Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

«Περί ευθύνης Υπουργών» ( του Σαράντη Μιχαλόπουλου )



ΠΕΡΙ ΕΥΘΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

Το θέμα της Ευθύνης Υπουργών είναι σε ημερήσια διάταξη, πέρα από την περίπτωση της τραγωδίας των Τεμπών. Και αναφέρομαι βέβαια στην ποινική ευθύνη και τις σχετικές προβλέψεις του Συντάγματος.

Δεν είμαι νομικός, ούτε έχω σχετικές γνώσεις, πέραν αυτών που έχει ένας απλός πολίτης που παρακολουθεί τα πολιτικά πράγματα με κάποιο περισσότερο ενδιαφέρον. Σαν τέτοιος λοιπόν πολίτης, θα επιχειρήσω μία ανάλυση και προσωπική τοποθέτηση, που δεν διεκδικεί την ορθή κρίση, αλλά απλώς στηρίζεται και επικαλείται την λεγόμενη «κοινή λογική».

Το Σύνταγμα λοιπόν προβλέπει ότι, αν προκύψει οποτεδήποτε, έστω ένδειξη για τέλεση από Υπουργό, εν ενεργεία ή και απελθόντα, αξιόποινης πράξης, τότε του θέματος επιλαμβάνεται η Βουλή. Προφανώς, τέτοια ένδειξη μπορεί να προκύψει από μία προανάκριση ή τακτική ανάκριση που διεξάγει δικαστικός λειτουργός (εισαγγελέας) και όχι από μία «καταγγελία» του οποιουδήποτε. Γι’ αυτό και η νομοθεσία αναφέρεται στην υποχρέωση ενός τέτοιου δικαστικού λειτουργού «να διαβιβάσει αμελητί την δικογραφία στην Βουλή».

Σε μία τέτοια περίπτωση, η Βουλή εξετάζει το θέμα και, είτε κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος σύστασης Ειδικής Εξεταστικής Επιτροπής, που θα προχωρήσει σε «ανάκριση», είτε παραπέμπει την υπόθεση σε Εξεταστική Επιτροπή, η οποία απαρτίζεται από Δικαστικούς. Η τελευταία, μετά τη δικαστική διερεύνηση, αποφαίνεται με βούλευμα αν πρέπει να ασκηθεί δίωξη (παραπομπή σε Ειδικό Δικαστήριο), ή όχι.

Στην παραπάνω διαδικασία, υπήρχε ένα σημαντικό σημείο, το οποίο είχε απασχολήσει πολλές φορές στο παρελθόν το πολιτικό σύστημα και ήταν το θέμα της παραγραφής του αδικήματος. Μέχρι την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση, το αδίκημα ενός Υπουργού παραγραφόταν σε δύο βουλευτικές περιόδους, ανεξάρτητα της χρονικής διάρκειας αυτών των περιόδων. Με την τελευταία αναθεώρηση, η παραγραφή αδικήματος Υπουργού εξομοιώθηκε με την προβλεπόμενη στην ποινική δικονομία παραγραφή που ισχύει για τον οποιονδήποτε πολίτη.

Εδώ κάποιος θα έλεγε ότι αυτή η τελευταία ρύθμιση «τακτοποίησε» το θέμα της ποινικής ευθύνης υπουργών, καθώς την εξίσωσε με την αντίστοιχη ποινική ευθύνη ενός απλού πολίτη. 

Εκείνο όμως που διαλανθάνει της προσοχής είναι ότι αρμόδια να αποφανθεί για την παραπομπή ή όχι ενός υπουργού παραμένει η Βουλή και πιο συγκεκριμένα η πλειοψηφία της Βουλής.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υπόθεση της σύμβασης 717, όπου η Ευρωπαία Εισαγγελέας διαβίβασε στην Ελληνική Βουλή ένα πόρισμα, στο οποίο διατυπωνόταν η «κατηγορία» της διάπραξης του αδικήματος της «απιστίας».

Η Βουλή δεν το εξέτασε αρχικά καθόλου, πιθανόν θεωρώντας ότι το πόρισμα προερχόταν από «εξωθεσμικό παράγοντα» (δηλαδή, όχι από την ελληνική δικαιοσύνη), στη συνέχεια δε, όταν η αντιπολίτευση κατάθεσε πρόταση σύστασης Προκαταρτικής Επιτροπής, η κυβερνητική πλειοψηφία απέρριψε την πρόταση, κρίνοντας ότι οι καταγγελίες της Ευρωπαίας Εισαγγελέως ήταν ανυπόστατες. 

Βέβαια, και στην περίπτωση διαβίβασης δικογραφίας από την ελληνική δικαιοσύνη, ο παραπάνω καθοριστικός παράγοντας της πλειοψηφίας της Βουλής ισχύει με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή, είτε να μην παραπέμψει υπουργό, αν είναι «δικός της», είτε να παραπέμψει υπουργούς προηγούμενης κυβέρνησης (δηλαδή άλλου κόμματος), απλώς για τη δημιουργία εντυπώσεων. 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η περίπτωση NOVARTIS, όπου η κοινοβουλευτική πλειοψηφία παρέπεμψε 10 πρώην υπουργούς, οι οποίοι στη συνέχεια απαλλάχτηκαν, νομίζω στο σύνολό τους, πράγμα που καταδεικνύει ότι  η παραπομπή έγινε μάλλον από πολιτική σκοπιμότητα (άλλωστε, αυτό το παραδέχτηκε εμμέσως και ο πρώην πρωθυπουργός).

Με άλλα λόγια, η σημερινή δικαιοδοσία της Βουλής να κρίνει για ποινικές ευθύνες υπουργών μπορεί να «χρησιμοποιηθεί», είτε για «προστασία» (δηλαδή απαλλαγή) υπουργών της τρέχουσας κυβέρνησης, είτε για «δίωξη» υπουργών προηγούμενης κυβέρνησης. Εκείνο που θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να γίνει είναι η κατάργηση της «ειδικής μεταχείρισης» των υπουργών και η εφαρμογή της γενικής πρόβλεψης «ασυλίας» των βουλευτών, κατά τη διάρκεια και μόνο της θητείας τους. Επειδή δε υπάρχουν και εξωκοινοβουλευτικοί υπουργοί, ίσως γι’ αυτούς να έπρεπε να προβλεφθεί κάποιο αντίστοιχο καθεστώς «ασυλίας», για όσο ασκούν υπουργικά καθήκοντα.

Βέβαια, και μόνο η «ρύθμιση» του θέματος της παρεμβολής της Βουλής σε θέματα ποινικών ευθυνών υπουργών, δεν αρκεί από μόνη της. Πρέπει ταυτόχρονα να εξασφαλιστεί και το θέμα «σωστής» λειτουργίας της δικαιοσύνης, κάτι το οποίο δεν αφορά μόνο υπουργούς αλλά αφορά εξίσου και τον οποιονδήποτε απλό πολίτη. 

Το επιχείρημα ότι η δικαιοσύνη είναι «ανεξάρτητη» δεν σημαίνει ότι είναι και ανεξέλεγκτη. Δυστυχώς, σε καθημερινή βάση παρατηρούνται λειτουργίες δικαστικών λειτουργών, που δείχνουν, αν μη τι άλλο, κραυγαλέα ανεπάρκεια.

Και στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου να αναφέρω ένα προσωπικό μου παράδειγμα. Το διάστημα 2010-2011, διετέλεσα Πρόεδρος των ΗΛΠΑΠ. Στη θητεία μου λοιπόν εγκρίναμε σαν Διοικητικό Συμβούλιο την καταβολή αποζημίωσης σε προσωπικό που αποχωρούσε λόγω συνταξιοδότησης, σύμφωνα με τις ισχύουσες (ως προς το ποσό) Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ).

Γενικά για τις αποχωρήσεις προσωπικού στον Δημόσιο Τομέα ίσχυε ότι το ποσό της καταβαλλόμενης αποζημίωσης ήταν 15.000 €. Αυτό είχε καθοριστεί με κάποιον Αναγκαστικό Νόμο. Σον ΗΛΠΑΠ, τα Σωματεία πέτυχαν κάποια στιγμή να περιληφθεί στην ΣΣΕ τους πρόβλεψη «αναπροσαρμογής» αυτού του ποσού. Οι εκάστοτε ΣΣΕ εγκρίνονταν από τον αρμόδιο Υπουργό και δημοσιεύονταν σε ΦΕΚ.

Με την πάροδο των ετών (πάνω από 18 χρόνια, μετά την πρώτη ΣΣΕ που προέβλεπε αναθεώρηση του ποσού των 15.000 €), το εν λόγω ποσό έφθασε τις 35.000 €, πάντα με εγκρίσεις των αρμόδιων υπουργών, και κανείς δεν έθεσε ποτέ θέμα μη συμφωνίας αυτής της πράξης με τον προαναφερθέντα Αναγκαστικό Νόμο.   

Το 2011,εποχή των μνημονίων, κάποιος άγνωστος έκανε καταγγελία ότι η αποζημίωση στον ΗΛΠΑΠ ήταν «σκανδαλώδης», διότι ήταν υπερδιπλάσια από την αποζημίωση σε όλο τον υπόλοιπο δημόσιο τομέα.

Τότε παρενέβη εισαγγελέας, ο οποίος, αφού εξέτασε την περίπτωση, παρέπεμψε όλο το Διοικητικό Συμβούλιο για «απιστία», δηλαδή για μία πράξη, η οποία ζημίωσε το δημόσιο. 

Εδώ σημειώνονται τα εξής πράγματα :

  1. Οι αποφάσεις του συγκεκριμένου Διοικητικού Συμβουλίου δεν έκαναν τίποτε παραπάνω από την εφαρμογή ισχυουσών ΣΣΕ, οι οποίες μάλιστα είχαν πάντα την έγκριση αρμοδίων Υπουργών.

  2. Παρόμοιες αποφάσεις είχαν πάρει και όλα τα προηγούμενα Διοικητικά Συμβούλια, τουλάχιστον για μία δεκαπενταετία.

  3. Το βασικότερο όλων είναι ότι, κατά την ποινική δικονομία, απιστία σημαίνει ότι κάποιος ζημιώνει το δημόσιο «με δόλο», δηλαδή, με πλήρη γνώση ότι παραβαίνει τον νόμο και κυρίως με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος οικονομικά οφέλη.

Ειδικά για το τρίτο σημείο, ήταν παντελώς αβάσιμο να κατηγορηθούμε για απιστία, καθώς το να θεωρήσει κανείς ότι εμείς γνωρίζαμε ότι παραβαίνουμε τον νόμο, δεν στεκόταν, αφενός διότι υπήρχε εισήγηση της νομικής υπηρεσίας του Οργανισμού, αφετέρου δε αυτό γινόταν για χρόνια στον ΗΛΠΑΠ. Από την άλλη μεριά, το να θεωρήσει κανείς ότι όλα τα μέλη του Δ.Σ. είχαν «συμφωνήσει» μεταξύ τους και είχαν καταφέρει να «αποσπάσουν» από τους αποχωρούντες χρηματικά ποσά από την καταβαλλόμενη αποζημίωση, ήταν απολύτως εξωφρενικό.

Παρά ταύτα, ο εν λόγω εισαγγελέας, παρότι εκθέσαμε τα παραπάνω αυτονόητα στην απολογητική μας έκθεση, μας παρέπεμψε με το κατηγορητήριο της απιστίας και χρειάστηκε στην τακτική ανάκριση που ακολούθησε από άλλον εισαγγελέα, να φανεί με κραυγαλέο τρόπο το ανυπόστατο της κατηγορίας και να απαλλαγούμε με βούλευμα.

Ποτέ δεν μάθαμε αν ο πρώτος εισαγγελέας ελέγχθηκε για πρόδηλη ανεπάρκειά του, η οποία, και την δικαιοσύνη απασχόλησε άσκοπα, και την τιμή και υπόληψη κάποιων ανθρώπων έβλαψε.

Το παραπάνω παράδειγμα ανέφερα για να καταδείξω ότι από μόνη της η αλλαγή του καθεστώτος «ευθύνης υπουργών» δεν αρκεί, αν δεν υπάρξει και θεσμική θωράκιση της δικαιοσύνης, ώστε να μην λειτουργεί ανεξέλεγκτη, στα πλαίσια κάποιας ανεξαρτησίας, που είναι μεν επιβεβλημένη, αλλά δεν πρέπει να οδηγεί σε κάποιες περιπτώσεις σε βλάβες των πολιτών, που δεν έχουν άλλο καταφύγιο από την σωστή απονομή της δικαιοσύνης.   

Δεν υπάρχουν σχόλια: