Πέμπτη 23 Ιουνίου 2022

Εξαρση καρκίνων στα ελληνικά νοσοκομεία, «έμφραγμα» στα χειρουργεία

Μεγάλη πίεση στις εφημερίες, παρά την ύφεση της πανδημίας. Δεν επαρκούν οι κλίνες. Η κατάσταση σε Ιπποκράτειο και Θεαγένειο στη Θεσσαλονίκη.


Στις περιόδους έξαρσης της πανδημίας, μεγάλα τμήματα των νοσοκομείων λειτουργούσαν σχεδόν ως μονοθεματικά, καθώς στη συντριπτική τους πλειονότητα οι εισαγωγές αφορούσαν λοίμωξη από COVID-19. Η περίοδος ύφεσης που διανύουμε δημιουργεί αλλεπάλληλα κύματα εισαγωγών για άλλες νοσηρότητες που είχαν παραμεληθεί και έμειναν αδιάγνωστες στο προηγούμενο διάστημα.

Μεταξύ αυτών αδιάγνωστοι καρκίνοι, συχνά σε προχωρημένο στάδιο και σε μικρές ηλικίες. Η προτεραιότητα έχει δοθεί τώρα σε αυτά τα περιστατικά, καθώς και σε επείγοντα χειρουργεία. Για αυτά που δεν είναι άκρως επείγοντα η αναμονή στο χειρουργείο φτάνει ως και τα 3 χρόνια, ενώ οι διαγνωστικές εξετάσεις και ο προληπτικός έλεγχος είναι πρακτικά αδύνατος στο δημόσιο σύστημα. Αποτέλεσμα είναι όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα να στρέφονται στον ιδιωτικό τομέα και οι υπόλοιποι απλά να περιμένουν.


Κι ενώ ορθά έχει δοθεί προτεραιότητα στις νεοπλασίες, η μετακίνηση αναισθησιολόγου προς άλλο νοσοκομείο είχε ως αποτέλεσμα να κλείσει μια χειρουργική αίθουσα στο Θεαγένειο αντικαρκινικό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης και να μειωθούν κατά 20% οι χειρουργικές επεμβάσεις.

Ψάχνουμε να βρούμε κρεβάτια

Η παθολόγος – εντατικολόγος στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, Χριστίνα Κυδώνα, είδε τις νέες εισαγωγές ασθενών στις δύο τελευταίες εφημερίες σε συνδυασμό με τους ήδη νοσηλευόμενους να εκτοξεύουν τις ανάγκες σε παθολογικές κλίνες στις 90 και 94 κλίνες, αντίστοιχα, όταν η δυναμικότητά τους δεν ξεπερνά τις 40.

«Ψάχνουμε ήδη από το απόγευμα της 24ωρης εφημερίας να δούμε πού θα φιλοξενήσουμε αυτά τα περιστατικά. Διασπείρονται σε όλα τα τμήματα, σε άσχετες κλινικές και υπό την ευθύνη μας. Όταν όμως μέσα σε 4 μέρες το νοσοκομείο εφημερεύει ξανά, δεν προλαβαίνουμε να αδειάσουμε έτσι ώστε η επόμενη κλινική να διαχειριστεί τα περιστατικά της», λέει στο iatronet.gr και προσθέτει: «συν το ότι οι άλλες ειδικότητες που έχουν κλινικές, η ΩΡΛ, η ουρολογική, η ορθοπαιδική, έχουν επίσης αυξημένο φόρτο, και δεν έχουν αρκετά κενά κρεβάτια. γιατί έχουν ανοίξει τα πάντα και ο κόσμος πάει στο νοσοκομείο και για άλλα ζητήματα».

Όπως αναφέρει η ίδια, στην περίοδο του κορωνοϊού, αλλά και πριν από αυτόν, υπήρξε οπισθοδρόμηση σε ό,τι αφορά την πρόληψη στην πρωτοβάθμια. «Σε μεγάλο βαθμό η πρωτοβάθμια είχε μετατραπεί σε συνταγογράφηση από μακριά. Ανατινάχτηκε η πρόληψη», λέει και προσθέτει: «τα ραντεβού στην δημόσια πρωτοβάθμια περίθαλψη είναι πάρα πολύ πυκνά, του δεκαλέπτου, συν τις οδηγίες να δίνονται από μακριά με την άυλη συνταγογράφηση. Έτσι χάνεται ένα σημαντικό κομμάτι της συνολικής προσέγγισης που μπορεί να κάνει ο οικογενειακός γιατρός για να συλλάβει κάποια ύποπτα σημεία που μπορούν να οδηγήσουν σε περαιτέρω έλεγχο».

Έξαρση παραμελημένων καρκίνων

Αποτέλεσμα είναι να φτάνουν στην τριτοβάθμια περίθαλψη αδιάγνωστοι καρκίνοι. «Βλέπουμε στις εφημερίες παραμελημένους καρκίνους και σε νεαρές ηλικίες, κατά βάση αδιάγνωστους. Συμβαίνει σε όλο τον κόσμο, στο εξωτερικό μιλάνε για πανδημία καρκίνου», τονίζει η κ. Κυδώνα. Η τεράστια πίεση στα νοσοκομεία βάζει εμπόδια και στα επόμενα βήματα μετά τη διάγνωση.

«Δυσκολευόμαστε να βρούμε άκρη, είτε χειρουργική είτε για παραπομπή σε ογκολογικό συμβούλιο. Είναι πολύ συχνό το φαινόμενο εμείς οι νοσοκομειακοί γιατροί να μην μπορούμε να παραπέμψουμε έναν άνθρωπο και να βρει τον δρόμο του», αναφέρει και περιγράφει το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται πολλοί ασθενείς: «Όταν έχουμε κάτι ύποπτο αλλά όχι άκρως επείγον περιστατικό, λόγω του φόρτου των νοσοκομείων και πια της μη ύπαρξης κλινών για τα επείγοντα, επιλέγουμε κάποια περιστατικά να τα βγάλουμε ως «ψυχρά» ώστε να συνεχίσουν τον έλεγχο έξω και μετά από 15 μέρες που θα τον ολοκληρώσουν, να μας φέρουν τα αποτελέσματα και να κλείσουμε το περιστατικό», εξηγεί και προσθέτει: «Οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούν να βρουν τακτικό ραντεβού για αξονική, μαγνητική ή υπέρηχο στο δημόσιο. Αποκλείεται να βρουν. Αυτό σημαίνει ότι εμείς με το ζόρι τους οδηγούμε να πληρώσουν την συμμετοχή τους για την εξέταση σε ιδιωτικό εργαστήριο, η οποία στις σοβαρές εξετάσεις δεν είναι μηδαμινή. ‘Ένα κομμάτι του πληθυσμού δεν μπορεί να τις κάνει και έτσι πολλά πράγματα μένουν τυφλά».

Χρόνια αναμονής για τα χειρουργεία

Κάτι ανάλογο, σε μεγαλύτερο βαθμό, συμβαίνει με την πρόληψη, αλλά και για τα χειρουργεία, όπου ο χρόνος αναμονής για τα μη επείγοντα περιστατικά φτάνει ακόμα και τα 3 χρόνια. «Είναι πρακτικά αδύνατο σήμερα να βρεις ραντεβού π.χ. για θυρειοειδεκτομή, ή για μια απλή υστερεκτομή γιατί έχεις ινομυώματα χωρίς να έχεις καρκίνο», σημειώνει.

Η κατάσταση, μάλιστα, αναμένεται να επιδεινωθεί περαιτέρω τους επόμενους δύο μήνες, έπειτα από την ενημέρωση του Αναισθησιολογικού Τμήματος ότι από την 1η Ιουνίου ως την 31η Αυγούστου δεν θα υπάρχει η δυνατότητα εξυπηρέτησης τακτικών χειρουργείων, λόγω των αδειών του προσωπικού.

Σε ό,τι αφορά την πρόληψη, εξετάσεις που εντάσσονται στον τακτικό έλεγχο μετά τα 50, όπως η κολονοσκόπηση ή μια ουρολογική κλινική εξέταση με PSA για τους άνδρες, είναι αδύνατο να γίνουν στο δημόσιο σύστημα. «Αυτό σημαίνει ότι για να γίνει ο προληπτικός έλεγχος του παχέος εντέρου, αναγκαστικά οι άνθρωποι πρέπει να πληρώσουν και η κολονοσκόπηση είναι ακριβή. Ανατινάσσεται για ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού ο προληπτικός έλεγχος», καταλήγει.

Έκλεισε χειρουργείο στο Θεαγένειο

Την ώρα που παρουσιάζουν έξαρση οι αδιάγνωστοι καρκίνοι και η προτεραιότητα έχει δοθεί στην αντιμετώπισή τους, η απόσπαση ενός αναισθησιολόγου από το Θεαγένειο αντικαρκινικό νοσοκομείο για την εξυπηρέτηση αναγκών ενός άλλου υποστελεχωμένου νοσοκομείου της πόλης είχε ως αποτέλεσμα να κλείσει η μια από τις πέντε χειρουργικές αίθουσες του Θεαγένειου και να μειωθούν κατά 20% οι χειρουργικές επεμβάσεις, όπως καταγγέλλουν οι εργαζόμενοι.

«Από 8 αναισθησιολόγους έχουμε μείνει με 5, λόγω των αποσπάσεων», λέει στο iatronet.gr ο πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων στο Θεαγένειο, Βασίλης Μουρατίδης και προσθέτει: «Η χειρουργική αίθουσα έπρεπε να έχει κλείσει ούτως ή άλλους λόγω έλλειψης κατάλληλου αριθμού νοσηλευτικού προσωπικού. Το πρόβλημα υποστελέχωσης δεν αφορά μόνο τους αναισθησιολόγους, αλλά είναι γενικότερο και χρειάζεται να γίνουν προσλήψεις μόνιμου προσωπικού για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες των πολιτών».


πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: