«Η γενιά του Πολυτεχνείου ηττήθηκε». «Η γενιά του Πολυτεχνείου ξεπουλήθηκε». «Η γενιά του Πολυτεχνείου πρόδωσε τους αγώνες της». «Η γενιά του Πολυτεχνείου εξαγόρασε με αξιώματα την αντίστασή της στη χούντα». «Η γενιά του Πολυτεχνείου κατέστρεψε τη χώρα». Η γενιά του Πολυτεχνείου τούτο, εκείνο, τα πάντα...

Τα ακούμε, τα διαβάζουμε, μονότονα και επίμονα επαναλαμβανόμενα, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες. Άνευ αντιστάσεως δε, άνευ αντιρρήσεως, άνευ καν απόπειρας διαψεύσεως, διορθώσεως της παραμικρής. Έτσι ώστε έφτασαν οι σχετικοί ισχυρισμοί να θεωρούνται απόλυτες αλήθειες, δογματικού κύρους. Αλλά, πού είναι πραγματικά η αλήθεια και πού το ψέμα;
 
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΪΚΟΥ

Και πρώτα - πρώτα, ποια είναι αυτή η περίφημη «γενιά του Πολυτεχνείου»; Αν εννοούμε τους Έλληνες 20άρηδες, 25άρηδες, άντε 30άρηδες του 1973, δηλαδή τους σημερινούς 60άρηδες, 65άρηδες, άντε 70άρηδες, τότε εντάξει. Πράγματι, αποτελούν «γενιά». Αλλά τι σχέση έχουν όλοι αυτοί με το Πολυτεχνείο; Και κατά πόσον δικαιούνται τον «τίτλο»; Τι σχέση έχουν όλοι αυτοί με τον αντιδικτατορικό αγώνα εντέλει; Όταν στην συντριπτική τους πλειονότητα ήταν τότε αμέτοχοι, ακόμη χειρότερα, ολωσδιόλου αδιάφοροι.
Ας μην κοροϊδευόμαστε, δεν μας αξίζει. Ούτε ο αντιδικτατορικός αγώνας υπήρξε παλλαϊκός. Ούτε στα «Πολυτεχνεία» όλης της χώρας, στην εξέγερση του 1973, η νεολαιίστικη συμμετοχή υπήρξε καθολική. Η δημοκρατική αφύπνιση σημαντικής μερίδας της νεολαίας εξασφαλίστηκε, σταδιακά, μετά το 1970-71, όταν «άνοιξαν» κάπως οι φοιτητικές διαδικασίες.
Ώς τότε, η αντιχουντική δράση της νεολαίας περιοριζόταν σε μικρές πρωτοπόρες ομάδες φοιτητών δίχως, δυστυχώς, ευρύτερη απήχηση. Αλλά και στην κορύφωση, το 1973 με τη Νομική και με το Πολυτεχνείο, οι «μετέχοντες» δεν ήταν οι περισσότεροι.
Οι δικτάτορες, μαζί με τους τότε Φορτσάκηδες, καθώς και τα δημοσιογραφικά τους παρακολουθήματα, τους αποκαλούσαν, και τότε, «θλιβερές μειοψηφίες». Και βεβαίως «θλιβερές» δεν ήταν, κάθε άλλο, λαμπερές ήταν, φωτισμένες ήταν, το άλας της γης ήταν, όμως επρόκειτο πράγματι για μειοψηφίες. Και στον σπουδαστικό χώρο. Πολύ περισσότερο στην ελληνική νεολαία της εποχής...

Ποιοι, πού, πότε, γιατί;

Πράγματι οι 20άρηδες, οι 25άρηδες και οι 30άρηδες του 1973 διαχειρίστηκαν τις τύχες της χώρας στα χρόνια που ακολούθησαν. Όχι εν ονόματι των αντιστασιακών τους τίτλων (με ελάχιστες εξαιρέσεις), αλλά επειδή αυτή ήταν η φυσική, η βιολογικού χαρακτήρα, σειρά. Όντως λοιπόν η -κακώς- αποκαλούμενη «γενιά του Πολυτεχνείου» διαχειρίστηκε τις τύχες της χώρας.

Και τα κατάφερε όπως τα κατάφερε. Οι περισσότεροι πάντως διαχειριστές της μεταπολιτευτικής εξουσίας, εκ των εκπροσώπων της «γενιάς», με το Πολυτεχνείο και με τον αντιδικτατορικό αγώνα, καμία σχέση. Απολύτως καμία. Είναι αυτοί που τότε «διάβαζαν», όπως ο Χριστόδουλος.

Που έκαναν «λαμπρές σπουδές» σε ξένα πανεπιστήμια. Που έχτιζαν καριέρες. Ή που δεν συγκινήθηκαν κατ' ελάχιστο με το τι συνέβαινε στη χώρα. Ίσως δεν είχαν ακούσει καν, κι αν είχαν ακούσει αδιαφορούσαν για το τι γινόταν στα ξερονήσια της χώρας και στα μπουντρούμια της. Οι εκ των διαχειριστών της εξουσίας τότε «μετέχοντες» στη δράση ήταν οι συντριπτικά λιγότεροι. Έτσι ώστε δεν είναι δυνατόν να χρεωθεί (ή και να πιστωθεί) σε καμιά «γενιά του Πολυτεχνείου» η εξέλιξη του τόπου.

Σε ό,τι δε αφορά στους «πρωταγωνιστές» του αντιδικτατορικού αγώνα, εκείνης της γενιάς, οι πολύ περισσότεροι, με τη Μεταπολίτευση, πήγαν σπίτι τους. Ή κάποιοι συνέχισαν να δρουν ως ενεργοί πολίτες, ακόμη και ως μέλη και στελέχη κομμάτων, δίχως όμως να διεκδικήσουν ή να καταλάβουν θέσεις και ρόλους ιδιαίτερης ευθύνης. Πολύ λιγότερο θέσεις και ρόλους εξουσίας. Και άπ' όσους το έκαναν, δεν ξέρω για πόσους μπορεί να πει κανείς ότι ντρόπιασαν τα αγωνιστικά τους γαλόνια. Ίσως για ελάχιστους.

Με πολλούς από τους διακριθέντες στον αντιδικτατορικό αγώνα «επιφανείς» μπορεί κανείς να διαφωνεί για τις μετέπειτα επιλογές τους, μπορεί να μην εγκρίνει τις κινήσεις τους. Επ' ουδενί όμως δικαιούται να τους εγκαλέσει για προδοσία.
Όσο για τον ψόγο ότι εξαγόρασαν την τότε δράση τους με αξιώματα, δεν επρόκειτο συνήθως παρά για τη φυσική εξέλιξη της πολιτικής τους πορείας. Και περί καμιάς μορφής εξαγορά. Γιατί, δηλαδή, ήταν «εξαγορά» αντιδικτατορικών ενσήμων η ανάδειξη του Αλέκου Παναγούλη σε βουλευτή στη Μεταπολίτευση; Δεν ήταν μήπως το πιο υγειές και το πιο ελπιδοφόρο στοιχείο πολιτικής συνέχειας;

Για να μείνουμε μονάχα σ' αυτή την απολύτως χαρακτηριστική (και εξαιρετική ασφαλώς) περίπτωση. Και, επιτέλους, δεν ξέρω αν είναι καλή ή κακή η μεταπολιτευτική μας δημοκρατία (σίγουρα όχι όπως την ονειρεύτηκαν οι αγωνιστές του αντιδικτατορικού αγώνα), όμως, χωρίς αμφιβολία, είναι η καλύτερη, η ομαλότερη τουλάχιστον, απ' όσες έχει γνωρίσει η χώρα από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Ακόμη και με τις ακραίες της δυσμορφίες της τελευταίας περιόδου, των χρόνων της οικονομικής κρίσης.

Η ιστορική αποτίμηση πολιτικών φάσεων, καταστάσεων, γεγονότων ακόμα και «γενιών», απαιτεί προσοχή, ψυχραιμία, νηφαλιότητα και, ασφαλώς, σεβασμό. Και πάντως, οι ευκολίες, οι αφορισμοί, οι δαιμονοποιήσεις και οι γενικεύσεις δεν συμβάλλουν στη διαμόρφωση της «ιστορικής αλήθειας». Το αντίθετο ακριβώς...

www.avgi.gr