μόνο ο Πρώτος Μηχανικός Πλωτάρχης Κωνσταντίνος Αράπης είχε να αναφέρει με πλήρη αταραξία κάτι καλό:«Μηχαναί και λέβητες εν τάξει!».
Ταυτόχρονα όμως ο Ύπαρχος Υποπλοίαρχος Γεώργιος Χαριτόπουλος ανέφερε ακατάσχετο διαρροή. Το Άγημα Ελέγχου Βλαβών σε δράση. Μαζί του και ο Πλωτάρχης Αράπης που με τους ξύλινους δοκούς τις λεγόμενες «οδοντογλυφίδες», κατάφερε να υποστυλώσει όπου αυτό ήταν απαραίτητο, ενώ ο Σημαιοφόρος Αθανάσιος Ευθυμίου φρόντιζε να λαμβάνει όσο μπορούσε περισσότερο τα προβλεπόμενα μέτρα ασφάλειας. Το πλοίο όμως είχε πάρει μια κλίση που συνεχώς μεγάλωνε!
Το βρετανικό αντιτορπιλικό HURWORTH αφού καθαίρεσε την πετρελάκατό του για περισυλλογή ναυαγών άρχισε να πλησιάζει αργά, ενώ ο Αντιπλοίαρχος Ράϊτ εξέπεμψε το σήμα:
«Κρατήσατε. Θα σας πλευρίσω για να παραλάβω το πλήρωμα σας. Κατόπιν να βυθισθεί το πλοίο».
Μεγάλο μέρος των επιζώντων του πληρώματος είχε μαζευτεί στην γέφυρα και με αγωνία παρακολουθούσε τις εξελίξεις. Όλοι τους χλόμιασαν μόλις άκουσαν την διαταγή από τον Διοικητή τους και έστρεψαν το βλέμμα τους στον Κυβερνήτη. Εκείνος είχε πάρει ήδη την απόφαση. Θα έμενε στο πλοίο του! Ήθελε όμως να ξέρει τι θα έκαναν οι υπόλοιποι. Γι’ αυτό με την βροντώδη φωνή του τους ρώτησε:
«Θα εγκαταλείψουμε το πλοίο μας;»
Αμέσως με μια φωνή όλοι τους απάντησαν: «Όχι, Ποτέ!».
Μετά απ’ αυτό ο Κυβερνήτης δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να αρνηθεί την εκτέλεση της διαταγής του ανωτέρου του. Διέταξε το σηματωρό να απαντήσει αρνητικά. Ο Διοικητής επανέλαβε άλλες δύο φορές την ίδια διαταγή και έλαβε ισάριθμες αρνητικές απαντήσεις. Το μόνο που δέχθηκε ο Αντιπλοίαρχος Τούμπας ήταν η μεταφορά των τραυματιών στο άλλο καράβι.
Το αντιτορπιλικό HURWORTH αποφάσισε τότε να πλησιάσει. Δυστυχώς όμως το περίμενε το μοιραίο. Έπεσε και αυτό σε νάρκη. Μια τρομακτική έκρηξη εκσφενδόνισε τμήματα του πλοίου μαζί με ανθρώπινα μέλη. Το βρετανικό πλοίο σε λίγες στιγμές χάθηκε από την επιφάνεια. Το ΑΔΡΙΑΣ κάνοντας ανάποδα πάσει δυνάμει για να αποφύγει τα συντρίμμια αλλά και την φωτιά που είχε ανάψει από τα χυμένα καύσιμα, βρέθηκε κοντά σε δύο επιζώντες του πληρώματός του που είχαν εκσφενδονιστεί τραυματισμένοι στην θάλασσα και τους έσωσε. Ήταν ο Υποκελευστής Χατζηκωνσταντίνου με το Δίοπο Μίχο. Στην συνέχεια έριξε μια σχεδία καθώς και σωσίβια για να βοηθήσει και άλλους αν υπήρχαν. Η πετρελάκατος που είχε καθαιρεθεί πριν την καταστροφή του HURWORTH μπόρεσε και διέσωσε επτά τραυματισμένους του πλοίου της. Αντί να προσεγγίσει όμως το ΑΔΡΙΑΣ, απομακρύνθηκε για να μην παρασυρθεί από την δίνη του όταν θα βυθιζόταν. Άλλοι εννέα Άγγλοι Αξιωματικοί και Ναύτες μπόρεσαν να ανέβουν σε μια σχεδία του πλοίου τους και με αυτή βγήκαν στην Ψέριμο όπου τους περιέθαλψαν και τους έκρυψαν από τους κατακτητές οι φιλόξενοι κάτοικοι της.
Αφού εξαντλήθηκε κάθε περιθώριο για την περισυλλογή των συμμάχων ναυαγών το ΑΔΡΙΑΣ με μεγάλες δυσκολίες στον χειρισμό του, κατευθύνθηκε με οδηγό τον Πολικό Αστέρα προς τις Μικρασιατικές Ακτές, ενώ η κλίση του διαρκώς μεγάλωνε σε σημείο που η κρεμασμένη στα καπόνια βάρκα άρχισε να πλέει στην θάλασσα. Το πλοίο ήταν τόσο έμπρωρο που οι προπέλες άρχισαν να ξενερίζουν!
Ο Κυβερνήτης είχε διατάξει σημαιοστολισμό με έπαρση της επίσημης μεταξωτής σημαίας. Αν το ηρωικό πλοίο του βυθιζόταν, θα έπρεπε το τέλος του να ήταν αυτό που άξιζε σε ένα γενναίο και υπερήφανο πολεμιστή.
Το ταξίδι όμως συνεχίσθηκε κανονικά με ταχύτητα πέντε κόμβων και ολοκληρώθηκε χάρις στο γενναίο του πλήρωμα, που έκανε το καθήκον του ακόμα και όταν τα τραύματα άρχισαν να κρυώνουν και να πονάνε πολύ περισσότερο. Ο Κυβερνήτης συνεχώς έφτυνε αίμα! Τα τραύματά του πονούσαν και η αναπνοή του γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Απομάκρυνε όσους δεν ήταν απαραίτητοι από την γέφυρα για να μην βλέπουν την κατάστασή του και πέσει το ηθικό. Κάποια στιγμή έχασε τελείως τις αισθήσεις του. Τον συγκράτησε ο Σημαιοφόρος Μουρίκης και ο Υποκελευστής Μαυρωνάς κατάφερε να τον συνεφέρει με χαστούκια. Ο Κυβερνήτης συνήλθε και σηκώθηκε αμέσως σαν πληγωμένο θηρίο για να αναλάβει και πάλι με πείσμα τον έλεγχο του πλοίου του. Δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει και το Μαυρωνά για τα χαστούκια που του έδωσε. Αργότερα με χιουμοριστική διάθεση έγραψε:
«Ελπίζω να μην ήταν ευχαριστημένος επειδή του δόθηκε η ευκαιρία να μου δώσει αυτά τα χαστούκια!».
Μετά τρεις ώρες ταξίδι το καράβι έφθασε και προσαιγιαλώθηκε στην Μύνδον της Μικράς Ασίας που σήμερα ονομάζεται Γκιουμουσλούκ. Η ώρα ήταν 00.50 της 23ης Οκτωβρίου και το πλοίο είχε διανύσει σ’ αυτή την κατάσταση δεκαέξι ναυτικά μίλια από το σημείο της εκρήξεως! Ο χρόνος ήταν οριακός διότι αν η κλίση είχε προλάβει να μεγαλώσει λίγο ακόμα θα είχε βουλιάξει. Ευτυχώς επίσης που ο Αντιπλοίαρχος Ι. Τούμπας ήξερε Διεθνές Δίκαιο. Αν και δεν βρέθηκε το σχετικό βοήθημα στην βιβλιοθήκη του πλοίου, θυμόταν από την Σχολή Δοκίμων ότι σύμφωνα με ένα διεθνή εθιμικό κανόνα, μπορούσε να καταφύγει σε ουδέτερο κράτος κάνοντας επισκευές για να γίνει το πλοίο ικανό να πλεύσει, χωρίς όμως να επιτρέπονται εργασίες για επαύξηση της μαχητικής του ικανότητας. (Τότε υπήρχε ένα σχετικό εγχειρίδιο εφαρμογής του διεθνούς δικαίου υπό μορφή «επιχειρησιακής οδηγίας» και οι Αξιωματικοί εκείνης της εποχής γνώριζαν αυτό το σπουδαίο αντικείμενο πάρα πολύ καλά. Σήμερα δυστυχώς τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά και βεβαίως δεν υπάρχει σε ισχύ ένα τέτοιο εγχειρίδιο!).
Μετά την προσαιγιάλωση του πλοίου, ο Κυβερνήτης ξεκίνησε την επιθεώρηση του για τον εντοπισμό εγκλωβισμένων. Άρχισε από την πλώρη ή μάλλον από ότι είχε μείνει απ’ αυτή και σκύβοντας σε κάθε άνοιγμα φώναζε: «Ε! παιδιά είναι κανείς εδώ;». Κάποια στιγμή ακούει μια απεγνωσμένη φωνή: «Θείε Νάννο, βοήθεια!»
Ήταν η φωνή του ανιψιού του, του Σημαιοφόρου Θεμελή που καθώς ήταν παγιδευμένος κάτω από συντρίμμια με σπασμένα και τα δυο του γόνατα είχε ξεχάσει τις τυπικότητες. Σε λίγο εντοπίσθηκαν και άλλοι παγιδευμένοι τραυματίες και διασώθηκαν. Μπαίνοντας όμως ο Κυβερνήτης στο καρέ που είχε μετατραπεί σε χειρουργείο μάχης, βρέθηκε μπροστά σ’ ένα φρικτό θέαμα! Ο γιατρός Σημαιοφόρος Καποδίστριας πασαλειμμένος με αίματα από διάφορους τραυματίες, έκοβε με ένα κοινό ψαλίδι το αριστερό χέρι του Παπαφρατζέσκου επάνω από τον αγκώνα, χωρίς κανένα αναισθητικό βέβαια. Όλο το ιατροφαρμακευτικό υλικό είχε καταστραφεί. Ο Τούμπας στάθηκε μελαγχολικά κοιτώντας θλιμμένος αυτό το νεαρό παιδί που θα ζούσε όλη την υπόλοιπη ζωή του ανάπηρος. Προσπάθησε να του πει κάτι δείχνοντας την συμπόνια του. Τα μάτια όμως του γενναίου Υπαξιωματικού πετάχτηκαν κυριολεκτικά έξω από τις κόχες τους και έβγαλαν σπίθες! Ο Παπαφρατζέσκος δεν χρειαζότανε καμιά παρηγοριά αφού είχε πια συνειδητοποιήσει ότι το περασμένο βράδυ είχε γίνει και αυτός ένας ήρωας.
Στράφηκε όλο υπερηφάνεια και του είπε:
«Δεν με νοιάζει για το χέρι μου κύριε Κυβερνήτα. Τι είναι ένα χέρι για την Πατρίδα!».
Δάκρυα γέμισαν τα μάτια του Αντιπλοιάρχου Τούμπα που εκείνη την στιγμή έσκυψε αμίλητος και τον φίλησε στο μέτωπο.
Την μεθεπομένη ημέρα από τον κατάπλου στην Μύνδον, ένα Ελληνικό καΐκι έφθασε και τους παρέδωσε σώο τον Αντιπλοίαρχο Ράϊτ, καθώς και τον Δίοπο Αθ. Σαββάκη που ήταν αγνοούμενος. Ο τελευταίος που είχε εκσφενδονιστεί στην θάλασσα διασώθηκε αφού ανέβηκε στην σχεδία που είχε ρίξει το ΑΔΡΙΑΣ και ενώ βρισκόταν πάνω σ’ αυτή, είχε σώσει τον Βρετανό Αξιωματικό που ήταν τραυματίας και χαροπάλευε στα κύματα. Τους δύο ναυαγούς τελικά τους μετέφερε το καΐκι.
Ο Βρετανός Αντιπλοίαρχος ανέβηκε στο πλοίο, χωρίς αυτό να παραλείψει την απόδοση των προβλεπόμενων τιμών στον ναυαγό Διοικητή του. (Το Ναυτικό μας σε όλες τις στιγμές ήξερε να τηρεί με ευλάβεια τις παραδόσεις του!)
Με τον απολογισμό των απωλειών ο αριθμός των νεκρών είχε φθάσει στους εικοσιένα και των τραυματιών στους τριάντα.
Η Μικρασιατική Γη φιλοξένησε τους νεκρούς και ένας τύμβος στήθηκε με την επιγραφή:
ΑΝΔΡΩΝ ΕΠΙΦΑΝΩΝ ΠΑΣΑ ΓΗ ΤΑΦΟΣ
ΠΕΣΟΝΤΕΣ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ Α/Τ ΑΔΡΙΑΣ
22α ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1943
Οι επισκευές στο πλοίο συνεχίσθηκαν κανονικά μετά την μεθόρμιση σε ασφαλέστερο σημείο. Σε όλη την προσπάθεια βοήθησαν ο Αντιπλοίαρχος Πέρρυ που ήταν ναυπηγός μαζί με τον Ανθυποπλοίαρχο ναυαγοσώστη Κόλλινς που έφθασαν εκεί κατόπιν διαταγής του Άγγλου Ναυάρχου. Το πλοίο στεγανοποιήθηκε με πρόχειρο τρόπο που κρίθηκε ικανοποιητικός, αλλά η κατάσταση γενικά δεν ήταν καθόλου ευχάριστη. Μια γερμανική τορπιλάκατος περιπολούσε διαρκώς έξω από τον όρμο και λίγο πιο έξω βρισκόντουσαν τρία γερμανικά αντιτορπιλικά ενώ εχθρικά αεροπλάνα εκτελούσαν καθημερινές αναγνωρίσεις. Παρ’ όλα αυτά το πλοίο προετοιμάσθηκε για απόπλου.
Το πρωί της 1ης Δεκεμβρίου ο Κυβερνήτης, οι Αξιωματικοί και το πλήρωμα τέλεσαν μνημόσυνο για τους νεκρούς τους και χαιρετώντας τους έδωσαν την υπόσχεση ότι σύντομα θα επέστρεφαν για να τους πάρουν. Η υπόσχεση αυτή εκπληρώθηκε μετά από δύο χρόνια!
Το βράδυ της ίδιας μέρας στις 21.00 το πλοίο απέπλευσε ανάποδα ολοταχώς για την Αλεξάνδρεια που βρισκόταν σε απόσταση επτακοσίων τριάντα ναυτικών μιλίων. Από την αρχή παρουσιάσθηκαν ανωμαλίες και διαρροές καθώς και αδυναμία του πλοίου να κυβερνηθεί κινούμενο με ανάποδα. Τότε ο Κυβερνήτης αποφάσισε να ταξιδεύσει με πρόσω, όσο και αν αυτό ήταν επικίνδυνο για ένα πλοίο χωρίς πλώρη και με πρόχειρη στεγανοποίηση! Μέσα στην νύκτα, με κακές συνθήκες φωτισμού που εμπόδιζαν τον εντοπισμό του πλοίου από τον εχθρό, αλλά ταυτόχρονα δυσκόλευαν και την πλοήγησή του, με κακές καιρικές συνθήκες, με τις αντλίες να μην προλαβαίνουν να εξαντλούν τα νερά από τις διαρροές και με συνεχή εχθρική απειλή, το ΑΔΡΙΑΣ συνέχισε το ταξίδι του, ενώ η κατάσταση διαρκώς χειροτέρευε. Ο τοίχος από τσιμέντο που είχε κτιστεί για να στεγανοποιήσει το ρήγμα από την απώλεια της πλώρης, έσπασε και άρχισε να γεμίζει νερά. Κάποια στιγμή ο Σημαιοφόρος Σ. Μουρίκης σκέφθηκε πάλι να πει το αστειάκι του:
«Κύριε Κυβερνήτα ποια είναι η διαφορά μεταξύ υποβρυχίου και καταδυομένου;»
«Γιατί σε ενδιαφέρει Σημαιοφόρε;» τον ρώτησε ο Κυβερνήτης συνεχίζοντας την αστεία συζήτηση. Και ο Σημαιοφόρος γελώντας του απάντησε: «Γιατί δεν ξέρω σε ποιά κατηγορία πρέπει να ταξινομήσω το ΑΔΡΙΑΣ!».
Στις 03.30 το πρωί ανεβαίνει απελπισμένος στην γέφυρα ο Αντιπλοίαρχος Πέρρυ που επέβαινε στο πλοίο και προειδοποίησε τον Κυβερνήτη ότι το πλοίο θα βουλιάξει, συμβουλεύοντάς τον να το προσαράξει στις Μικρασιατικές ακτές.
Η απάντηση του Κυβερνήτη ήταν αρνητική και μεταξύ άλλων του είπε:
«Εσύ είσαι ναυπηγός και καλά κάνεις να μου λες την γνώμη σου. Εγώ όμως είμαι ο Κυβερνήτης! Το καράβι δεν θα το ρίξω έξω. Αν είναι να χαθεί, θα χαθεί στο στοιχείο του, στην θάλασσα. Θα πάμε εμπρός και θα δεις πως δεν θα βουλιάξει!».
Και πράγματι δεν βούλιαξε αλλά σχίζοντας τα νερά υπερήφανο, μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι εγγύς των Τουρκικών ακτών, συχνά δεχόμενο πυρά από τα παράκτια πυροβολεία, επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια δοξάζοντας το Ναυτικό μας!
Ήταν 6 Δεκεμβρίου 1943, ανήμερα της εορτής του Αγίου της Θαλάσσης και ο λιμένας της Αλεξανδρείας ήταν γεμάτος από συμμαχικά πολεμικά πλοία. Τα πληρώματα τους ήταν παρατεταγμένα σε τάξη αποδόσεως τιμών, οι σηματωροί περίμεναν σε ετοιμότητα για τους προβλεπόμενους συριγμούς και οι Κυβερνήτες στέκονταν στην γέφυρα. Σε λίγο άρχισε να φαίνεται στις προσβάσεις του όρμου το Αντιτορπιλικό ΑΔΡΙΑΣ που ταξίδευε χωρίς την πλώρη του. Το συνόδευε τιμητικά το ναρκαλιευτικό ΣΑΛΑΜΙΝΙΑ όπου επέβαιναν ο Διοικητής Αντιτορπιλικών μαζί με άλλους Ανώτερους Διοικητές και το Επιτελείο του Αρχηγού του Στόλου. Δεξιά και αριστερά του έπλεαν δύο βενζινάκατοι. Στην μία επέβαινε ο Συμμαχικός Διοικητής της Αλεξανδρείας Ναύαρχος Πόλαντ και το Επιτελείο του, στην άλλη ο Υπουργός Ναυτικών Σοφοκλής Βενιζέλος.
Με την είσοδο του τραυματισμένου πλοίου στον όρμο και ενώ ήταν έτοιμο να χαιρετίσει, το πρόλαβε η Βρετανική Ναυαρχίδα που έδωσε το παράγγελμα. Από παντού ακούστηκαν συριγμοί και όλες οι σειρήνες άρχισαν να ηχούν χαρμόσυνα. Ταυτόχρονα χιλιάδες πηλίκια και ναυτικοί πηλίσκοι υψώθηκαν και το βροντερό «ούρα» ακούστηκε τρεις φορές από παντού! Ο γενναίος Κυβερνήτης του ΑΔΡΙΑΣ, Αντιπλοίαρχος Ιωάννης Τούμπας με εννέα τραύματα και σπασμένο το δεξί του χέρι στεκόταν υπερήφανος πλοηγώντας το ηρωικό πλοίο του.
Μέσα σ’ αυτές τις στιγμές της δόξας και του Εθνικού μεγαλείου γυρίζει και βλέπει γύρω του όλους δακρυσμένους. Γεμάτος και αυτός δάκρυα λέει στον Ανθυποπλοίαρχο Σπυρίδωνα Μουρίκη που ήταν δίπλα του:
«Δεν βλέπω καλά μπροστά μου. Θα σπάσω το καράβι».
Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του νεαρού Αξιωματικού που έσπευσε να δώσει την απάντηση:
«Μη σας νοιάζει κύριε Κυβερνήτα, είναι που είναι σπασμένο!».
Τα συμμαχικά με επάρσεις άρχισαν να συγχαίρουν το Ελληνικό πλοίο «Well done ADRIAS», δηλαδή «Εύγε ΑΔΡΙΑΣ!», ενώ ο σηματοφορικός σταθμός μετέδωσε δύο σήματα ένα του Ναύαρχου Ουΐλλις, Αρχηγού του Στόλου της Μέσης Ανατολής και ένα άλλο του Ναυάρχου Κάνιγκαμ, Αρχηγού του Στόλου της Μεσογείου.
Το πρώτο έλεγε:
«Προς ΑΔΡΙΑΣ από Αρχηγό Στόλου Μέσης Ανατολής. Πολύ ευτυχής που σας ξαναβλέπω. Παρακολούθησα την αποφασιστικότητα σας να σώσετε το πλοίο σας με θαυμασμό. Σας συγχαίρω δια το λαμπρό σας κατόρθωμα».
Το δεύτερο σήμα ήταν μεγαλύτερο και έλεγε:
«Θα ήθελα να σας πω πόσον ευχαριστημένος ένοιωσα μαθαίνοντας ότι το ΑΔΡΙΑΣ έφθασε στον λιμένα. Παρακολούθησα με θαυμασμό τον αποφασιστικό τρόπον με τον οποίον ο Κυβερνήτης κατέστησε το βλαβέν πλοίο του έτοιμο προς πλου και το επανέφερε τόσα μίλια και με τόσες δυσχέρειες. Ελπίζω ότι οι γενναίοι Αξιωματικοί και άνδρες του θα βρούνε σύντομα ένα άλλο πλοίο με το οποίον θα συνεχίσουν τον αγώνα και ότι αυτός ο ΑΔΡΙΑΣ θα ετοιμασθεί για να αναλάβει και πάλι μια ημέρα υπηρεσία εις το Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό».
«Προς ΑΔΡΙΑΣ από Αρχηγό Στόλου Μέσης Ανατολής. Πολύ ευτυχής που σας ξαναβλέπω. Παρακολούθησα την αποφασιστικότητα σας να σώσετε το πλοίο σας με θαυμασμό. Σας συγχαίρω δια το λαμπρό σας κατόρθωμα».
Το δεύτερο σήμα ήταν μεγαλύτερο και έλεγε:
«Θα ήθελα να σας πω πόσον ευχαριστημένος ένοιωσα μαθαίνοντας ότι το ΑΔΡΙΑΣ έφθασε στον λιμένα. Παρακολούθησα με θαυμασμό τον αποφασιστικό τρόπον με τον οποίον ο Κυβερνήτης κατέστησε το βλαβέν πλοίο του έτοιμο προς πλου και το επανέφερε τόσα μίλια και με τόσες δυσχέρειες. Ελπίζω ότι οι γενναίοι Αξιωματικοί και άνδρες του θα βρούνε σύντομα ένα άλλο πλοίο με το οποίον θα συνεχίσουν τον αγώνα και ότι αυτός ο ΑΔΡΙΑΣ θα ετοιμασθεί για να αναλάβει και πάλι μια ημέρα υπηρεσία εις το Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό».
Στην συνέχεια άρχισαν να εκπέμπονται πλήθος συγχαρητήρια σήματα. Οι σηματωροί δεν προλάβαιναν να λαμβάνουν. Στην προβλήτα περίμεναν επίσημοι για να συγχαρούν. Μόλις το πλοίο παρέβαλε ο Κυβερνήτης έκανε τον Σταυρό του και λέγοντας με όλη την δύναμη της γενναίας ψυχής του «δόξα σοι ο Θεός!» κατέβηκε από την γέφυρα.
(Ἀπόσπασμα ἀπό ἄρθρο τοῦ Στυλιανοῦ Πολίτη, στήν ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΖΩΝΗ)
____________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου