Σε μια ζωή ακύματη πορεύτηκε. “Μοναδικός και ανεπανάληπτος” κατέκτησε την παγκοσμιότητα που συντροφεύει το όνομά του ως και τα τώρα. Κ. Π. Καβάφης. Ο ποιητής που στους στίχους του χαρτογράφησε μια πόλη και μια εποχή, ένα αίσθημα απαγορευμένο, ζωής δίχως μεταβολές, μ' ένα μυστήριο να πλανάται και να καθορίζει τα αναγνωρισμένα και τα αποκηρυγμένα έργα του.
Γεννιέται στις 29 Απριλίου 1863, ένατος και τελευταίος γιος της Πολίτισσας Χαρίκλειας -που τον ντύνει με ρούχα θηλυκά απ' τον καημό πως η μοναχοκόρη της, βρέφος ακόμη, δεν κατάφερε να επιβιώσει- και του Πέτρου- Ιωάννη Καβάφη μεγαλεμπόρου της Αλεξάνδρειας, φαναριώτικης καταγωγής που παρέχει στην πολυμελή οικογένειά του κάθε ευμάρεια που αρμόζει στην κοινωνική τους θέση. Στα επτά του χρόνια, ο Κωνσταντίνος, χάνει τον πατέρα του. Τότε ξεκινά και η περίοδος της οικονομικής παρακμής. Η μητέρα μετακομίζει με τα παιδιά στην Αγγλία, όπου παραμένει για οκτώ χρόνια κι ύστερα επαναπατρίζεται στην Αλεξάνδρεια.
Ο Καβάφης, από τον Γάλλο παιδαγωγό και την Αγγλίδα τροφό των πρώτων χρόνων της ζωής του, “εργάζεται πνευματικά -κατά την εφηβεία του- μόνος” με βιβλία δανεικά από τις βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας και συνεχίζει την εκπαίδευσή του στο πρακτικό εμπορικό σχολείο “Ερμής”. Διακόπτει βίαια τη φοίτηση και προσφεύγει -εν μέσω της εθνικιστικής επανάστασης του Αραμπί- στην Κωνσταντινούπολη, γεγονός καταλυτικό για την ιδιωτική του ζωή, για τη στροφή ολάκερης της ύπαρξής του προς την τέχνη του ποιητικού λόγου. Στα είκοσι δύο του χρόνια επιστρέφει μόνιμα στην Αλεξάνδρεια. Γνωρίζει τη βιοπάλη και το απόλυτο αίσθημα της έκδοσης των πρώτων του ποιημάτων με τη ξεκάθαρη έκφραση, τον δρυμή χαρακτήρα... Από επτά χρόνια επαγγελματικών περιπλανήσεων, ο Καβάφης, προσλαμβάνεται στην Υπηρεσία Αρδεύσεων, όπου και παραμένει από1892-1922, χρονιά όπου και παραιτείται από το “μισητό γραφείο”.
Συνεργάζεται με εφημερίδες, γράφει και εκδίδει αδιάκοπα, “Η Πόλις”, “Τείχη”, “Περιμένοντας τους βαρβάρους”(κ.α.), αφήνει πίσω τους φόβους που τον τριγυρίζουν και κάνει το μεγάλο ταξίδι για τον αδελφό του, στο Λονδίνο και το Παρίσι. Στις δυό του επισκέψεις στην Αθήνα γνωρίζει τον Ξενόπουλο που γράφει γι' αυτόν κάνοντάς τον ευρύτερα γνωστό στους λογοτεχνικούς κύκλους της Ελλάδας. Επικοινωνεί με τον Πολέμη, τον Πορφυρά, τον Καζαντζάκη, γίνεται πιστός τεχνίτης της ποίησης και του λόγου και δημιουργεί τους θεματικούς κύκλους της γραφής του. Απών από τις κοινωνικές φιέστες, τους επαίνους και τις κολακίες δέχεται από την πραξικοπηματική κυβέρνηση Πάγκαλου το 1926, το Παράσημο του Φοίνικα, ενώ υποστηρίζει δημόσια ή στηλιτεύει ομότεχνούς του πάντα με τη διακριτική οξυδέρκεια και την καθάρια κρίση που τον χαρακτηρίζει.
Η παγκοσμιότητα του Καβάφη βρίσκει την απαρχή της στα 1914 και τη γνωριμία-σταθμός για την προσωπικότητα του ποιητή. Ο μυθιστοριογράφος Έντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ είναι εκείνος που παρουσιάζει τον αλεξανδρινό στο αγγλικό κοινό και του ανοίγει τις πύλες της διεθνούς καριέρας. Λίγο αργότερα γνωρίζει τον Αλέκο Σεγκόπουλο, κύριο βιογράφο του Καβάφη, “κατά κάποιους παράνομο γιο του, κατά άλλους ερωτικό του σύντροφο” και φίλο, μα και μόνο κληρονόμο της περιουσίας του.
Από το 1930 ξεκινά η μάχη του με τον καρκίνο του λάρυγγα. Η διάγνωση έρχεται να επιβεβαιώσει τις όποιες υποψίες από τους πόνους και τις εννοχλήσεις. Το 1932 έρχεται στην Αθήνα για τελευταία φορά, οι γιατροί προχωρούν σε τραχειοτομή. Την ίδια ώρα ο Δημήτρης Μητρόπουλος μελωποιεί ποιήματά του. Επιστρέφοντας στην Αλεξάνδρεια η πορεία της υγείας του εντείνεται δραματικά. Δουλεύει μόνον στο κρεββάτι και δείγματα επικοινωνίας του για τα απαραίτητα είναι μόνον γραπτά. Στα εβδομήντα του χρόνια, ανήμερα των γενεθλίων του, το 1933, πεθαίνει από συμφόρηση στο Ελληνικό Νοσοκομείο Αλεξάνδρειας.
Στον απολύτως χρήσιμο για κάθε μαθητή της θεωρητικής -και όχι μόνον- ιστότοπο latistor.blogspot.gr βρήκαμε την ανάλυση ενός από τα πλέον γνωστά ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη και το παραθέτουμε μαζί με την εξαιρετική απαγγελία του Δημήτρη Χορν.
Κωνσταντίνος Καβάφης «Η Πόλις»
Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θά βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
Το ποίημα «Η Πόλις» του Καβάφη αποτελεί την πληρέστερη αποτύπωση του αισθήματος του εγκλωβισμού που βιώνει ένας άνθρωπος που θέλει να αλλάξει τη ζωή του, αλλά γνωρίζει ότι αυτό δεν είναι πια εφικτό. Στις δύο στροφές του σύντομου αυτού ποιήματος ο Καβάφης κατορθώνει να εκφράσει τη διάψευση όλων των προσδοκιών και την πλήρη αδυναμία του ανθρώπου να ξεφύγει από το παρελθόν και από τα λάθη του.
Στην πρώτη στροφή το ποιητικό υποκείμενο με τη χρήση του ρήματος «είπες» μεταφέρει τα λόγια ενός ανθρώπου που εκφράζει την επιθυμία να φύγει από την πόλη που τώρα κατοικεί και να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη. Τα λόγια αυτά μπορούν είτε να αποδοθούν σε κάποιο άλλο πρόσωπο είτε να ληφθούν ως σκέψεις που είχε εκφράσει στο παρελθόν το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο.
Οι σκέψεις που καταγράφονται στην πρώτη στροφή υποδεικνύουν πως το άτομο νιώθει ότι δεν μπορεί να φτιάξει τη ζωή του, όσο κι αν προσπαθεί, κι αυτό τον έχει εγκλωβίσει σε συναισθήματα απελπισίας και μαρασμού. Η παρομοίωση με την οποία παρουσιάζει την καρδιά του θαμμένη σαν να είναι νεκρός, εκφράζει με ιδιαίτερη ένταση την εδραίωση των αρνητικών συναισθημάτων που τον έχουν πλέον κατακλύσει.
Όπως η καρδιά του, έτσι και το μυαλό του, βρίσκεται σ’ ένα διαρκή μαρασμό, σε μια σταθερή απόγνωση, καθώς ενώ θέλει να αλλάξει τη ζωή του και θέλει να δημιουργήσει κάτι καλύτερο, βλέπει διαρκώς τις προσπάθειές του να αποτυγχάνουν. Γι’ αυτό θέλει να φύγει από την πόλη του, αφού όπου κι αν κοιτάξει γύρω του βλέπει συνεχώς υπενθυμίσεις των αποτυχιών του, αλλά και του γεγονότος ότι τα χρόνια του περνούν χωρίς να κατορθώνει τίποτε.
Η πρώτη στροφή αποτελεί μια κραυγή απελπισίας ενός ανθρώπου που θέλει να βελτιώσει τη ζωή του κι αποζητά μια ευκαιρία να ξεκινήσει από την αρχή, θέτοντας σε σωστή βάση τη ζωή του αυτή τη φορά.
Στη δεύτερη στροφή μας δίνεται η απάντηση του ποιητικού υποκειμένου στις ανησυχίες που εκφράστηκαν στην πρώτη στροφή είτε από κάποιο άλλο πρόσωπο είτε κι από το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο. Η στάση του, εδώ, είναι κατηγορηματικά αρνητική για τα σχέδια και τις ελπίδες ότι μπορεί να βρεθεί μια καλύτερη πόλη.
Ο ποιητής είναι απόλυτος, δεν υπάρχουν νέοι τόποι, δεν υπάρχουν άλλες θάλασσες. Η άρνηση αυτή του ποιητή δεν αναφέρεται βέβαια κυριολεκτικά σε άλλες πόλεις, καθώς αυτό που επιχειρεί να αναδείξει εδώ ο Καβάφης είναι η πλήρης αδυναμία του ανθρώπου να ξεφύγει από τον εαυτό του, τις επιλογές και τα λάθη του. Η πόλη, δηλαδή, από την οποία θέλουμε να ξεφύγουμε δεν είναι παρά ο ίδιος μας ο εαυτός κι αυτό φυσικά είναι αδύνατο. Εφόσον κάποιος έχει καταστρέψει τη ζωή του με λανθασμένες αποφάσεις κι εκτιμήσεις, με τον ίδιο τρόπο, ακόμη κι αν προσπαθήσει να φτιάξει τη ζωή του από την αρχή, είναι καταδικασμένος να κάνει τα ίδια ή παρόμοια λάθη. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να αλλάξουν και φυσικά δεν μπορούν να ξεφύγουν από το παρελθόν τους.
Η πόλη θα σε ακολουθεί, μας λέει ο ποιητής, εννοώντας ότι το παρελθόν, οι επιλογές και τα λάθη μας δεν μπορούν να διαγραφούν ούτε και να ξεχαστούν. Όπου κι αν πάει κάποιος δεν μπορεί να ξεφύγει από τα στοιχεία της προσωπικότητάς του κι από το παρελθόν του, κι αν δεν έχει ήδη καταφέρει να φτιάξει μια καλή ζωή, τότε δεν υπάρχει ελπίδα να τα καταφέρει στο μέλλον, καθώς ως άνθρωπος απλά δεν έχει κάνει τις σωστές επιλογές και δε γνωρίζει πως να διαχειριστεί σωστά τη ζωή του. Οπότε πάντοτε θα γυρνά στους ίδιους δρόμους -θα κάνει τις ίδιες επιλογές- και θα γερνά στα ίδια σπίτια, θα δει τη ζωή του να χάνεται μέσα στο ίδιο κλίμα αποτυχίας, όπως έχει συμβεί μέχρι τώρα.
Ακόμη κι αν ξεκινήσει για κάπου αλλού, τελικά πάντα στην ίδια πόλη θα φτάνει, υπό την έννοια ότι ξανά και ξανά θα βρίσκεται αντιμέτωπος με τα λάθη του και με την αδυναμία του να δομήσει σωστά τη ζωή του. Για έναν άνθρωπο που δεν έχει κατορθώσει να κάνει τις σωστές επιλογές, δεν υπάρχει τελικά πλοίο, δεν υπάρχει δρόμος που να μπορεί να τον οδηγήσει μακριά από τη βασική πηγή αποτυχίας, από τον ίδιο του τον εαυτό. Όσο κι αν κάποτε μοιάζει δύσκολο για τους ανθρώπους να το συνειδητοποιήσουν, ο βασικός παράγοντας ευτυχίας ή δυστυχίας είναι ο ίδιος μας ο εαυτός και ο τρόπος που έχουμε για να βλέπουμε τη ζωή μας.
Ο ποιητής γνωρίζει πολύ καλά ότι ο μεγαλύτερος εχθρός μας είναι ο εαυτός μας γι’ αυτό και κλείνοντας το ποίημά του σχολιάζει πως αν έχεις καταστρέψει τη ζωή σου σε μια πόλη, σε μια μικρή γωνιά του κόσμου, τότε την έχεις καταστρέψει σ’ όλη τη γη. Όπου κι αν πας, ό,τι κι αν κάνεις, αν δεν μπορείς να διαχειριστείς σωστά τη ζωή σου σ’ ένα τόπο, σημαίνει ότι δε θα μπορέσεις να τη διαχειριστείς καλύτερα ποτέ και πουθενά.
Η πόλις είναι ένα ποίημα ιδιαίτερα αυστηρό για τις προοπτικές των ανθρώπων, και βασίζεται στη διαπίστωση του ποιητή, ότι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τις ελλείψεις και τις αδυναμίες του εαυτού μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου