Κυριακή 30 Μαΐου 2021

Ακρόπρωρα: Μια ζωντανή μαρτυρία λαϊκού πολιτισμού

Το βιβλίο «Καραβοκύρηδες & Ακρόπρωρα του 1821» του Πέτρου Θέμελη αναδεικνύει ένα παραγνωρισμένο είδος τέχνης.



Ψυχή του καραβιού που διώχνει το κακό, προστατεύει το πλήρωμα και χαρίζει νίκες σε ώρα πολέμου, ενώ φέρνει πλούτο, το ακρόπρωρο ορθώνεται στην πλώρη, το ιερότερο τμήμα του καραβιού. 

 

Ο καθηγητής Πέτρος Θέμελης, λάτρης αυτών των μοναδικών δειγμάτων ιστορίας και επιδεξιότητας μεγάλων τεχνιτών, έγραψε ένα βιβλίο για τους καραβοκύρηδες και τα ακρόπρωρα του 1821, μια αφήγηση που προκύπτει από την αγάπη του για αυτό το εξαιρετικό και παραγνωρισμένο είδος τέχνης.

 

Μελετώντας τα λίγα σωζόμενα ακρόπρωρα που επέζησαν μέχρι σήμερα και ξεχωρίζουν ως μια ζωντανή μαρτυρία του λαϊκού μας πολιτισμού, μαζί με τις γραπτές πηγές και τις απεικονίσεις τους στην τέχνη, ο Πέτρος Θέμελης μας προσφέρει μια περιεκτική μελέτη του νεοελληνικού ακρόπρωρου, που διαβάζεται σαν ένα μικρό μυθιστόρημα για την ιστορία των καπεταναίων, της ναυτοσύνης, της λαϊκής τέχνης και των επιρροών της, εντάσσοντάς το στο ευρύτερο πλαίσιο της νεοελληνικής ναυτιλίας αλλά και τέχνης. 

 

Ακόμα και η Νίκη της Σαμοθράκης είναι ένα ακρόπρωρο. Είναι στην πλώρη του πλοίου και σαλπίζει τη νικηφόρα έκβαση της ναυμαχίας, την κατάκτηση και τον πλούτο που φέρνει στη χώρα μια μάχη που έχει κερδηθεί.

Στον πρόλογο του βιβλίου ο Πέτρος Θέμελης γυρνά στα παιδικά του χρόνια, εκεί που ξεκίνησε η αγάπη και η εντύπωση που του έκαναν τα ακρόπρωρα, όταν Καριώτες καραβοκυραίοι, έφταναν κατά καιρούς στο σπίτι τους στη Σαλονίκη, όταν ξεφόρτωναν τα τρεχαντήρια τους με προϊόντα στην παραλία του Θερμαϊκού και φόρτωναν ξανά, σαλπάροντας για το νησί με ανέμους όχι πάντα ούριους.

 

«Ένα καλοκαίρι αξέχαστο», γράφει, «μας πήρανε μαζί τους στο ταξίδι ης επιστροφής για Νικαριά. Φίσκα γεμάτα ως τα μπούνια με εμπορεύματα τα δυο καΐκια κι εμείς απάνω στρωματσάδα στο κατάστρωμα. Το ένα διατηρούσε μια μικρή ξυλόγλυπτη φιγούρα καρφωμένη στην πλώρη σαν ακρόπρωρο, μια γυναίκα δηλαδή με γιλέκο εφαρμοστό και φαρδιά φούστα, με τόνα χέρι τεντωμένο ίσια μπρος σαν να έδειχνε το πέλαγος, ενώ η μούρη της ήταν φθαρμένη από την πολυκαιρία, την αρμύρα και τον άνεμο».

 

ΑΚΡΟΠΡΩΡΟ
Πέτρος Θέμελης, Καραβοκύρηδες & Ακρόπρωρα του 1821, σελ. 112, Εκδόσεις Καπόν

Η ιστορία του ακρόπρωρου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία της ναυσιπλοΐας από τότε που οι πρώτοι άνθρωποι ήρθαν σε επαφή με τον υγρό στοιχείο, τους μεγάλους πλωτούς ποταμούς και την ανοιχτή θάλασσα στη συνέχεια. Τα ακρόπρωρα, που ήταν αρχικά κερασφόρα ζώα και τα μάτια, ζωγραφισμένα στις παρειές της πλώρης, δείχνουν μέχρι σήμερα ότι το πλοίο θεωρείται ζωντανό. 

 

Από τα απέριττα κυκλαδίτικα ψάρια της εποχής του χαλκού μέχρι τις πολύμορφες ξυλόγλυπτες μπαρόκ συνθέσεις των μεγάλων ιστιοφόρων του 17ου-18ου αιώνα, τα ακρόπρωρα στέκουν δίπλα στα εμβατήρια, θυσίες που προσφέρονταν κατά τον απόπλου για να εξευμενίσουν τους δαίμονες της θάλασσας, την μπουκάλα της σαμπάνιας που θραύεται επάνω στην πλώρη από τη γυναίκα συνήθως νονά ενός πλοίου, τη σχέση μεταξύ των ανδρών του πληρώματος και του θηλυκού καραβιού, ως συνέχεια μιας πανάρχαιας παράδοσης που θέλει τις κατά κανόνα γαλήνιες, καλοσυνάτες υπάρξεις προστάτριες και φύλακες αγγέλους των ναυτικών καρφωμένες στην πρώρα να ορθώνουν επιβλητικά το ανάστημά τους στην οργή των στοιχείων της φύσης. 


Ακρόπρωρα του μουσείου Γαλαξιδιού. Πίνακας του Σπύρου Βασιλείου. Ναυτικό και ιστορικό Μουσείο.


Το νεοελληνικό ακρόπρωρο είναι παρακλάδι του ευρωπαϊκού και εμφανίζεται ακριβώς την περίοδο της μετάβασης από τον 18ο στον 19ο αιώνα, γέννημα ενός νέου πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού κλίματος. Με τη μεγάλη ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας που αρχίζει το 1700 αρχίζουμε να μαθαίνουμε τους πολύ επιδέξιους τεχνίτες, τους περιζήτητους Έλληνες καραβομαραγκούς, που έχουν σκαλίσει μερικά από τα πιο εμβληματικά ακρόπρωρα που σώζονται μέχρι σήμερα.

 

Σύμφωνα με τον βυζαντινολόγο Αντρέα Ξυγγόπουλο, η ξυλογλυπτική είναι ένας νέος κλάδος λαϊκής τέχνης που παρουσιάζεται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και δεν φαίνεται να συνεχίζει παλαιότερη παράδοση. Τότε φιλοτεχνούνται και σκαλίζονται τα ακρόπρωρα, που οι εικόνες τους φτάνουν μέχρι τις μέρες μας και τα οποία φιλοξενούνται σε αυτή τη σημαντική έκδοση.

 

Τα ακρόπρωρα έφτασαν σε ένα τέλος με την επικράτηση των σιδερένιων ατμοκίνητων πλοίων. Ωστόσο, οι «φιγούρες», όπως αποκαλούσαν οι ναυτικοί́ τα ακρόπρωρα, που επέζησαν μέχρι σήμερα αποτελούν μια ζωντανή́ μαρτυρία του λαϊκού́ μας πολιτισμού́. 


Ακρόπρωρο με τη μορφή της Αμφιτρίτης, συζύγου του Ποσειδώνα, καθισμένης στη ράχη δελφινιού, συνοδευόμενης από ερωτιδείς. Κοπεγχάγη, ναυτικό μουσείο Δανίας.


Από τη Μεσσήνη όπου βρίσκεται, ο καθηγητής Θέμελης ακούγεται χαρούμενος στο τηλέφωνο. Μιλά για τα δείγματα αυτά της λαϊκής τέχνης αλλά και της μεγάλης αξιοσύνης αυτών των ταλιαδόρων καραβομαραγκών που ήταν ναυπηγοί αλλά λάξευαν τα ακρόπρωρα. «Αναγνώριζα τα χέρια τους στα συγκεκριμένα» λέει στη LIFO. «Ήταν ένα χόμπι που είχα από μικρός αλλά όταν έχεις άλλα καθήκοντα, αρχαιολογία, πανεπιστήμιο, δεν προλαβαίνεις να ολοκληρώσεις αυτή την αγάπη για τα πλεούμενα και τα ακρόπρωρα. Τώρα που έχω συνταξιοδοτηθεί ξαναγύρισα σε αυτά, βρήκα το υλικό το παλιό, το ανανέωσα και άρχισα να ξαναγράφω. Εκτός από το βιβλίο με τα ακρόπρωρα του 1821 θα υπάρξουν και άλλα». 

 

Αυτό το βιβλίο το αγάπησε και η Ραχήλ Καπόν και με τον καθηγητή Θέμελη έσκυψαν με μεγάλη προσοχή στο υλικό, στο κασέ αλλά και στο να έχει ένα ελκυστικό σχήμα και εικόνες σε εξαιρετική ανάλυση.

 

«Είναι σας μυθιστόρημα για μένα κατ΄ ουσίαν όλο το βιβλίο» λέει ο καθηγητής Θέμελης. «Από την Αίγυπτο, όπου σε βραχογραφίες βρήκαμε κεφάλια ζώων, αρπακτικών, γιατί ήταν ζωόμορφα τα ακρόπρωρα τότε, να κοσμούν τα πλοία, δεν σώζονται τα ίδια τα πλοία, αλλά οι ζωγραφιές τους. Και φυσικά, μετά, τα μεγάλα πλεούμενα που έφταναν στο Αιγαίο από τον ποταμό Νείλο, γιατί τα πρώτα πλεούμενα ήταν ποταμόπλοια, απέκτησαν ακρόπρωρα με άλλες μορφές και από τους ανθρώπους του 9ου και του 8ου π.Χ. αιώνα η συνήθεια αυτή πήγε στα ιστιοφόρα και τη Δύση.

 

Τα παλαιότερα ευρωπαϊκά ακρόπρωρα βέβαια εμφανίζονται στα πλοία των Βίκινγκς, τα πλεούμενά τους είχαν δράκους που βρέθηκαν όταν ανακαλύφθηκαν σε ανασκαφές μέσα στη λάσπη στις παραθαλάσσιες περιοχές και αυτά εξελίσσονται σε πολύμορφες αριστουργηματικές συνθέσεις σε ιστιοφόρα γαλλικά, εγγλέζικα. Μετά στο Αιγαίο Φράγκοι Βενετσιάνοι και μετά οι καραβοκυραίοι και οι καραβομαραγκοί κάνουν τα δικά τους πλεούμενα στην τουρκοκρατία, με το εμπόριο να είναι ανοιχτό και εκείνους να μπορούν να μεταφέρουν εμπορεύματα και να κάνουν περιουσία, και λίγο-λίγο το ελληνικό ακρόπρωρο εμφανίζεται μαζί με την επανάσταση. 


Η Νίκη της Σαμοθράκης, αφιέρωμα των Ροδίων στο ιερό της Σαμοθράκης. Η πτερωτή θεά στέκει πάνω στην πλώρη ενός πλοίου. Γύρω στο 200π.Χ, Παρίσι Μουσείο του Λούβρου.

Το ακρόπρωρο μπούστο του Θεμιστοκλή από το ομώνυμο πλοίο του Δημητρίου Βούλγαρη με κυβερνήτη τον Αντώνιο Κριεζή. Αθήνα, εθνικό Ιστορικό Μουσείο.


Τα μπούστα που συναντάμε στα ακρόπρωρα από την Ύδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά είναι αρχικά ανδρικά, στη συνέχεια συναντάμε τα γυναικεία. Οι ολόσωμες αυτές καταπληκτικές φιγούρες, που τις συναντάμε στο Γαλαξίδι και είναι στημένες στο τοπικό μουσείο, είναι σαν Νίκες με σηκωμένο το χέρι. 

 

Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι με ακρόπρωρα είναι γεμάτος όλος ο κόσμος, πρόκειται για κάτι πολύ αγαπητό. Στην Αμερική να πας αλλά και στην Ευρώπη υπάρχουν ακόμα και εμπορικά καταστήματα που έχουν τα δικά τους ακρόπρωρα, ακόμα και σε εστιατόρια ως ντεκόρ, όχι σαν μουσειακά αντικείμενα αλλά ζωντανά δίπλα μας, υπάρχει μεγάλη πληθώρα. Μετά το Γαλαξίδι είναι μια κοινή γλώσσα σε όλο τον κόσμο.

 

Η γυναικεία φιγούρα στο πλοίο είναι μια μάνα προστάτης, μια αγία, θα έλεγα, και οι ναυτικοί προσεύχονταν στο ακρόπρωρο, ειδικά αυτοί που έκαναν αυτά τα τεράστια ταξίδια από την Πορτογαλία προς το Νέο Κόσμο είχαν αυτές τις ολόσωμες φιγούρες εκεί που οι κίνδυνοι της θάλασσας είναι τρομεροί και ήταν το ακρόπρωρο που προστάτευε το πλοίο και έφερνε μαζί με τις κατακτήσεις και πλούτο στους πλοιοκτήτες και στους καπετάνιους. Τα ιστιοφόρα χάθηκαν, εξαφανίστηκαν και σήμερα έχουμε κάτι μοντέρνα κότερα αλλά τα ακρόπρωρα τα έπαιρναν από τα εγκαταλελειμμένα πλοία και τα πήγαιναν σπίτια τους οι ναυτικοί, εκεί τα φύλαγαν. Κάποιοι κληρονόμοι δεν τα σεβάστηκαν αλλά σώθηκαν αρκετά σε όλο τον κόσμο.

 

Τα ακρόπρωρα τα έκαναν άνδρες και μάλιστα όχι καλλιτέχνες, γλύπτες, αλλά καραβομαραγκοί και τεχνίτες. «Εκτός από αυτά τα μπούστα που παραπέμπουν στην αρχαιότητα, γιατί τότε γίνεται η στροφή στον αρχαίο κόσμο για να αποκτήσουν οι Έλληνες μια νέα ταυτότητα συνδεόμενοι με την αρχαιότητα, μετά τα ακρόπρωρα είναι κυρίως γυναικεία, δεν είναι γοργόνες όπως τα ονομάζουν μερικοί, ήταν γυναίκες. Ήταν κόρες και γυναίκες των καπεταναίων, δεν έχουν ψαροουρά αλλά φορούν μακριά ρούχα που αγκαλιάζουν εκεί που καμπυλώνει η πλώρα και αποτελούν συνέχεια του πλοίου.

 

Ξέρετε, στα μουσεία δεν τα στηρίζουν σωστά, δεν ξέρουν να τα στηρίξουν λοξά, είναι και δύσκολο, για να φαίνονται σαν να είναι πάνω σε πλεούμενο. Αλλά θα τα διορθώσουν. Ξέρετε, ακόμα και η Νίκη της Σαμοθράκης είναι ένα ακρόπρωρο. Είναι στην πλώρη του πλοίου και σαλπίζει τη νικηφόρα έκβαση της ναυμαχίας, την κατάκτηση και τον πλούτο που φέρνει στη χώρα μια μάχη που έχει κερδηθεί». 




Το ακρόπρωρο της Καρτερίας. Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας.


Ακρόπρωρο μπούστο της Ασπασίας από το ομώνυμο πλοίο του Γεωργίου Σάντου. Μουσείο Σπετσών.


Ακρόπρωρο του Γαλαξιδιού από μικρό ιστιοφόρο. Γαλαξίδι, Ναυτικό και ιστορικό Μουσείο.


Ακρόπρωρο από ιδιωτική συλλογή της Μυκόνου.



Μαρμάρινη Τριτωνίδα, έργο του 2ου π.Χ. αιώνα του γλύπτη Δαμοφώντα από τον θρόνο του λατρευτικού συντάγματος της Λυκόσουρας. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.


Γυναικεία φιγούρα – ακρόπρωρο Γαλαξίδι, Ναυτικό και ιστορικό Μουσείο.


Ακρόπρωρο αγνώστου ιστιοφόρου στην οικία του Μ. Νομικού στη Σαντορίνη



πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: