Παρασκευή 10 Αυγούστου 2012

Απ΄τη Μικρά Ασία στην Ιτέα...

Πρόσφυγες της Μικρασιατικής γης
(Απόσπασμα από το ανέκδοτο έργο "Η ιστορία της οικογένειάς μας", του Νίκου Δημ. Νικολαΐδη)

"...Στα ενδότερα της Μικράς Ασίας του 19ου αιώνα αρχίζει τα ξετυλίγεται το νήμα, όταν γεννιούνται στην περιοχή Λεβίσιον της Μάκρης δύο αδέλφια, παιδιά του Δημήτρη Καραγεώργη (ή Καραγεωργίου). Ο Ηλίας και ο μικρότερος αδελφός του, του οποίου αγνοούμε δυστυχώς το όνομα. Ο Ηλίας είναι ο παππούς της μητέρας μας. Από το γάμο του με τη Δέσποινα, απέκτησαν τρία παιδιά. Τον πρωτότοκο Δημήτρη, τον Βασίλη (παππού μας, γεννηθέντα το έτος 1905) και το Νίκο Καραγεώργη που χάθηκε στο διωγμό του 1922 μαζί με τον πατέρα του!

Καταφύγιο από τη μεγάλη καταστροφή θα βρουν στους Δελφούς της Φωκίδας, όπου εγκαταστάθηκαν αρχικά τα δύο αδέλφια Βασίλης και Δημήτρης μαζί με τη μητέρα τους και τις δύο πρώτες εξαδέλφες τους (ανιψιές της Δέσποινας από το γάμο της αδελφής της) Μαριάνθη και Πιπίνα (Η τελευταία ζούσε έως και τα μέσα της δεκαετίας του ’80 σε μία παλαιά μονοκατοικία με κήπο στο Ψυχικό, έχοντας τη συνήθεια να συλλέγει το καθετί, έως ότου μεταφέρθηκε τελικά σε γηροκομείο, χαρίζοντας την περιουσία της στην Εκκλησία).

Στη συνέχεια τα αγόρια μεταστεγάστηκαν σε προσφυγικό συνοικισμό της Ιτέας, ενώ τα κορίτσια εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Ο παππούς μας Βασίλης παντρεύτηκε την επίσης προσφυγοπούλα Βικεντία Ντίνα (γεννηθείσα το 1908) και άσκησε το επάγγελμα του ράφτη. Ταυτόχρονα με την πρώτη αυτή ιστορία εξελισσόταν και η παράλληλή της, όσον αφορά στο γένος της Βικεντίας, στην περιοχή των Ελιγμών Προύσσας της Μικράς Ασίας. Εκεί, την ίδια περίπου χρονική περίοδο θα γεννηθούν τα έξι παιδιά της οικογένειας Παναγιώτη Πορτοκάλλη (πέντε αγόρια και μοναδικό κορίτσι η προγιαγιά μας Θωμαϊς, μητέρα της Βικεντίας).

Η Θωμαϊς (γεννηθείσα πιθανότερα το έτος 1888) παντρεύτηκε περίπου στα 1907 τον Ευστράτιο Ντίνα. Από το γάμο τους, ένα χρόνο μετά γεννήθηκε στο Κίον της Μικρασίας η Βικεντία, αλλά το νιόπαντρο ζεύγος δε πρόλαβε να χαρεί τη ζωή του. Το 1911 ο Ευστράτιος (τότε περίπου 28 ετών) δολοφονήθηκε άνανδρα από ληστές στη μέση του πελάγους, αφού αγωνίσθηκε με νύχια και με δόντια εναντίον τους! Ο βαρκάρης των πειρατών (οι οποίοι είχαν ακούσει ότι ο Ευστράτιος και οι συνταξιδιώτες του θα μετέφεραν χρήματα καθώς και άλλα τιμαλφή που προόριζαν για κατάθεση σε τράπεζα της Πόλης) δεν άντεξε να πάρει μαζί του το μυστικό της σφαγής τόσων αθώων ανθρώπων. Λίγα χρόνια μετά και πριν πεθάνει, εξομολογήθηκε το συμβάν στους οικείους του και έτσι έγινε γνωστή η τρομερή αυτή ιστορία.

Έτσι, είχε επαληθευθεί και η πρόβλεψη μιας χειρομάντισσας, που είχε πει στον Ευστράτιο ότι θα πήγαινε από σκοτωμό. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ο προπάππος μας διέκοψε την εργασία του σαν βοηθός του πατέρα του (που ήταν εργολάβος οικοδομών), φοβούμενος θάνατο από πτώση...

Σαν να μην έφθανε όμως αυτό, η χήρα Θωμαϊς ύστερα από τον «πρώτο διωγμό» του 1916 αντιμετωπίζει στη συνέχεια και τα τραγικά γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής, για να καταλήξει διωγμένη μαζί με την κόρη της- όπως τόσοι και τόσοι-στην Ιτέα, έχοντας μαζί τους στην κυριολεξία μόνο τα ρούχα που φορούσαν! («την ψυχή σας μόνο να βάλετε στις βάρκες» τους φώναζαν πριν επιβιβαστούν στα καράβια της σωτηρίας...)

Η Βικεντία αναγκάσθηκε να αναλάβει μεγάλες υποχρεώσεις, (αφού η μητέρα της πέραν των οικοκυρικών δεν γνώριζε άλλη τέχνη, όντας καλοβαλμένη στη Μικρασία) και δούλεψε σκληρά από την εφηβεία της. Περίπου στα 1935 παντρεύτηκε τον επίσης πρόσφυγα παππού μας Βασίλη Καραγεώργη ή Καραγιώργη και γέννησαν τρεις κόρες. Την μητέρα μας Θωμαϊτσα, τη θεία μας Δέσποινα (γεννημένη στις 22-9-1938) και την άτυχη Νίκη (γεν. 3-4-1944) που οι κακουχίες της κατοχής της στέρησαν, βρέφος ακόμη τη ζωούλα (σαν σε όνειρο, θυμάται η μητέρα μας να την κρατάει μπροστά στο παράθυρο της προσφυγικής τους κατοικίας).

Όμως δεν ήταν γραφτό ούτε ο Βασίλης Καραγιώργης να ζήσει πολύ. Πέθανε κι αυτός λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση, στα 1948 σε ηλικία μόλις 43 ετών, έπειτα από ένα κρυολόγημα που δε στάθηκε δυνατό να αντιμετωπίσουν τα φάρμακα της εποχής και ενώ είχε μείνει ανίκανος να εργασθεί λόγω παλαιότερου ακρωτηριασμού των δακτύλων του (συνεπεία αποτυχημένης χρήσης μίας χειροβομβίδας για να εξασφαλίσει ψάρια για τη διατροφή της οικογένειας στην Κατοχή), από τον Ιτιώτη γιατρό Μπίλιο.

Κατά τις τελευταίες του μάλιστα στιγμές, διατηρούσε απόλυτη επαφή με το περιβάλλον και ήταν γνώστης της κατάστασής του, αφού στις εκκλήσεις του αδελφού του που προσέτρεξε στο πλάϊ του ειδοποιημένος από τη Βικεντία («Δημήτρη τρέξε, ο Βασίλης πεθαίνει!») απάντησε επιλέξει: «Δημήτρη, τι τα’θελες να με γυρίσεις πίσω; Τράβα τα τώρα Βασίλη έως τις τρεις!». Και πραγματικά, ήταν τρεις το μεσημέρι, όταν άφησε την τελευταία του πνοή!

Έτσι απέμειναν τέσσερις γυναίκες, εκπρόσωποι τριών γενεών. Η Βικεντία εργάσθηκε σκληρά, σαν άνδρας και σα γυναίκα μαζί. Στάθηκε ένα πραγματικά ακλόνητο στήριγμα στην 60χρονη μητέρα της αλλά και στις δυο της κόρες. Αφού έκανε πολλές και κοπιαστικές δουλειές τελικά κατέληξε ως εργάτρια στην αλευροποιία του «Παπαλεξαντρή», όπου για χρόνια ολόκληρα αναγκαζόταν δύο φορές την ημέρα να διανύει απόσταση τριών χιλιομέτρων (πήγαινε έλα, από τη μία άκρη της πόλης έως την άλλη) προκειμένου να φροντίζει και το νοικοκυριό (η μητέρα της ασχολείτο μόνο με τα κεντήματα) στο μεσοδιάστημα του μεροκάματου, που τότε διαρκούσε «από την ανατολή έως τη δύση» κυριολεκτικά «για μια μπουκιά ψωμί».

Η μητέρα και η θεία μας πέρασαν πολύ στερημένα παιδικά χρόνια, σε ένα περιβάλλον που ελάχιστα αναγνώριζε την αριστοκρατική καταγωγή των προσφύγων της Μικρασίας οι οποίοι ξεριζωμένοι από τις περιουσίες και το βίος τους, αναγκάσθηκαν να υποστούν χίλιους εξευτελισμούς για να εξασφαλίσουν τα αναγκαία προς το ζην. Η μεν μητέρα μας ασχολήθηκε με το ράψιμο σαν μοδίστρα, η δε θεία μας δούλεψε ακόμη σκληρότερα, από μικρή στις ελιές και αργότερα μαζί με τη μητέρα της.

Η συμπεριφορά των γηγενών της παραλιακής κωμόπολης δεν ήταν και η καλύτερη για τα μικρά προσφυγόπουλα. Για αυτούς, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από «παλιοπροσφυγάκια» που έρχονταν να τους στερήσουν τις δουλειές. Κι ας ήταν οι πρόσφυγες εκείνοι που με τη ζωντάνια, την εργατικότητα και το εμπορικό τους δαιμόνιο έδωσαν ώθηση και ανανέωσαν τα λιμνάζοντα νερά μιας εποχής, όπου η χώρα αγωνιζόταν να ορθοποδήσει από τα δεινά του πολέμου, της απάνθρωπης ξένης κατοχής, αλλά και της αδελφοκτόνας σύρραξης που ακολούθησε.

Οι ριπές των γερμανικών οπλοπολυβόλων έξω από τις πόρτες των προσφυγικών, που έκαναν έναν Ιταλό φυγά (ο οποίος κρυβόταν στο σπίτι τους μετά τη συνθηκολόγηση της χώρας του και με κίνδυνο της δικής του ζωής φυγάδευσε τελικά για να τον σώσει ο παππούς μας!) να τρέμει κάτω από το κρεβάτι του Βασίλη και της Βικεντίας,χάραξαν τότε ανεξίτηλες πληγές στις παιδικές ψυχές των δύο κοριτσιών.

Πραγματικός φίλος, τους στάθηκε ο πρόσφυγας Παναγιώτης Βοργιάς (που είχε την ίδια ηλικία με τη Βικεντία) και η οικογένειά του, λίγες συμμαθήτριες (Ευδοξία, Ασπασία, Χρυσάνθη) καθώς και τα τρία γειτονόπουλα της οικογένειας του Λουκά και της Ειρήνης Στενού.

Η προγιαγιά μας Θωμαϊς έζησε έως τις 17 Ιουλίου του 1968, όταν και απεβίωσε σε ηλικία 80 ετών, αφού είχε προλάβει να δει παντρεμένες τις δύο εγγονές της. Μάλιστα, έφθασε να χαρεί και τρία δισέγγονα..."
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: