Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2021

Η πιό "Μαύρη Χήρα" στην Ανθρώπινη Ιστορία.Σκότωσε 40 ανθρώπους και δεν συνελήφθη ποτέ.

 Σκότωσε τους συζύγους της, τους εραστές της και όλα της τα παιδιά με κίνητρο τα χρήματα που έπαιρνε από τις ασφαλιστικές εταιρείες.





Από το 1884 έως το 1908, η σωματώδης γυναίκα θεωρείται ότι σκότωσε περισσότερους από 40 ανθρώπους στο Σικάγο, το Ιλινόις και την Ιντιάνα, πριν εξαφανιστεί χωρίς κανένα ίχνος.

Η «μαύρη χήρα» γεννήθηκε το 1859 στο Σέλμπου στη Νορβηγία και ήταν η μικρότερη κόρη από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας.

Μεγάλωσε στο μικρό αγρόκτημα που είχαν και έγινε μία πολύ σκληραγωγημένη και μεγαλόσωμη γυναίκα.

Σύμφωνα με μία ανεπιβεβαίωτη ιστορία, όταν ήταν περίπου 17 ετών, ήταν έγκυος και παρευρέθηκε σε έναν χορό.

Ενώ ήταν εκεί, δέχθηκε επίθεση από έναν άνδρα ο οποίος την κλώτσησε στην κοιλιά, με αποτέλεσμα εκείνη να χάσει το παιδί.

Ο άνδρας δεν διώχθηκε ποτέ από τις νορβηγικές αρχές και μετά, σύμφωνα με τους ντόπιους, η προσωπικότητα της Μπρουνχίλντα άλλαξε δραματικά.

Λίγο αργότερα, ο άνδρας αυτός πέθανε, όπως αναφέρθηκε, από καρκίνο του στομάχου.

Η μετανάστευση στις ΗΠΑ και ο πρώτος γάμος

Το 1881, σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου άλλαξε το όνομά της σε Μπελ και έπιασε δουλειά ως υπηρέτρια στο Σικάγο.

Το 1884 η Μπελ παντρεύτηκε τον Μαντς Σόρενσον και δύο χρόνια αργότερα άνοιξαν ένα ζαχαροπλαστείο.

Όχι πολύ αργότερα, το σπίτι τους και το κατάστημα κάηκαν μυστηριωδώς και το ζευγάρι εισέπραξε την ασφαλιστική αποζημίωση και αγόρασε ένα νέο σπίτι.

Απέκτησαν τέσσερα παιδιά: την Κάρολιν, τον Άξελ, τη Μίρτλ και τη Λούσι.

Η Κάρολιν και ο Άξελ πέθαναν σε βρεφική ηλικία από οξεία κολίτιδα, τα συμπτώματα της οποίας -ναυτία, πυρετός, διάρροια, κοιλιακοί πόνοι και κράμπες- μοιάζουν με τα συμπτώματα της δηλητηρίασης.

Το ζευγάρι εισέπραξε αποζημίωση από την ασφάλεια ζωής και των δύο παιδιών.

Το ζευγάρι είχε επίσης υιοθετήσει και ένα ακόμη 10χρονο κορίτσι, τη Μόργκαν Κόουτς, που πήρε το όνομα Τζένι Όλσεν.

Στις 30 Ιουλίου 1900, την ημέρα που τα δύο συμβόλαια ασφάλειας ζωής του Μάντς συνέπιπταν, ο άνδρας πέθανε.

Ο πρώτος γιατρός που τον εξέτασε θεώρησε ότι είχε υποστεί δηλητηρίαση από στρυχνίνη.

Ωστόσο, ο οικογενειακός γιατρός των Σόρενσον τον παρακολουθούσε για διευρυμένη καρδιά, έτσι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος προκλήθηκε από καρδιακή ανεπάρκεια.

Η αυτοψία θεωρήθηκε περιττή επειδή ο θάνατος δεν ήταν ύποπτος.

Η Μπελ εισέπραξε την ασφάλεια ζωής του συζύγου της και αγόρασε μία φάρμα στο Λα Πορτ στην Ιντιάνα.

Η μετακόμιση στο Λα Πορτ και ο θάνατος του δεύτερου συζύγου

Τον Απρίλιο του 1902 η Μπελ παντρεύτηκε τον Πίτερ Γκάνες, ο οποίος ήταν χασάπης.

Μόλις μία εβδομάδα μετά τον γάμο, η νεογέννητη κόρη του Πίτερ πέθανε υπό αδιευκρίνιστα αίτια ενώ βρισκόταν στο σπίτι μόνη με την Μπελ.

Τον Δεκέμβριο του 1902 ο Πίτερ με τη σειρά του είχε ένα «τραγικό ατύχημα».

Σύμφωνα με τη σύζυγό του, μία μηχανή του κιμά έπεσε στο κεφάλι του από το ράφι της κουζίνας. Όμως ο ιατροδικαστής όταν εξέτασε το πτώμα θεώρησε ότι ήταν δολοφονία.

Παρόλο που οι αρχές ξεκίνησαν έρευνα, η Μπελ ήταν τόσο πειστική που δεν κατηγορήθηκε ποτέ για φόνο.

Έναν χρόνο μετά, ο αδερφός του Πίτερ πήρε τη μεγαλύτερη κόρη του άνδρα στο Ουισκόνσιν.

Ήταν το μόνο παιδί που επέζησε από την Μπελ.

Ο θάνατος του συζύγου της τής απέφερε για άλλη μία φορά μεγάλη αποζημίωση.

Τότε ήταν έγκυος και τον Μάιο του 1903 γέννησε έναν γιο, τον Φίλιπ.

Στα τέλη του 1906 η Μπελ ανέφερε στους γείτονές της ότι η θετή της κόρη, Τζένι Όλσεν, είχε πάει σε ένα Λουθηρανικό Κολέγιο στο Λος Άντζελες.

Στην πραγματικότητα, η σωρός της Τζένι βρέθηκε αργότερα θαμμένη στην ιδιοκτησία της Γκάνες.

Οι εξαφανίσεις των εραστών στο αγρόκτημα του «τρόμου»

Το 1907 η Μπελ πήρε προσέλαβε έναν βοηθό για το αγρόκτημα, τον Ρέι Λάμφερ και άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι η σχέση τους δεν ήταν απλά επαγγελματική.

Όμως η Γκάνες είχε άλλες βλέψεις. Ήθελε κάτι περισσότερο και σύντομα άρχισε να ψάχνει νέους μνηστήρες μέσω αγγελίας σε στήλη εφημερίδων σε μεγάλες μεσοδυτικές πόλεις.

Η αγγελία είχε ως εξής: «Κομψή χήρα, ιδιοκτήτρια μεγάλου αγροκτήματος σε μία από τις καλύτερες περιοχές της κομητείας Λα Πορτ της Ιντιάνα, επιθυμεί να κάνει γνωριμία με κύριο εξίσου ευκατάστατο, με σκοπό να ενώσουν τις περιουσίες τους. Δεν εξετάζονται απαντήσεις με επιστολή, εκτός αν ο αποστολέας είναι πρόθυμος να συνοδεύσει την απάντηση με προσωπική επίσκεψη».

Σύντομα άρχισαν οι επισκέψεις των μνηστήρων, όμως κανείς, εκτός από έναν που κατάφερε να γλιτώσει, δεν έφυγε ποτέ από τη φάρμα της Γκάνες.

Τα παντζούρια και τα παράθυρα του σπιτιού της ήταν μέρα νύχτα κλειστά και η ίδια δεν μιλούσε με κανέναν.

Άδειαζε τους λογαριασμούς των θυμάτων της και έπαιρνε ό,τι πολύτιμο είχαν πάνω τους και μετά εξαφάνιζε τα ίχνη τους για πάντα.

Ο πιστός της βοηθός Λάμφερ τη βοηθούσε σε ό,τι του ζητούσε να κάνει, καθώς είχε εμμονή με την Μπελ. Ωστόσο τη ζήλευε και η Μπελ θεώρησε ότι θα της χαλάσει τα σχέδια.

Η Γκάνες τον απέλυσε και παρουσιάστηκε στην αστυνομία καταγγέλλοντας ότι ο άνδρας ήταν απειλή για την κοινωνία και ψυχικά διαταραγμένος, ενώ η ίδια φοβόταν για την ασφάλεια της οικογένειάς της.

Όταν το 1908 ο αδερφός ενός εκ των θυμάτων της άρχισε να ερευνά την εξαφάνισή του, η ίδια άρχισε να καταστρώνει το σχέδιο διαφυγής της.

Η φωτιά και η εξαφάνιση της Γκάνες

Η Μπελ προσέφυγε σε έναν δικηγόρο, αναφέροντας και πάλι ότι φοβόταν για τη ζωή της καθώς ισχυρίστηκε ότι ο Ρέι Λάμφερ την απείλησε ξανά ότι θα τη σκοτώσει και θα κάψει το σπίτι της.

Παράλληλα εξέφρασε την επιθυμία της να συντάξει μία διαθήκη σε περίπτωση που οι απειλές του γίνονταν πραγματικότητα.

Τον Φεβρουάριο του 1908, ξέσπασε φωτιά στο σπίτι και κάηκε ολοσχερώς.

Οι αρχές βρήκαν στα ερείπια τέσσερα πτώματα. Τα τρία αναγνωρίστηκαν και ήταν παιδιά της, ενώ το τέταρτο, που ήταν γυναικείο, θεωρήθηκε ότι ανήκε στην Γκάνες, όμως έλειπε, το κεφάλι.

Μετά την πυρκαγιά, τα θύματά της ανακαλύφθηκαν σε ρηχούς τάφους που ήταν διάσπαρτοι σε όλο το αγρόκτημα.

Συνολικά βρέθηκαν περισσότερα από 40 πτώματα ανδρών και παιδιών.

Η αστυνομία συνέλαβε τον βοηθό της Γκάνες, με την κατηγορία του φόνου και του εμπρησμού.

Ο Λάμφερ δήλωσε αθώος για όλες τις κατηγορίες. Κρίθηκε ένοχος για τον εμπρησμό, αλλά όχι για τις δολοφονίες.

Πέθανε στη φυλακή, όμως πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, αποκάλυψε την αλήθεια για τα εγκλήματα της Μπελ και τη φωτιά στη φάρμα.

Αποκάλυψε επίσης ότι το ακέφαλο πτώμα που βρέθηκε δεν ήταν δικό της.

Η Γκάνες σκηνοθέτησε τον θάνατό της και εγκατέλειψε την περιοχή, αφού πρώτα πήρε τα χρήματα από τους τραπεζικούς της λογαριασμούς.

Η αδίστακτη γυναίκα που σκότωσε τα ίδια της τα παιδιά, τους συζύγους της και διέπραξε δεκάδες άλλους φόνους δεν εντοπίστηκε ποτέ, ούτε επιβεβαιώθηκε ο θάνατός της.


πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια: