Γνωρίσαμε κάποτε στην Ελλάδα μιαν άλλη Αριστερά. Ηταν σε χρόνια που η χώρα έβγαινε, και τότε, από καταστροφή, ασύγκριτα φρικωδέστερη από τη σημερινή. Τότε όμως πρώτο αίτημα της Αριστεράς ήταν, να πάει το 15% του κρατικού προϋπολογισμού στην Παιδεία.
Το αίτημα ξεπήδαγε αυθόρμητα από το πλήθος στα συλλαλητήρια, δεν το υπαγόρευε η ντουντούκα. Και οι άνθρωποι που διαδήλωναν για το 15%, είχαν καθημερινό φαγητό ασύγκριτα λιτότερο από τα γεύματα που προσφέρουν σήμερα στους αναγκεμένους τα συσσίτια της Εκκλησίας. Ομως πρώτο αίτημα ήταν τα κονδύλια για την Παιδεία, όχι η αύξηση του κατώτατου μισθού.
Υπήρξε κάποτε στην Ελλάδα μια Αριστερά που ήξερε και σεβόταν το προφανές: ότι μια «ανθρωπιστική κρίση» δεν αντιμετωπίζεται πρωτίστως με μέτρα για την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος, αλλά πρωτίστως με μέτρα για την αύξηση της κατά κεφαλήν καλλιέργειας. Ισως εκείνη η Αριστερά του 15% να ήξερε λιγότερο ή καθόλου μαρξισμό, αλλά σπούδαζε τη λαϊκή σοφία και απαίτηση. Είχε γεννηθεί από πραγματικές ανάγκες, δεν είχε προλάβει να την καπελώσει η ξιπασιά των εισαγόμενων ιδεολογημάτων, αργόσχολες αδολεσχίες εκκεντρικών πλουσιόπαιδων στις καφετέριες του Κολωνακίου.
Η σημερινή μεταπρατική «Αριστερά» ανεβάζει στο βήμα της Βουλής υπουργό Παιδείας, να παρουσιάσει τις σχετικές με το υπουργείο του προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, και αυτός σπεύδει να μας διαβεβαιώσει εμφατικά ότι είναι μαρξιστής. Ωσάν η προσχώρησή του στο ιδεολόγημα που κάρπισε τις πιο στυγνές πρακτικές ολοκληρωτισμού στην ανθρώπινη ιστορία, να αποτελεί εγγύηση «πολιτικής ορθότητας» των μέτρων που θα εφαρμόσει στη δεινά δοκιμαζόμενη, χρόνια τώρα, ελλαδική εκπαίδευση.
Ηταν μία από τις εξαιρέσεις επαρχιώτικης ξιπασιάς στην έκπληξη που αποτέλεσε η σύνθεση και ποιότητα της κυβέρνησης του κ. Τσίπρα. Είχε πολλές δεκαετίες να δει η χώρα υπουργούς που η προσωπικότητά τους, τα προσόντα και η αξιοσύνη τους να τους επιβάλλουν ακαριαία στη διεθνή σκηνή, να απορούν οι πάντες γιατί τόσα χρόνια έμενε αχρησιμοποίητο τέτοιο ανθρώπινο δυναμικό, γιατί αφέθηκε η Ελλάδα να τη βυθίζουν στην ανυποληψία και στο χάος σπιθαμιαία ανθρωπάρια, ευτελισμένα και ανίκανα. Μέσα στο κλίμα αυτής της έκπληξης το φάλτσο του υπουργού Παιδείας εντυπωσιάζει δυσοίωνα και προβληματίζει: Μήπως, ειδικά με τις επιλογές για την Παιδεία, νεκρανασταίνονται οι εφιάλτες της «προοδευτικής» τρομοκρατίας και του μηδενιστικού αμοραλισμού, που καταδυνάστευσαν την ελληνική κοινωνία στα σαράντα χρόνια φενακισμένης «Αριστεράς» μετά τη χούντα;
Εντυπωσιακή οπωσδήποτε παρουσία και ο κ. Αριστείδης Μπαλτάς, με λόγο στιβαρό, μετρημένο, δίχως την εγγενή στον κομματικό λόγο αναπηρία του φτηνιάρικου ναρκισσισμού. Αλλά μάλλον δέσμιος στα αφελή στερεότυπα μιας λαϊκίστικης, ισοπεδωτικής εκδοχής της δημοκρατίας. Ανέβηκε στο βήμα της Βουλής για να χαρακτηρίσει την «αριστεία» σαν «ρετσινιά» και τα λεγόμενα στην Ελλάδα «Πρότυπα» σχολεία σαν θεσμοποιημένη ταξική ανισότητα. Πλήρης επιστροφή στον πασοκικό εκπαιδευτικό πρωτογονισμό της δεκαετίας του ’80, με τον φανατισμό της ισοπέδωσης όλων προς τα κάτω και τα κρετινικά συνθήματα, όπως: «κάτω τα αιματοβαμμένα γραπτά»! – να μην διορθώνονται λάθη, στο σχολείο να είναι όλοι ίσοι στην αγραμματωσιά.
Αραγε δεν υποψιάστηκε ποτέ ο εκπαιδευτικός κ. Μπαλτάς ότι η άμιλλα δεν είναι εφεύρημα των καπιταλιστών, αλλά αυτονόητο παρακολούθημα της παιδείας από καταβολής του κοινωνικού γεγονότος; Συνώνυμη η άμιλλα με τη χαρά της δημιουργίας, της προόδου, της καινοτομίας, κίνητρο αυτοπροαίρετης (όχι αναγκαστής) εργατικότητας, καταλύτης για το μεράκι της έρευνας. Η αριστεία είναι «ρετσινιά» μόνο στις «δημοκρατίες» των κολχόζ, που η Ιστορία τις ταξιθετεί μαζί με τα Γκουλάγκ, τα οποιουδήποτε χρώματος στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Σχολεία χωρίς άμιλλα και στόχευση στην αριστεία είναι στρατωνισμός – στον καταναγκασμό ή στον ασυμμάζευτο χαβαλέ.
Κι ακόμα: Χωρίς «τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών, τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε, την Αγορά, το Θέατρο και τους Στεφάνους» δεν υπάρχει ούτε και «πολιτικό άθλημα». Υπάρχει μόνο η υποταγή στην αυθεντία ή η στυγνή χρησιμοθηρία της σύμβασης. Δηλαδή το κλίμα του νομιμοποιημένου ατομοκεντρισμού, όπου αυτονόητα βλαστάνει η λαμογιά, η εξάλειψη της «αίσθησης του δημοσίου συμφέροντος», η άπληστη λωποδυσία του κοινωνικού χρήματος, ο αμοραλισμός.
Το δίλημμα τίθεται για τον πρωθυπουργό: Αν υιοθετήσει (ή ανεχθεί) τη φιλοσοφία του υπουργού στον οποίο εμπιστεύθηκε την Παιδεία της ελληνικής κοινωνίας, φιλοσοφία που συνιστά το θεωρητικό θεμέλιο για μία «δικτατορία της μετριότητας», τότε πώς θα στήσει, όπως δημόσια δεσμεύτηκε, κράτος λειτουργικό, παραγωγικό, κράτος Δικαίου; Ενα τέτοιο κράτος προϋποθέτει διοικητική στελέχωση με συνεπή αξιοκρατική διαβάθμιση ευθυνών και ικανοτήτων, υπαλληλία υποκείμενη σε συνεχή κρίση - αποτίμηση της ποιότητας και της δημιουργικότητας. Οι ριζοσπαστικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις που υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός να τις αντιτάξει σε ένα καινούργιο δουλοπαροικιακό «μνημόνιο», θα ματαιωθούν νομοτελειακά από τους ορκισμένους αντιπάλους της άμιλλας και της αριστείας: τους υπόδικους στις συνειδήσεις συνδικαλιστές της «Αριστεράς και της προόδου».
Υποτίθεται (όχι βέβαια από πολίτες με νοημοσύνη και σοβαρότητα) ότι ο κ. Καμμένος πρόσφερε την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία στον κ. Τσίπρα φιλοδοξώντας να αναλάβει ως αντάλλαγμα την άμυνα «βωμών και εστιών» των Ελλήνων. Του την ανέθεσαν, μοιάζει πολύ ικανοποιημένος, έχει τον αέρα θριαμβευτή. Ασφαλώς επειδή στους «βωμούς» και στα «ιερά» περιλαμβάνει μόνο ό,τι φορολογείται με τον ΕΝΦΙΑ – όχι τη γλώσσα, την ιστορική συνείδηση, το «αιέν αριστεύειν» των Ελλήνων.
Είναι πολύ νωρίς για να αρχίσει η κατεδάφιση των ελπίδων που γέννησε η έκπληξη των πρώτων ημερών της κυβέρνησης Τσίπρα. Η έκπληξη δοκιμάστηκε και από την εκλογή του καινούργιου Προέδρου της Δημοκρατίας. Σίγουρα είναι ο πρώτος μετά τον Κωνσταντίνο Τσάτσο επιλεγόμενος από τον στίβο των αρίστων: Εξαίρετα φυσικά χαρίσματα, έκτακτη καλλιέργεια, επιστημονικό κύρος, δεινή γλωσσική εκφραστική. Αλλά υπηρέτησε για αρκετά χρόνια ευπειθής τη φαυλότητα και φυτική ανικανότητα της τυραννικής για τη χώρα κομματοκρατίας. Αυτό πονάει.
"Κ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου