Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

ΙΤΕΑ… Αρχές του περασμένου αιώνα – Όταν τραγουδούσε το Μαρικάκι Β΄ Μέρος


Κι η αφεντιά του την άλλη μέρα, καβάλα στην καλοταγισμένη φοραδοπούλα του ξεκίναγε με αγωγιάτες και καμήλες.
 
Κι είχενε στα ταγάρια του, μπόλικο ψωμί (καρβέλια), φαγί και κρασί κι ότε που πρόσβγαινε το λησταριό μεσοστρατίς: «Καλώς τα, τα παιδιά. Παράδες κάτι λιανόματα έχω, μα έχω μπόλικο ψωμί, φαγί, πιοτί για σας. Χαλάλι σας και να ‘σαστε καλά.»
Κι έτσι έφτανε ακέριος, ορεξάτος, πασπαλισμένος απ’ τη μπουχόσκονη της στράτας, κάποιες φορές κι ολόγρος απ’ την πολλή πρεμούρα του.
Είχενε όμως και το κατμέρι, του εγωισμού !
Ήθελε πάντα σ’ όλα να ‘ναι πρώτος, μ’ ένα κλωνί βασιλικού στ’ αφτί του !
Γι’ αυτό κι ότε μες στα φαρδειά, μεγαλωπά λιοστάσια και τους χτημιώνες της Ι Τ Ι Α Σ, σιμά του διάβαιναν κάρα εμορφοστολισμένα μ’ αρχοντοφαμελιές από τα ΣΑΛΩΝΑ, το ΛΙΔΩΡΙΚΙ, τη ΛΑΜΙΑ, έδινε μια γλυκιά βιτσιά σα χάδι στη νια κι αψιά φοραδοπούλα του κι εκείνη μ’ αλαφροπατησιές στ’ ακροπέταλλά της, τον έβγαζε μπροστάρη περνώντας τον από την αγορά καμαρωτό-καμαρωτό !
Κι είχενε ακόμα κι ένα συμπάθειο για της γειτονιάς τους γαβριάδες που τού ‘καναν συχνά πυκνά του μαγαζιού θελήματακαι τους τρατάριζε γι’ αυτό, παστέλια απ’ το Μικρασιάτη λιανοπραματευτή που ξεκαλοκαίριαζε στο χωριό και στάλιαζε σ’ ένα κονάκι ψηλά στον ΑΦΑΝΟ.
Άλλος έμπορας και μάστορας, πολυτεχνίτης και με μυαλό ξουράφι, ο Αντρέας Ανδρεούλης. Ωρολογοποιός, οπλουργός, φωτογράφος και μεγαλέμπορας στα ψιλικά, στα πιοτά, στα σιδηρικά και σ’ άλλα χρειαζούμενα.
Απ’ αυτόν, ως μου έλεγε θυμάμαι ο πατέρας μου, αγόραζε σίδερα, μαντέμια, μποράζο, πέταλα αλογίσια, γαιδουρινά και αλογόκαρφα κι έκανε στο «γύφτικο», σαν σιδηρουργός που ήτανε, τη δουλειά του.
Μα και οι σκυτορραφτάδες τομάρια αγόραζαν και δέρματα επεξεργασμένα, για ποδετά και για τσαρούχια από την αφεντιά του
Ας αφήσουμε όμως τους εμπόρους, τους σιδεράδες, τους σκυτοτόμους τσαγκάρηδες και τους σαμαράδες του χωριού μου κι ας πάρουμε στο κατόπι το Μάνθο, τον ψαρά, που βγήκενε από το καπηλειό με τη συναστεριά.
Τα τραταμέντα του ενός και τ’ αλλουνού, τον είχανε στ’ αλήθεια μπουνταλλιάσει. Σήκωσε το κεφάλι του, τέντωσε τα στήθεια του και πήρε απανωτές ανασαιμιές απ’ το θαλασσινό αγέρα να συνεφέρει και τράβηξε για τη βάρκα του.
Μια βάρκα «Γάϊτα» το σκαρί του, με πλώριο και πρύμνιο «κοράκι.»
Σάλταρε στη κοιλιά της, έγειρε ζερβά και με το χέρι του νίφτηκε με θαλασσινό νερό, έκαμε το σταυρό του κι έπιασε τα κουπιά.
Γρούξανε οι σκαρμοί και σκαμπανέβασε το σκαρί στο κύμα.
Είχενε σηκώσει αγέρα και η αναβολιά γερή.
Όμως θα πάγαινε το δίχτυ του να σηκώσει.
Το είχενε ματακάμει και μάλιστα με χοντρό καιρό !
Αυτή ήταν άλλωστε η δουλειά του και κάτεχε καλά της θάλασσας τις παραξενιές και τα όργητά της, συντροφιασμένος πάντα με τον ΑΪ ΝΙΚΟΛΑ, που  το εικόνισμά του έστεκε δεμένο στο πλώριο το «κοράκι.»
Θα ξανοιγότανε.
Το καλούσε άλλωστε και η περίσταση, να προκάμει το δίχτυ του να σηκώσει πριν του το πάρει η φουσκοθαλασσιά.

Στο μεταξύ το μπάρκο η «ΝΑΥΣΙΚΑ», άρχισε κιόλας να ξεφορτώνει με το φέγγρισμα στον ορίζοντα, η λιμενεργατιά στήναν αγάλι-αγάλι ντάνες τα σακκιά, κοντοζυγώναν οι παρατρεχάμενοι και οι θεληματάρηδες, οι αγωγιάτες ετοιμάζανε τις καμήλες, ανοίγανε το ‘να κοντά στο άλλο του λιμανιού τα μαγαζιά, σκαρίζανε απ’ τα σπιτομαζώματα οι μεροκαματιάρηδες, σβιούνταν οι λάμπες και οι φωτοσυρμές της πολιτείας κι η μέρα φέγγριζε για τα καλά.
Κι ο Μάνθος το δίχτυ του σηκώνοντας, συλλογιότανε πως σήμερα ήταν μεγάλη μέρα. Σήμερα θα πούλαγε ολάκερη την ψαριά του και αναγάλλιαζε η καρδιά του.
Αυτό γινότανε κάθε που ερχότανε καράβι κι οι καμηλιέρηδες μελίσσι θαρρείς κατέβαιναν από τα γυροχώρια. Ζωντάνευε η πολιτεία, δουλεύανε τα μαγαζιά, άλλαζε τσέπες ο παράς.
Κι αν είχενε το μπάρκο και ταξιδιάρηδες,μουσαφιραίους μεγαλουσιάνους, σόγια και βλάμηδες του τόπου, βαβούριζε ο χοντρός λαός, κατέβαιναν κι οι κεφαλάδες με τα λουσσάτα κάρα τους και τ’ αψηλόκορμα αλόγατά τους με τα πολλά τα χαϊμαλιά, τ’ αβασκαντήρια, να τους καλωσορίσουν,  να τους τρατάρουνε στα μαγαζιά, στην ακροθαλασσιά, να πάρουνε και κάνα  πρώτο ψάρι και στο κατόπι να τους καλοκαθήσουνε στα χράμια και στα παχιά της άμαξάς τους μαξιλάρια, ωσότου να τους μπάσουν στο κονάκι τους.
Τα κάτεχε αυτά ο Μάνθος και με πρεμούρα σήκωνε το δίχτυ του, που ως φαινότανε ήταν καλή εκείνης της νύχτας η ψαριά.
Τέλεψε χεριά με τη χεριά κι έβανε πλώρη για την πολιτεία.
Σε λίγο θα ‘πιανε στην αμμουδιά και πριν ακόμα ξεψαρίσει οι καμηλιέρηδες απ’ τα βουνίσια γυροχώρια που τρώγανε ψάρι κάθε που «έπιανε» καράβι, θα πέφτανε στο δίχτυ του και θα το ξεψαρίζανε κατά πως και η βολή του πάσα ενός !
Σίγουρα θα τού ‘καναν και κάποια ζημιά και ώρες στο κατόπι θα χρειαζότανε για να μαστορέψει τα πλεμάτια, μα στάλα δεν τον έκοφτε, γιατί κατά πως έλεγε κι ο γέρο Φώτης, ψαράς κι απομεινάρης: Αμάχη να μην έχεις με τον κόσμο, μ’ όποια αναβολιά κι αν αγοράζουν την ψαριά σου.
Χαμογέλασε κι έκατσε τη βάρκα του στην άμμο.
Ολόρθοι τον καρτέραγαν οι καμηλιέρηδες, της αγοράς η πλέμπα και κάμποσοι αρχοντοφορεμένοι.
Τους άφησε να σιμώσουν και πριν αρχίσουν το ξεψάρισμα, έκαμε πάλι το σταυρό του, τι τούτη η λαμπερή, η ασημένια βαριοπρουκισμένη στο δίχτυ του σοδειά, του ΑΪ ΝΙΚΟΛΑ ήτανε σίγουρα έγνοια και βοήθεια !











 






 


 





 



Δεν υπάρχουν σχόλια: