Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του καθ.Νίκου Καζατζόπουλου : ¨Νιλουφέρ¨

Εκδόσεις «Ιωλκός»



(…)     H θεία Ευτυχία έμενε με ενοίκιο και πριν λίγους μήνες έμενε σε καινούριο σπίτι σε μια γειτονιά στα όρια της Δραπετσώνας και του Κερατσινίου κοντά στα Ταμπούρια . Ήταν ένα διαμέρισμα στο ισόγειο σε μια πολυκατοικία του μεσο-πολέμου με τέσσερεις ορόφους . Σε κάθε όροφο υπήρχαν τρία διαμερίσματα που όλα είχαν κοινή τουαλέτα . Το ιδιαίτερο σ΄αυτή την πολυκατοικία ήταν ότι υπήρχε και κοινή εσωτερική αυλή και όλα τα διαμερίσματα ήταν περιμετρικά της αυλής με εσωτερικές βεράντες . Στα δώδεκα διαμερίσματα αυτής της πολυκατοικίας συναντούσες όλη την κοινωνική διαστρωμάτωση των λαϊκών περιοχών Δραπετσώνας –Κερατσινίου , από την  Ευδοξία στο ισόγειο –δούλευε σε καμπαρέ στην Τρούμπα-έως τον απόστρατο ταγματάρχη στον  τέταρτο όροφο . Εργάτες στα Λιπάσματα ,κουρέας στην πλατεία στο Κερατσάκι ,μανάβης στον Άγιο Διονύση ,υπάλληλος στο δήμο ,χωροφύλακας ,καφετζής έξω από το νεκροταφείο στην Ανάσταση .Υπήρχαν και κάποιοι που όλη μέρα κοιμόντουσαν και την νύχτα έλειπαν , άγνωστο τι δουλειά έκαναν .
      Ο πιο χαρακτηριστικός ήταν ο Γιαχαμπίμπης ,ένας ηλικιωμένος μικρασιάτης που ζούσε μόνος σένα δωματιάκι στο μοναδικό ημιυπόγειο της αυλής . Δύσκολος, αμίλητος άνθρωπος , δεν είχε σχέσεις με κανένα στην πολυκατοικία . Την φωνή του την άκουγες μόνο όταν φώναζε :
     - Πάγος ,πάγος ο Γιαχαμπίμπης έφτασε .
    Σηκωνόταν από τα χαράματα , καβαλούσε την τρίτροχη μοτοσυκλέτα του  , πήγαινε κάπου στην Αμφιάλη και την φόρτωνε παγοκολόνες . Γύριζε τις έβαζε σένα παλιό ψυγείο στο πεζοδρόμιο της πολυκατοικίας , τις έκοβε με το πριόνι , έπιανε τα κομμάτια με σιδερένιες δαγκάνες και τα μοίραζε στα σπίτια . Το καλοκαίρι έβαζε στο ψυγείο ξυλάκια παγωτό ¨΄Εβγα¨ για λίγες παραπάνω δραχμούλες . Το βράδυ ξανά-κουγες την φωνή του  με το μπαγλαμαδάκι  να τραγουδά στο ημιυπόγειο οπωσδήποτε το αγαπημένο του ρεμπέτικο :

                         Όσοι έχουνε πολλά λεφτά
                         να ξερα τι τα κάνουν
                         άραγε σα πεθάνουνε , βρε αμάν –αμάν
                         μαζί τους θα τα πάρουνε ;
                        Μόνο σαν μαστουριάσω ,….


    Πάντοτε από το βραδινό ρεπερτόριο δεν έλειπε και το μικρασιάτικο :


                  Από τα γλυκά σου μάτια τρέχει αθάνατο νερό , σεβντίμ αμάν
                 Και σου γύρεψα λιγάδι και δεν μου δωσες να πιώ
                 Ολμάζ πιπίνι μου , ολμάζ
                Να με πεθάνεις πολεμάς … (…)
               

       (…) Η Ευδοξία  ήταν στο στόχαστρο και αιτία μεγάλων καυγάδων στο μικρόκοσμο της πολυκατοικίας τόσο από την Αρσινόη όσο και από την Καίτη για το δικό της λόγο η κάθε μία . Η Ευδοξία ζούσε μόνη με την μικρή της κόρη την Αρετούλα χωρίς άντρα . Την νύχτα κοίμιζε την κόρη της δίπλα στο σπίτι της Ανδρονίκης , μια αγαθή Πόντια που περίμενε πάνω από δέκα χρόνια να γυρίσει ο άντρας της από την Τσεχοσλοβακία που είχε φύγει μετά τον εμφύλιο .
       Η Αρσινόη δούλευε στην ¨Κοπή ¨ - εργοστάσιο κατασκευής στρατιωτικών στολών – και την πληροφόρησαν ότι αρκετές φορές ,όταν ήταν απογευματινή βάρδια , ο άντρας  της έπινε καφέ στο σπίτι της Ευδοξίας .
    - Μωρή παλιοπουτάνα , ξεκωλιάρα θα στα βγάλω τα μάτια αν ξανακοιτάξεις τον άντρα μου . Να σηκωθείς να φύγεις εσύ και το μούλικο σου   , δεν θα μας το κάνεις μπορδέλο εδώ μέσα .
    Από την βεράντα του δεύτερου ορόφου άρχιζε το υβρεολόγιο η Σμυρνιά Καίτη γιατί θυμόταν τα δικά της και φώναζε να την ακούσουν όλοι .
   -Ακούς η σιχαμένη όταν θέλει να ξεβρομίσει από το μπορδέλο της να θέλει τον γιό μου τον Θοδωρή να της φέρνει την πετσέτα και να της τρίβει την πλάτη . Θα μου το κολλήσει το παιδί σύφιλη και μουνόψειρες .
       Ο δεκαεπτάχρονος Θοδωρής δούλευε από τα ξημερώματα στην ψαραγορά στον Άγιο Γεώργιο και η χυμώδης Ευδοξία αποτελούσε για αυτόν το  πιο πρόσφορο αντικείμενο του ερωτικού του πόθου . Η έμπειρη καμπαρετζού αντιλαμβανόμενη μια μέρα, όταν έπαιρνε το μπάνιο της στο σκαφίδι στο μέσον της κάμαρας , ότι ο Θοδωρής περνούσε απ΄έξω  τον φώναξε να της φέρει την πετσέτα . Ο Θοδωρής μπροστά στην ολόγυμνη πραγματικότητα  της μέχρι τότε ερωτικής του φα-ντασίωσης άφησε την πετσέτα και άρχισε να χαιδεύει το γυμνό κορμί της Ευδοξίας και να φιλά τα στήθια της . Την άκρατη και πρωτόγνωρη ηδονή του Θοδωρή , τους αναστεναγμούς της Ευδοξίας διέκοψαν οι αγριοφωνάρες της Καίτης , που μπούκαρε μαινόμενη στο δωμάτιο . Οι φωνές και το συμβάν ακούστηκαν και μαθεύτηκαν μέχρι τα Ταμπούρια και τις παράγκες της Δραπετσώνας .Το σινιάλο στην Καίτη έδωσε η Ευτυχία- η θεία του Νίκου- που το διαμέρισμα της ήταν απέναντι από την Ευδοξία αφού νοιαζόταν και αυτή για το άντρα  και τον γιό της . Η ιστορία όμως της Ευδοξίας και του Θοδωρή είχε και συνέχεια …   (…)    
  (…)       Όταν ο Νίκος με τον Κώστα μετά το ματς γύρισαν στο σπίτι για να πλυθεί και να ντυθεί ο Κώστας είχε ξεκινήσει η Σαββατιάτικη καθιερωμένη συγκέντρωση των ενοίκων στην βεράντα του τέταρτου ορόφου που ήταν και η πιο μεγάλη .Έβγαζαν τρία –τέσσερα τραπέζια και ο καθένας έφερνε το κάτι τις του . Γεμιστά , φασολάκια ,μπάμιες , ιμάμ , μακαρόνια που είχαν περισσέψει από το μεσημέρι .Εκτός από την Βιργινία και την Μελετία υπήρχαν και άλλοι που την σύναξη αυτή δεν την έβλεπαν σαν μια ευχάριστη κοινωνική εκδήλωση , αλλά και σαν ευκαιρία αρκετές φορές να κάνουν οικονομία ,να μη μαγειρέψουν το μεσημέρι  και να φάνε το βράδυ στην βεράντα …
        Όταν μπήκαν στην πολυκατοικία ο Νίκος με τον Κώστα στον κλειστό εσωτερικό χώρο ήταν ανακατεμένες μυρουδιές από τηγάνισμα ψαριών και παϊδάκια στα κάρβουνα .Αυτή τη φορά η γυναίκα του ταγματάρχη τηγάνιζε γαύρο και ο κυρ Γιάννης ο χασάπης έψηνε  τα παϊδάκια . Ο κυρ Γιάννης ήταν χήρος και λέγανε διάφορα γιαυτόν και την Πατρινιά του τρίτου ορόφου . Ήταν γνωστή σε όλους σαν Πατρινιά , δεν την εκτιμούσαν ιδιαίτερα . Τον άντρα της τον Βασιλάκη βλάκα τον ανέβαζε , μαλάκα τον κατέβαζε .
     -Θάχουμε παϊδάκια σήμερα  από τον κυρ Γιάννη , θα είναι επιθυμία της Πατρινιάς σχολίασε η Ευτυχία στον άντρα της που αν και νέα στην πολυκατοικία είχε πλήρως ενημερωθεί .
      Αυτό το βράδυ έλειπαν  ο δάσκαλος με την γυναίκα του .Είχαν πάει στην ασφάλεια που κρατούσαν τον γιό τους . Ήταν φοιτητής της Νομικής και οργανωμένος στην νεολαία Λαμπράκη . Τον έπιασαν στα επεισόδια που ακολούθησαν της διαδήλωσης στην Ομόνοια .Πριν λίγους μήνες  πρωτοστάτησε στην  οργάνωση του παραρτήματος Κερατσινίου των Λαμπράκηδων και στην συγχώνευση τους  με την νεολαία της ΕΔΑ .
      Τελικά σαυτή την τόσο ανομοιογενή πολυκατοικία από κάθε άποψη τα Σάββατα το βράδυ επικρατούσε ένα είδος  εκεχειρίας , λες και την επέβαλε κάποιος τρίτος απ έξω και όλοι συμβιβαζόντουσαν .Οι γυναίκες ξέχναγαν ότι έλεγε η μια για την άλλη όλη την εβδομάδα , ο αριστερός τσαγκάρης Παναγιώτης δεν ενοχλούταν από τον Παπανδρεϊκό  χασάπη και τους δύο τους ανεχότανε ο δεξιότατος ταγματάρχης .
        Η έκπληξη αυτού του Σαββάτου ήταν η παρουσία στη συγκέντρωση και του Γιαχαμπίμπη  . Κατέβηκε και τον ανέβασε με το ζόρι ο Παναγιώτης παρά τα ξινισμένα μούτρα του ταγματάρχη .
        Ο ταγματάρχης δεξιοβασιλικός ένοιωθε θεματοφύλακας των υπέρτατων αξιών του έθνους . Οι αξίες του αυτές περιέχονταν σε τρείς λέξεις , Πατρίς –Θρησκεία –Οικογένεια  . Δεν ήταν και ευτυχής που συγκατοικούσε με όλους αυτούς  αλλά τι να κάνει , το διαμέρισμα ήταν ιδιόκτητο κληρονομιά από τον πατέρα του .Οι αρμονικές σχέσεις τελικά με τους άλλους οφείλονταν στην γυναίκα του την κυρία Ντίνα , που ήταν πραγματική κυρία .
     -Παναγιώτη δεν πιστεύω να φέρει  μαζί του και αυτό που  καπνίζει .
        Ο ταγματάρχης αρκετές φορές περνώντας από την αυλή για να ανέβει στο σπίτι του συλλάμβανε με την μύτη του την μυρουδιά από χασίς να βγαίνει από το υπόγειο του Γιαχαμπίμπη  , την ήξερε αρκετά καλά από τα χρόνια της υπηρεσίας του .
    -Όχι ταγματάρχα μου το μπαγλαμαδάκι θα του πω να φέρει μόνο .
    -Ναι αλλά κόσμια τραγούδια δεν θα κάνουμε τεκέ την βε-ράντα .Τσιτσάνη , Καζατζίδη και  Παπαϊωάνου που είναι από την Κίο το χωριό του πατέρα μου .
    Ο πατέρας του ταγματάρχη Δελή ήταν αμανεντζής στην Κίο κάτι δηλαδή σαν μεσίτης και κατόρθωσε να φέρει μαζί του αρκετά χρήματα . Έτσι δικαιολογούταν οι τρείς ιδιοκτησίες του ταγματάρχη στην πολυκατοικία .
    Κάθε Σάββατο όμως η μουσική δεν τους έλειπε . Η κυρία Ντίνα είχε γραμμόφωνο και δίσκους από παραδοσιακά μικρασιάτικα μέχρι ταγκό και βαλς . Το συγκεκριμένο Σαββατόβραδο  όμως την παράσταση έκλεψε ο Γιαχαμπίμπης . Όλοι γνώρισαν ένα καινούριο άνθρωπο , έπαιξε και τραγούδησε με το μπαγλαμαδάκι του και μετά από μερικά  ποτηράκια ρετσίνα σηκώθηκε μόνος του να χορέψει χωρίς να ακούγεται κάποιο τραγούδι. Ένα χορό δικής του έμπνευσης και χορογραφίας , λίγο από ζεϊμπέκικο , λίγο από απτάλικο .Υπήρχαν στιγμές που σταματούσε απότομα  την χορευτική του κίνηση μένοντας  για λίγα δευτερόλεπτα με το χέρι ή το πόδι ψηλά , στάσεις και κινήσεις με μια θεατρικότητα που άφησε όλους άφωνους .  Κινήσεις που μαρτυρούσαν μια εσωτερικότητα ,προσπάθεια έκφρασης ενός ανθρώπου που όλοι τον χαρακτήριζαν μονόχνοτο ,ακαλημέριστο , σκοτεινό , αντικοινωνικό .
       Φεύγοντας  η Ευτυχία τον ρώτησε
      - Τελικά θα μας πεις από πού ήλθες ;
       Ο Γιαχαμπίμπης έκανε πως δεν άκουσε κατεβαίνοντας τα σκαλιά της πολυκατοικίας , αλλά η βραδινή έκπληξη  εκ μέρους του δεν είχε τελειώσει .

       -Από το Νιλουφέρ ένα χωριό κοντά στην Προύσα , έφτασα μόνος μου είκοσι πέντε χρονών στον Πειραιά απάντησε αφού ήδη κατέβαινε τα τρία  σκαλιά για το υπόγειο του . Είχα μείνει αιχμάλωτος , δεν μπόρεσα να βρω τους δικούς μου και έκλεισε την πόρτα , βιαζόταν να καπνίσει το δικό του τσιγάρο και να κοιμηθεί . (…)

Δεν υπάρχουν σχόλια: