Τα τελευταία χρόνια οι πλούσιες χώρες «χρηματοδοτούν» με τη μορφή δανείων ή επιχορηγήσεων την καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Ωστόσο τα επιτόκια και όροι χρηματοδότησης ωφελούν περισσότερο τα κράτη – δανειστές παρά τις φτωχές χώρες – δανειολήπτες.



Η Ιαπωνία, η Γαλλία, η Γερμανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες πλούσιες χώρες καρπώνονται οικονομικά οφέλη δισεκατομμυρίων δολαρίων από ένα παγκόσμιο πρόγραμμα για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεών της στον αναπτυσσόμενο κόσμο σύμφωνα με την ανάλυση στοιχείων του ΟΗΕ και του ΟΟΣΑ που έκανε το Reuters.

Στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Παρισιού οι αναπτυγμένες χώρες δεσμεύτηκαν να χρηματοδοτούν με 100 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως τα φτωχότερα κράτη για να μειώσουν τις εκπομπές ρύπων και να αντιμετωπίσουν τα ακραία καιρικά φαινόμενα της Κλιματικής Αλλαγής.

Όπως δήλωσαν στο Reuters αναλυτές, ακτιβιστές και πρώην κρατικά στελέχη και διαπραγματευτές για το κλίμα δισεκατομμύρια δολάρια από το πρόγραμμα αυτό πίσω στις δικές τους οικονομίες, κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αρχή ότι οι πλούσιοι αυτού του πλανήτη θα πρέπει να αποζημιώσουν τους φτωχότερους για τη μακροχρόνια ρύπανση που παρήγαγαν και η οποία τροφοδότησε την κλιματική αλλαγή.

Τουλάχιστον 18 δισεκατομμύρια δολάρια με επιτόκιο της αγοράς έχουν δανείσει οι «πλούσιοι» στους «φτωχούς» του πλανήτη. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται δάνεια 10,2 δις. δολαρίων από την Ιαπωνία, 3,6 δις. από τη Γαλλία, 1,9 δις. από τη Γερμανία και 1,5 δις. δολαρίων από τις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με έρευνα του Reuters και του Big Local News, ενός δημοσιογραφικού προγράμματος στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ.

Κανονικά τα δάνεια για έργα βοήθειας γενικότερα, αλλά και αυτά που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή συνήθως φέρουν χαμηλό ή καθόλου επιτόκιο.

Άλλες δανειακές συμβάσεις ύψους 11 δις δολαρίων, σχεδόν όλες από την Ιαπωνία, απαιτούσαν από τα κράτη δικαιούχους να χρησιμοποιήσουν εταιρείες ή να αγοράσουν υλικά από τις δανείστριες χώρες.

Το Reuters εντόπισε και επιχορηγήσεις ύψους τουλάχιστον 10,6 δις δολαρίων από 24 χώρες και την Ευρωπαϊκή Ένωση που απαιτούσαν από τους αποδέκτες να χρησιμοποιούν εταιρείες, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς ή δημόσιους φορείς από συγκεκριμένα κράτη -συνήθως του δωρητή- ως υπεργολάβους ή προμηθευτές .

«Από την άποψη της δικαιοσύνης, αυτό είναι βαθιά καταδικαστέο», δήλωσε η Liane Schalatek, αναπληρώτρια διευθύντρια του παραρτήματος Ουάσινγκτον του Ιδρύματος Heinrich-Boll, μιας γερμανικής δεξαμενής σκέψης που προωθεί περιβαλλοντικές πολιτικές.

Οι περισσότερες από τις χώρες που χρηματοδοτούν την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής προτιμούν τα δάνεια έναντι των επιχορηγήσεων αναφέρει το Reuters.

Από το 2015 και 2020 τα περισσότερα χρήματα έχουν δοθεί από την Ιαπωνία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ. Εκπρόσωποι χρηματοδοτικών φορέων αυτών των χωρών για το κλίμα λένε ότι τα δάνεια αυτά είναι κατάλληλα για μεγάλα, προσοδοφόρα έργα σε χώρες ισχυρές οικονομίες.

Ωστόσο τα περισσότερα δάνεια λαμβάνουν οι χώρες με μεσαίου μεγέθους οικονομίες παρόλο που αντιμετωπίζουν ήδη δυσθεώρητο χρέος. Οι αποπληρωμές των δανείων μειώνουν τη χρηματοδότηση βασικών κοινωνικών υπηρεσιών και περιορίζουν την ικανότητά τους να προετοιμάζονται και να ανταποκρίνονται σε ακραία καιρικά φαινόμενα, δήλωσαν στο Reuters ειδικοί αναλυτές της χρηματοδότησης αρμόδια στελέχη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγή αναπτυσσόμενων χωρών.

Από την άλλη, οι επιχορηγήσεις για το κλίμα που απαιτούν από τους δικαιούχους να προσλάβουν προμηθευτές από πλούσιες χώρες δεν είναι τόσο επιβλαβείς όσο τα δάνεια με ανάλογους όρους, επειδή δεν χρειάζονται αποπληρωμή. Σε κάποιες περιπτώσεις οι ρυθμίσεις αυτές είναι απαραίτητες, όταν οι χώρες που τις λαμβάνουν δεν έχουν την τεχνογνωσία για να παρέχουν συγκεκριμένες υπηρεσίες.

Ωστόσο, πολλές φορές ωφελούν τις οικονομίες των δωρητών σε βάρος των αναπτυσσόμενων χωρών. Κάτι που υπονομεύει τον στόχο να βοηθηθούν τα ευάλωτα οικονομικά κράτη να αναπτύξουν ανθεκτικότητα και τεχνολογία για να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή.

Πολλά από τα δάνεια και τις επιχορηγήσεις υπό όρους που εξετάστηκαν δόθηκαν στο πλαίσιο της δέσμευσης των ανεπτυγμένων χωρών να προσφέρουν 100 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως έως το 2020 στις φτωχότερες χώρες που επηρεάζονται από την κλιματική αλλαγή.

Η δέσμευση αυτή, που αναλήφθηκε για πρώτη φορά το 2009, επιβεβαιώθηκε στη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα το 2015. Περίπου 353 δισεκατομμύρια δολάρια καταβλήθηκαν από το 2015 έως το 2020. Το ποσό αυτό περιελάμβανε 189 δισεκατομμύρια δολάρια σε άμεσες πληρωμές από χώρα σε χώρα, στις οποίες επικεντρώθηκε η ανάλυση του Reuters.

Όμως, πάνω από τα μισά δίνονται με τη μορφή δανείων και όχι επιχορηγήσεων, πράγμα που ενοχλεί κάποιες υπερχρεωμένες χώρες του παγκόσμιου Νότου, όπως το αναφέρει το Reuters.

Οι χώρες του «παγκόσμιου Νότου βιώνουν ένα νέο κύμα χρέους που προκαλείται από τη χρηματοδότηση του κλίματος», δήλωσε ο Andres Mogro, πρώην εθνικός διευθυντής του Εκουαδόρ για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.

EPA/CHRISTOPHER NEUNDORF

Τα πλούσια κράτη υπερασπίζονται τη χρηματοδότηση για το κλίμα

Εκπρόσωποι των κύριων οργανισμών χρηματοδότησης για το κλίμα στην Ιαπωνία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες δήλωσαν ότι λαμβάνουν υπόψη το ύψος του ήδη υπάρχοντος χρέους μιας χώρας πριν αποφασίσουν αν θα δώσουν δάνεια ή επιχορηγήσεις για το κλίμα. Προτεραιότητα δίνεται στις επιχορηγήσεις προς τις φτωχές χώρες, όπου περίπου το 83% της χρηματοδότησης είναι σε μορφή επιχορηγήσεων. Ωστόσο αυτές λαμβάνουν λιγότερη από την μισή χρηματοδότηση για το κλίμα σε σχέση με χώρες που έχουν καλύτερες οικονομίες που κυρίως λαμβάνουν δάνεια.

«Ένας συνδυασμός δανείων και επιχορηγήσεων διασφαλίζει ότι η δημόσια χρηματοδότηση των δωρητών μπορεί να κατευθυνθεί στις χώρες που την έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, ενώ οι οικονομικά ισχυρότερες χώρες μπορούν να επωφεληθούν από τους καλύτερους όρους δανεισμού σε σχέση με τα επιτόκια της αγοράς», δήλωσε στο Reuters η Heike Henn, διευθύντρια για το κλίμα, την ενέργεια και το περιβάλλον στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης της Γερμανίας.

Η Γερμανία έχει συμβάλει με 45 δισεκατομμύρια δολάρια σε χρηματοδότηση για το κλίμα, το 52% των οποίων έχει δανειοδοτηθεί.

Η Γαλλική Υπηρεσία Ανάπτυξης (AFD) προσφέρει στις αναπτυσσόμενες χώρες χαμηλά επιτόκια που κανονικά θα ήταν διαθέσιμα μόνο στις πλουσιότερες χώρες στην ελεύθερη αγορά, δήλωσε η Atika Ben Maid, αναπληρώτρια επικεφαλής της Διεύθυνσης Κλίματος και Φύσης της AFD. Περίπου το 90% της συνεισφοράς της Γαλλίας ύψους 28 δισεκατομμυρίων δολαρίων προήλθε με τη μορφή δανείων – το υψηλότερο ποσοστό από κάθε άλλο κράτος.

Σύμφωνα με εκπρόσωπο του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, τα δάνεια θεωρούνται κατάλληλα και οικονομικά αποδοτικά για έργα που παράγουν έσοδα. Οι επιχορηγήσεις συνήθως πηγαίνουν σε άλλους τύπους έργων σε κοινότητες με χαμηλό εισόδημα και ευάλωτες στο κλίμα.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν διαθέσει 9,5 δισ. δολάρια για την κλιματική αλλαγή, το 31% των οποίων αποτελείται από δάνεια.

Oταν ρωτήθηκε αν η είσπραξη τόκων σε τιμές αγοράς και άλλων οικονομικών ανταμοιβών έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα του προγράμματος χρηματοδότησης του κλίματος, είπε ότι οι διατάξεις της Συμφωνίας του Παρισιού δεν απαιτούν την «αποκατάσταση» της ζημίας που προκλήθηκε από τις μακροχρόνιες εκπομπές των αναπτυγμένων χωρών.

Παρόλα αυτά, αναγνωρίζεται η αρχή της «κλιματικής δικαιοσύνης» και της «ισότητας» και σημειώνεται ότι οι ανεπτυγμένες χώρες πρέπει να παρέχουν χρηματοδότηση για το κλίμα.

«Οι περισσότεροι ερμηνεύουν αυτή τη γλώσσα ως υποχρέωση των πλουσίων χωρών να βοηθήσουν στην επίλυση των προβλημάτων που σχετίζονται με το κλίμα, λαμβάνοντας υπόψη τον ρόλο που διαδραμάτισαν στο πρόβλημα» δήλωσε στο Reuters η Rachel Kyte, καθηγήτρια κλιματικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, η οποία ήταν ειδική απεσταλμένη της Παγκόσμιας Τράπεζας για την κλιματική αλλαγή το 2014 και το 2015.

Αλλά η Συμφωνία του Παρισιού δεν περιείχε λεπτομέρειες. Ανέφερε ότι τα κράτη θα πρέπει να κινητοποιήσουν τη χρηματοδότηση από «μια ευρεία ποικιλία πηγών, μέσων και διαύλων». Δεν καθόρισε αν οι επιχορηγήσεις θα πρέπει να έχουν προτεραιότητα έναντι των δανείων. Επίσης, δεν απαγόρευσε στα πλούσια έθνη να επιβάλλουν όρους που τους συμφέρουν.

«Είναι σαν να βάζεις φωτιά σε ένα κτίριο και μετά να πουλάς πυροσβεστήρες έξω», δήλωσε για την πρακτική αυτή ο Mogro, ο οποίος ήταν επίσης πρώην διαπραγματευτής για το κλίμα για το μπλοκ των G77 των αναπτυσσόμενων χωρών και της Κίνας.

EPA/SAMIULLAH POPAL

Μεγάλες ανάγκες, περιορισμένη χρηματοδότηση

Το Reuters και το Big Local News εξέτασαν 44.539 αρχεία χρηματοδοτικών συμβάσεων για το κλίμα στη Σύμβαση-Πλαίσιο του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC), τον φορέα που είναι υπεύθυνος για την παρακολούθηση της δέσμευσης. Αφορούσαν συμβάσεις από 34 χώρες και την Ευρωπαϊκή Ένωση, από το 2015 έως το 2020.

Οι αποκαλύψεις της έρευνας του Reuters την ώρα που γίνεται διαπραγμάτευση για ένα νέο, υψηλότερο ποσό στόχο χρηματοδοτήσεων για την κλιματική αλλαγή μέχρι το τέλος του έτους. Ο ΟΗΕ εκτιμά ότι απαιτούνται τουλάχιστον 2,4 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για να επιτευχθούν οι στόχοι της συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα.

Οι χρηματοδοτήσεις με όποια μορφή κι αν έχουν γίνει, ωχριούν σε σύγκριση. Οι πλούσιες χώρες πιθανότατα πέτυχαν τον ετήσιο στόχο των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων για πρώτη φορά το 2022. Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι τα πλούσια κράτη διοχέτευσαν τουλάχιστον 164 δισεκατομμύρια δολάρια μέσω πολυμερών συμβάσεων – περίπου το 80% αυτών δανείων – μεταξύ 2015 και 2020, επιπλέον των άμεσων συνεισφορών των χωρών.

Τουλάχιστον 3 δισεκατομμύρια δολάρια άμεσων χρηματοδοτήσεων πήγαν σε έργα που ελάχιστα βοήθησαν τις χώρες να μειώσουν τις εκπομπές ή τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με άλλη έρευνα του Reuters τον Ιούνιο του 2023. Μεγάλα ποσά πήγαν σε ένα εργοστάσιο άνθρακα, ένα ξενοδοχείο, καταστήματα σοκολάτας και άλλα έργα με μικρή ή καθόλου σχέση με πρωτοβουλίες για το κλίμα.

Μια τρύπα που όλο και βαθαίνει

Οι υπερχρεωμένες χώρες αντιμετωπίζουν έναν φαύλο κύκλο. Η αποπληρωμή των χρεών περιορίζουν την ικανότητά τους να επενδύσουν σε λύσεις για την κλιματική αλλαγή, ενώ τα ακραία καιρικά φαινόμενα προκαλούν σοβαρές οικονομικές απώλειες, οδηγώντας τις συχνά σε μεγαλύτερο δανεισμό. Έκθεση του Προγράμματος Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών από το 2022 διαπίστωσε ότι ανάμεσα στις χώρες που είναι πιο ευάλωτες στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής συγκαταλέγονται πάνω από το ένα δεύτερο των υπερχρεωμένων αναπτυσσόμενων κρατών.

Χώρες με προβλήματα χρέους έχουν λάβει δισεκατομμύρια σε δάνεια για το κλίμα. Από το 2015 έως το 2020 τα δέκα πιο υπερχρεωμένα κράτη, ανέλαβαν συνολικό χρεος 11,5 δις δολαρίως σε δάνεια.

Ωστόσο, με το ποσό της χρηματοδότησης για έργα για το κλίμα να απέχει ακόμη πολύ από αυτό που απαιτείται, ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι ο δανεισμός πρέπει να αποτελέσει μέρος της εξίσωσης.

Σε συνεντεύξεις που παραχώρησαν στο Reuters, οκτώ εκπρόσωποι που έχουν ασχοληθεί με θέματα κλίματος στις αναπτυσσόμενες χώρες δήλωσαν ότι θεωρούν ότι τα δάνεια είναι απαραίτητα για τη χρηματοδότηση φιλόδοξων σχεδίων, δεδομένων των περιορισμένων κονδυλίων που έχουν διαθέσει τα πλούσια κράτη για τη χρηματοδότηση του κλίματος. Ωστόσο οι μελλοντικές δεσμεύσεις θα πρέπει να απαιτούν από τα πλούσια κράτη και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να είναι πιο διαφανή σχετικά με τους όρους δανεισμού και να έχουν δικλείδες ασφαλείας για δάνεια που δημιουργούν ασφυκτικό χρέος.

«Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα αυτή τη στιγμή… είναι να σκάψει μια τρύπα ακόμη πιο βαθιά», δήλωσε πρώην απεσταλμένος της Παγκόσμιας Τράπεζας για το κλίμα.

EPA/NADEEM KHAWAR

Ένα κακό δάνειο

Ο εκτελεστικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή Σάιμον Στιλ, προέτρεψε δημοσίως τα πλούσια κράτη να προσφέρουν τα λεγόμενα δάνεια με ευνοϊκούς όρους, με πολύ χαμηλά επιτόκια και μεγάλες περιόδους αποπληρωμής.

Περίπου το 18% των δανείων για το κλίμα από τις πλούσιες χώρες, ή αλλιώς 18 δισεκατομμύρια δολάρια, δεν ήταν με ευνοϊκούς όρους, σύμφωνα με τις εκθέσεις του ΟΗΕ από το 2015 έως το 2020.

Η Γαλλία χορήγησε δάνειο ύψους 118,6 εκατομμυρίων δολαρίων στην πόλη-λιμάνι Γκουαγιακίλ του Εκουαδόρ το 2017 για την κατασκευή εναέριου τραμ. Το συγκεκριμένο δάνειο, το οποίο η Γαλλία υπολόγισε ως μέρος της δέσμευσής της για τη χρηματοδότηση του κλίματος, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς το παγκόσμιο πρόγραμμα μπορεί να δημιουργήσει επιπλέον χρέος στις αναπτυσσόμενες χώρες με αντάλλαγμα λίγα περιβαλλοντικά οφέλη, την ώρα που οι δανειστές τους επωφελούνται.

Με την ονομασία Aerovia, οι καλωδιωτές γόνδολες (ένα είδος τελεφερίκ) διαφημίστηκαν ως μια φιλική προς το κλίμα εναλλακτική λύση απέναντι στις υπερφορτωμένες από κίνηση γέφυρες που συνδέουν τη βιομηχανική περιοχή Γκουαγιακίλ με μια γειτονική πόλη όπου ζουν οι εργαζόμενοι.

Τέσσερα χρόνια μετά τα εγκαίνιά της, η Aerovia μετέφερε περίπου 8.300 επιβάτες την ημέρα. Αυτό ήταν το ένα πέμπτο της επιβατικής κίνησης που είχε προβλεφθεί στα πρώτα έγγραφα σχεδιασμού – με αποτέλεσμα τα έσοδα και τα περιβαλλοντικά οφέλη να είναι χαμηλότερα από τα αναμενόμενα.

Το χρέος από το δάνειο έχει προσθέσει στον προϋπολογισμό της Γκουαγιακίλ έλλειμμα ύψους 124 εκατομμυρίων δολαρίων. Σύμφωνα με τα αρχικά έγγραφα η Γκουαγιακίλ θα πλήρωνε τόκους 5,88%. Κατά τη διάρκεια της 20ετούς περιόδου αποπληρωμής η Γαλλία προβλεπόταν να κερδίσει 76 εκατομμύρια δολάρια σε τόκους. Το συγκεριμένο επιτόκιο ήταν ασυνήθιστα υψηλό για ένα δάνειο που σχετίζεται με το κλίμα, δήλωσαν οικονομικοί αναλυτές.

Μια ανάλυση του ΟΟΣΑ για το 2023 σχετικά με δάνεια με ευνοϊκούς όρους από 12 ανεπτυγμένα κράτη και την Ευρωπαϊκή Ένωση διαπίστωσε ότι είχαν μέσο επιτόκιο 0,7% το 2020. Η Γκουαγιακίλ και η Γαλλία αρνήθηκαν να αποκαλύψουν το επιτόκιο της τελικής δανειακής σύμβασης για το τελεφερίκ.

«Πρόκειται για ένα κλασικό παράδειγμα κακού δανείου, το οποίο έχει δοθεί σε μια χώρα με το ένδυμα της χρηματοδότησης του κλίματος, θα δημιουργήσει περαιτέρω … οικονομική πίεση», δήλωσε ο Bharadwaj, ερευνητής για το κλίμα από το Διεθνές Ινστιτούτο Περιβάλλοντος και Ανάπτυξης.

Η δανειακή σύμβαση δεν απαιτούσε από την Γκουαγιακίλ να χρησιμοποιήσει γαλλική εταιρεία. Παρ’ όλα αυτά, την κατασκευή του έργου ανέλαβαν η γαλλική εταιρεία μεταφορών Poma με την παναμαϊκή, πλην γαλλικών συμφερόντων εταιρεία SOFRATESA. Ο δήμος δεν εισπράττει έσοδα από τα εισιτήρια των επιβατών για την αποπληρωμή του δανείου, αφού οι δύο εταιρείες έχουν αναλάβει και τη λειτουργία του τελεφερίκ.

Σχεδόν όλα τα εξαρτήματα του Aerovia -συμπεριλαμβανομένων των καμπίνων, των ηλεκτρικών πινάκων ελέγχου και των καλωδίων- κατασκευάστηκαν στη Γαλλία και την Ελβετία και στη συνέχεια στάλθηκαν στο Γκουαγιακίλ.

Για τον Euan Ritchie, ανώτερο σύμβουλο πολιτικής στην Development Initiatives, έναν οργανισμό διεθνούς πολιτικής, το έργο ισοδυναμεί με «μεταφορά πλούτου από το Εκουαδόρ στη Γαλλία».

Εκλεκτικές συγγένειες

Περίπου το 32% των δανείων που έχει χορηγήσει η Ιαπωνία για το κλίμα απαιτεί από τους δανειολήπτες να χρησιμοποιήσουν μέρος των χρημάτων για την ανάθεση εργολαβιών σε ιαπωνικές εταιρείες. Αυτά τα δάνεια διοχέτευσαν σχεδόν 10,8 δις δολάρια στην οικονομία της χώρας και έχουν βοηθήσει εταιρείες όπως η Sumitomo Corp και η Japan Transport Engineering Co να κερδίσουν συμβάσεις για την προμήθεια βαγονιών τρένων και για την κατασκευή κτιρίων.

Σχεδόν το 32% των ιαπωνικών δανείων για το κλίμα απαιτούσε από τους δανειολήπτες να χρησιμοποιήσουν μέρος των χρημάτων για την πρόσληψη ιαπωνικών εταιρειών, διοχετεύοντας τουλάχιστον 10,8 δισεκατομμύρια δολάρια στην ιαπωνική οικονομία, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ και έρευνα του Reuters. Αυτό βοήθησε εταιρείες όπως η Sumitomo Corp και η Japan Transport Engineering Co να κερδίσουν συμβάσεις αξίας άνω των 1,3 δισ. δολαρίων για την προμήθεια 648 βαγονιών τρένων στις Φιλιππίνες, ενώ η Sumitomo Mitsui Construction Co κέρδισε συμβάσεις άνω του 1 δισ. δολαρίων για την κατασκευή σιδηροδρομικών έργων.

Η βοήθεια υπό όρους μπορεί να αυξήσει το κόστος για τις αναπτυσσόμενες χώρες και να περιορίσει τις επιχειρηματικές ευκαιρίες για τοπικές εταιρείες, αναφέρει η Erika Lennon από το Κέντρο για το Διεθνές Περιβαλλοντικό Δίκαιο. Οι απαιτήσεις αυτές έρχονται σε αντίθεση με τις ρήτρες της Συμφωνίας του Παρισιού που προτρέπουν τη μεταφορά τεχνολογίας στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Ο Kiyofumi Takashima από την Ιαπωνική Υπηρεσία Διεθνούς Συνεργασίας (JICA) δήλωσε ότι τα δάνεια προσφέρουν ευνοϊκούς όρους για τους δανειολήπτες και συνήθως περιλαμβάνουν τοπικούς εργολάβους και εργαζόμενους, με πλήρη μεταφορά τεχνολογίας και δεξιοτήτων.

Σύμφωνα με τον Saori Katada από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας, οι ιαπωνικές εταιρείες συνήθως χρεώνουν περισσότερο από τις αντίστοιχες εταιρείες από χώρες όπως η Κίνα και η Κορέα.

Ανάλογες απαιτήσεις έχουν και άλλες χώρες. Το 18% των επιχορηγήσεων για το κλίμα από τον ΟΟΣΑ μεταξύ 2015-2020 είχε τέτοιες προϋποθέσεις. Η ΕΕ χορήγησε 4 δισ. δολάρια, οι ΗΠΑ 3 δις. και η Γερμανία 2,7 δις. με παρόμοιες απαιτήσεις.

πηγή