Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

ΦΩΚΙΔΑ... Σκάβοντας για την ανάπτυξη. Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο


του Γ. Σκόκα
Λέγοντας ορυκτός πλούτος εννοούμε κυρίως τα μεταλλεύματα, στα οποία συγκαταλέγονται και οι λεγόμενες σπάνιες γαίες, και τα ορυκτά καύσιμα, πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Κάποιοι θα μπορούσαν να συμπεριλάβουν και άλλα ορυκτά που χρησιμοποιούνται κυρίως στην οικοδομική δραστηριότητα (π.χ. μάρμαρα) αλλά λόγω της μικρότερης σημασίας τους δεν θα μας απασχολήσουν στο παρόν άρθρο.
Γενικά η Ελλάδα περιλαμβάνεται στις «πλούσιες» σε ορυκτό πλούτο χώρες και τα τελευταία χρόνια που βιώνουμε μία παρατεταμένη οικονομική κρίση δεν είναι λίγοι, μάλλον το αντίθετο, εκείνοι που ευαγγελίζονται έξοδο από αυτήν και επιστροφή στην ανάπτυξη μέσω της εκμετάλλευσης του υπεδάφους. Τα μεγάλα «θέματα» κατά χρονολογική σειρά που τέθηκαν είναι πρώτο αυτό με τον χρυσό της Χαλκιδικής, πρώτιστα, αλλά και άλλων περιοχών στην Μακεδονία και την Θράκη, τα ορυκτά καύσιμα στον θαλάσσιο χώρο και κυρίως στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης και τελευταίο «κρούσμα» οι σπάνιες γαίες. Αναμένονται το ουράνιο και ποιος ξέρει τι άλλο! Όπως υποστηρίζει μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου η εκμετάλλευση των παραπάνω είναι αναγκαία για την οικονομική ανόρθωση της χώρας και θα πρέπει παντοιοτρόπως να στηριχθούν οι «επενδύσεις» σε αυτό τον τομέα.
Ο οικονομικός κύκλος αυτών των προϊόντων περιλαμβάνει τα στάδια της εξόρυξης, της μεταφοράς, του διαχωρισμού των υλικών και της τελικής κατασκευής προϊόντων που τελικά διατίθενται στο εμπόριο. Ειδικά το πρώτο στάδιο έχει τον ανελαστικό περιορισμό να μην μπορεί να πραγματοποιηθεί οπουδήποτε, αλλά μόνο στις περιοχές ύπαρξης των ορυκτών. Η μεταποίηση και το εμπόριο από την άλλη, συνήθως επιλέγεται να τοποθετηθούν η μεν πρώτη σε περιοχές με χαμηλό εργατικό κόστος, για μείωση του κόστους παραγωγής, η δε δεύτερη σε περιοχές με υψηλά εισοδήματα, λόγω αυξημένης αγοραστικής ικανότητας που οδηγεί σε αύξηση κατανάλωσης. Η μεταφορές είναι ο ενδιάμεσος κρίκος μεταξύ των παραπάνω, το μεγαλύτερο κόστος όμως το έχουν στο στάδιο της μεταφοράς της πρώτης ύλης.
Στην Ελλάδα υπάρχει ικανός αριθμός εξορυκτικών δραστηριοτήτων σε διάφορα μέρη με αποτέλεσμα να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις τους, θετικές και αρνητικές, σε όλους τους τομείς συμπεριλαμβανομένου και του οικονομικού. Στα θετικά είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας και η αύξηση του τοπικού ΑΕΠ. Καθαρά οικονομικοί παράγοντες. Στα αρνητικά, τα οποία είναι πολύ περισσότερα μπορούμε να αναφέρουμε επιγραμματικά την υποβάθμιση του περιβάλλοντος -ρύπανση, υποβάθμιση εδαφών και υδάτων, μείωση βιοποικιλότητας-, υγειονομικά προβλήματα κυρίως λόγω αύξησης αναπνευστικών και αυτοάνοσων νοσημάτων, πολιτιστικά με καταστροφή ή υποβάθμιση μνημείων, φυσικών κυρίως αλλά και «ιστορικών». Όλα τα παραπάνω έχουν φυσικά οικονομικό αντίκτυπο, αφού εμπεριέχει κόστος η αντιμετώπιση τους και η επαναφορά σε μία νέα κατάσταση ισορροπίας. Και εκτός αυτών, στον καθαρά οικονομικό τομέα, προκαλούνται έντονες πιέσεις σε άλλες δραστηριότητας και πρώτα-πρώτα στον αγροτικό τομέα και στον τουρισμό.
Στο στάδιο της μεταποίησης από την άλλη, υπερέχουν επίσης τα αρνητικά, αλλά στις πλείστες των  περιπτώσεων ανεπτυγμένων χωρών, όπου μάλλον δεν ανήκει η Ελλάδα, χωροθετείται έτσι ώστε να ελαχιστοποιούνται οι επιπτώσεις να ελέγχονται οι διαδικασίες και να προλαμβάνονται όσο είναι δυνατόν τα ατυχήματα. Στα καθ’ ημάς, αντίθετα, οι λίγες μονάδες μεταποίησης είναι τοποθετημένες εν πολλοίς κοντά σε ευαίσθητα οικολογικά τοπία, σε τουριστικές περιοχές και σε υψηλής γονιμότητας εκτάσεις.
Πέρα από τα παραπάνω όμως, δεν μπορούμε να μην δεχθούμε ότι όλα τα ορυκτά είναι απαραίτητα για την διατήρηση του τρόπου και του επιπέδου ζωής του ανθρώπου και θα ήταν άτοπο να ισχυριστούμε ότι πρέπει να σταματήσει η εξόρυξή τους. Και ενώ κανείς θα περίμενε οι περιοχές που είναι πλούσιες σε ορυκτά να είναι πλούσιες και οικονομικά μάλλον συμβαίνει το αντίθετο. Παρότι δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν παρά μόνο από τις περιοχές όπου βρίσκονται, η αρχική πρώτη ύλη αφήνει πολύ λίγα στις τοπικές κοινωνίες. Ακόμη και στα πλούσια Αραβικά κράτη που κολυμπάνε στο πετρέλαιο, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού απέχει από αυτό που στον «δυτικό κόσμο» καλούμε ευζωία.
Από την άλλη η μεταποίηση μπορεί να δώσει προϊόντα μεγάλης αξίας με πολλαπλάσιο όφελος τόσο στο τοπικό όσο και στο συνολικό ΑΕΠ. Στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, όμως, παρότι υπήρχε -και υπάρχει- έντονη εξορυκτική δραστηριότητα, όχι μόνο δεν έγιναν ιδιαίτερα βήματα στην κατεύθυνση της μεταποίησης αλλά είχε περάσει στο ευρύ κοινό και μία λογική ότι δεν μπορεί να έχει βαριά βιομηχανία λόγω έλλειψης πρώτων υλών σε αντίθεση με τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης! Ωστόσο, υπήρχε από το 1952 ακόμη, το βιβλίο του Δ. Μπάτση που κάνει αναφορά σε όλα τα τότε χρήσιμα ορυκτά και στο γεγονός ότι οι ποσότητές τους, που δεν έχουν αμφισβητηθεί και μάλλον είναι υποτιμημένες, είναι αρκετές ακόμη και για πάνω από 100 χρόνια λειτουργίας της βιομηχανίας. Και να σκεφτούμε ότι «αγνοεί» ακόμη τα ορυκτά καύσιμα, τις σπάνιες γαίες -αν και όχι όλες- και την ανακύκλωση. Μπορεί επίσης να προτείνει ένα άλλο μοντέλο διαχείρισης, από το εργατικό κίνημα, αυτό όμως δεν αναιρεί τα ποσοτικά δεδομένα που αναφέρονται.
Και έχουμε φτάσει αισίως στην παρούσα κρίση και στην προσπάθεια προσέλκυσης επενδύσεων. Και όπως και σε άλλους τομείς χαρίζουμε ουσιαστικά την πρώτη ύλη αγνοώντας τις επιπτώσεις αλλά και τις αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών. Με μία αναχρονιστική αλλά σε μεγάλο βαθμό και αποικιακής μορφής νομοθεσία παραιτείται το ελληνικό κράτος κάθε δυνατού κέρδους που θα μπορούσε να διεκδικήσει. Και το χειρότερο είναι ότι λόγω της ανυπαρξίας πλαισίου ανάπτυξης τέτοιου είδους βιομηχανίας αλλά και του γεγονότος ότι οι κύριοι παίκτες παγκοσμίως, στους τομείς αυτούς, έχουν ήδη εγκαταστάσεις σε άλλες χώρες, μας μένει η εξόρυξη και μέρος της μεταφορικής διαδικασίας. Αυτά που σώζονται ως ένα σημείο είναι το φυσικό αέριο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί όπως εξάγεται και κάποια λίγα μεταλλεύματα, όπως ο βωξίτης για τα οποία υπάρχουν μονάδες έστω αρχικού σταδίου μεταποίησης. Ίσως και το πετρέλαιο για το οποίο οι κοντινότερες εγκαταστάσεις θα είναι τα ελληνικά διυλιστήρια.
Ενδεχομένως η εκχώρηση της διαχείρισης στους καναδούς του χρυσού, στους νορβηγούς του πετρελαίου, στους αζέρους του φυσικού αερίου και στους κινέζους των σπάνιων γαιών να περιέχει αρκετή δόση ρεαλισμού. Άλλωστε αυτοί έχουν τεχνογνωσία για άμεση εκμετάλλευση τους. Το ζήτημα είναι τα ανταλλάγματα. Και οι θέσεις εργασίας που χρησιμοποιούνται σαν κύριο επιχείρημα ίσως και να μην είναι τόσο δυνατό. Με τον περιορισμό άλλων δραστηριοτήτων κανείς δεν εγγυάται ότι  οι χαμένες θέσεις δεν θα είναι περισσότερες. Επίσης, με την δημιουργία οικονομικού περιβάλλοντος που στηρίζεται σε μία συνιστώσα (π.χ. μόνο εξορύξεις) αμέσως υπάρχει η δυνατότητα συμπίεσης του εργατικού κόστους, που συνεπάγεται μείωση τοπικού ΑΕΠ, αφού δεν υπάρχει εναλλακτική δραστηριότητα με υψηλότερη πρόσοδο που θα ανταγωνιστεί τη συγκεκριμένη.
Παρόλα αυτά, κάποιοι συνεχίζουν να επιμένουν και παρουσιάζουν υπολογισμούς για τα έσοδα, που μπορούν να υπάρξουν σε βάθος χρόνου ακόμη και μεγαλύτερου των 30 ετών, και τα ανεβάζουν ακόμη και πάνω από 200δισ. ευρώ. Ακόμη και αυτό το ποσό όμως υστερεί των 300δισ. ευρώ και βάλε δημοσίου χρέους που ήδη υπάρχει και που συνεχώς αυξάνει, με την βιωσιμότητά του να είναι υπό διαρκή αμφισβήτηση. Αυτά όμως έχουν ήδη εκχωρηθεί σε ιδιωτικές εταιρίες, με έδρα οι περισσότερες αν όχι όλες εκτός Ελλάδας. Και ενώ τώρα τα αναμενόμενα σημαντικά οικονομικά αποτελέσματα είναι στα κύρια επιχειρήματα πριν μία δεκαετία σχεδόν έκλεινα ή πωλούνταν κρατικές επιχειρήσεις, όπως τα ΕΛΠΕ, με την δικαιολογία ότι ««Η Ελλάδα δεν έχει κοιτάσματα αλλά ακόμη και όσα ελάχιστα διαθέτει είναι δευτερεύοντα και πολύ δύσκολα». Τότε φυσικά δεν υπήρχε κρίση…
Και στο κάτω-κάτω πριν παραχωρήσουμε τα πάντα, ας σκεφτούμε. Μήπως θα αρχίσει να διαμορφώνεται μεταξύ κινέζων και αζέρων από τη μία και ημών από την άλλη μία σχέση μεταξύ αποικιοκράτη και ιθαγενή; Θα δίνουμε φτηνή πρώτη ύλη και θα παίρνουμε ακριβά προϊόντα; Και όταν εξαντληθούν οι πρώτες ύλες τι θα γίνει; Που θα πρέπει και που θα μπορεί να κατευθυνθεί η οικονομική δραστηριότητα; Και με την Ευρωπαϊκή Ένωση που είμαστε μέλος τι γίνεται; Αφού η Ευρώπη θέλει να μπει για τα καλά στο γεωπολιτικό παιχνίδι γιατί δεν τη βάζουμε στο κόλπο, αλλά με την μορφή ενιαίας οντότητας, όχι να αντικαταστήσουμε την Κίνα με της Γερμανία. Εμείς έχουμε την πρώτη ύλη εσείς τεχνογνωσία και τις εγκαταστάσεις μεταποίησης. Και να υποστηριχθεί και η ανάπτυξη της εγχώριας βαριάς βιομηχανίας. Με σεβασμό πάντα στο περιβάλλον και στις άλλες δραστηριότητες. Άλλωστε το επιχείρημα των προηγούμενων δεκαετιών ότι η Ελλάδα δεν έχει πρώτες ύλες και έχει η κεντρική Ευρώπη έχει καταρριφθεί. Τα κυριότερα αποθέματα της ευρωπαϊκής ηπείρου τοποθετούνται στα Βαλκάνια και στην Σκανδιναβία. Η Γερμανία και το Βέλγιο εκεί που είναι πολύ πλούσιες είναι… το κάρβουνο.
Άρα, το ερώτημα δεν είναι ακριβώς αν ο ορυκτός πλούτος μπορεί να ανοίξει την πόρτα της εξόδου από την κρίση. Μπορεί τουλάχιστον να την σπρώξει λίγο. Το κύριο ζήτημα είναι με τι όρους θα τον εκμεταλλευτούμε. Και πώς αυτοί οι όροι θα είναι επωφελείς και για εμάς, όχι μόνο στο παρόν αλλά και σε βάθος χρόνου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: