Ρεπορτάζ: Χρήστος Μαζάνης
Κάμερα: Νίκος Χριστοφάκης
Μοντάζ: Αποστόλης Μαρούσης
Έζησαν και οι δύο τους στην κόλαση των Γερμανικών στρατοπέδων συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Συνελήφθησαν στο χωριό Καρούτες στην περιοχή της Φωκίδας και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στην οδό Μέρλιν στο Χαϊδάρι. Εκεί οι Γερμανοί τους ανέκριναν, χρησιμοποιώντας διάφορες μεθόδους, κι αφού δεν συνεργάστηκαν τους έβαλαν σε ένα τρένο για ζώα μαζί με άλλους και τους μετέφεραν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο Στάθης Ασημακόπουλος, 96 ετών σήμερα και ο Λουκάς Κόκκινος, 90 ετών, πέθαιναν αργά και βασανιστικά κάθε ημέρα που περνούσε από τη στιγμή που οι Γερμανοί τους μετέφεραν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ήξεραν πως αργά ή γρήγορα θα έρθει η σειρά τους. Όμως κάτι τους κράτησε ζωντανούς μέχρι να τους απελευθερώσουν οι σύμμαχοι εκείνη την εποχή. Το διάστημα από το χειμώνα του 1944 μέχρι και την άνοιξη του 1945 όπου άρχισε η επιστροφή τους προς την Ελλάδα δεν θα το ξεχάσουν ποτέ. Όπως λένε οι ίδιοι δεν μπορούν και να το ξεχάσουν αλλά θέλουν να γνωρίζει ο κόσμος αυτά τα οποία πέρασαν, για να θυμούνται οι επόμενες γενεές. Και γι' αυτό άλλωστε κατάφεραν να αποτυπώσουν τις αναμνήσεις τους πάνω σε χαρτιά τα οποία αργότερα έγιναν βιβλία που τυπώθηκαν σε αρκετά αντίτυπα.
Όχι εμπορικά βιβλία…αλλά σκόρπιες αναμνήσεις που χρειάζεται γερό στομάχι για να τις διαβάσεις.Στις σελίδες αυτές περιγράφουν τα πάντα μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα. Περιγράφουν το πολυήμερο μαρτυρικό σιδηροδρομικό ταξίδι, τη διαβίωση στον χώρο των στρατοπέδων, τα σχεδόν υπερρεαλιστικά καθημερινά τεκταινόμενα, την εξοντωτική δουλειά, τη διαρκή πείνα, το αφόρητο κρύο, τις περίπλοκες ανθρώπινες σχέσεις, την εξαθλίωση, την αρρώστια, την αδιάκοπη αναμέτρηση με τον θάνατο, τις αδιάκοπες ψυχικές μεταπτώσεις.
Ο Λουκάς Κόκκινος έτρωγε σκουπίδια μαζί με σκυλιά, ενώ αναγκάστηκε να βγάζει τα χρυσά δόντια από νεκρούς και ετοιμοθάνατους κρατούμενους υπό την απειλή του όπλου προκειμένου να επιβιώσει.Ο Στάθης Ασημακόπουλος μεταξύ άλλων έβλεπε καθημερινά στην κρεμάλα να φεύγουν συγκρατούμενοι του, ενώ προσευχόταν να μην κάνει κάποιο λάθος στην εργασία του και τον εκτελέσουν.
Το zougla.gr, τους επισκέφθηκε στα σπίτια τους στην Άμφισσα όπου ζουν από τότε που επέστρεψαν στην Ελλάδα. Κάποιοι δεν επέστρεψαν ποτέ, φίλοι τους και γνωστοί τους. Πέθαναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή τους σκότωσαν οι Γερμανοί. Μπροστά στο φακό της ηλεκτρονικής μας εφημερίδας, με υπομονή, συγκίνηση και προσπάθεια θυμούνται εκ νέου τη φρίκη που έζησαν. Kαι οι δύο έχουν τιμηθεί από την πολιτεία.
Παρακολουθήστε το ρεπορτάζ:
«Μια εποχή στην κόλαση των γερμανικών στρατοπέδων συγκέντρωσης», είναι ο τίτλος του βιβλίου του Λουκά Κόκκινου. Έπειτα από το Χαϊδάρι, μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Νόιενγκάμε. Στη συνέχεια στο στρατόπεδο Φάλκεζεν, έπειτα στο Ζαξενχάουζεν για να καταλήξει πάλι στο Φάλκεζεν μέχρι την απελευθέρωσή του από τους Ρώσους.Τα γερμανικά στρατόπεδα εργασίας και τα στρατόπεδα εξόντωσης (που αποτελούσαν τον τραγικό εβραϊκό προορισμό) είχαν ένα κοινό σημείο: αν και με διαφορετικό τρόπο, οι κρατούμενοι αντιμετωπίζονταν ως αναλώσιμοι.
Μπροστά από το τζάκι του σπιτιού του, περιγράφει την καθημερινή μάχη για επιβίωση που έδινε κάτω από την βαρβαρότητα των Γερμανών επιστατών, τους λεγόμενους Κάπο. Στα στρατόπεδα αυτά, όπως περιγράφει ξεχνούσες το όνομά σου. Από τη στιγμή που έβαζες τα ριγέ ρούχα ήσουν πια ένα νούμερο. Ο κος Κόκκινος ήταν ο κρατούμενος «84523».
Κοιμόντουσαν τρεις μαζί σε ένα κρεβάτι, ενώ το φαγητό τους ήταν ελάχιστο. Το πρωί γερμανικός καφές νεροζούμι, το μεσημέρι λαχανίδα και το βράδυ 50 γραμμάρια ψωμί. Από το Νόιενγκαμε γινόταν η διαλογή των κρατουμένων, ανάλογα με τη σωματική τους διάπλαση. Δηλαδή οι Γερμανοί επέλεγαν σε τι δουλειά (βαριά ή ελαφριά) θα στείλουν τον καθένα.
Κάθε κρατούμενος ζούσε συνεχώς με το αγχώδες ερώτημα για το εάν θα κατορθώσει να αντέξει σωματικά ως το τέλος. «Με τη διατροφή συνεχώς χειροτερεύουσα, με θαλάμους μέσα στους οποίους συνεχώς στοιβάζονταν όλο και περισσότεροι άνθρωποι, με συνεχώς επιδεινούμενες τις συνθήκες υγιεινής και εκτεθειμένος συνεχώς σε κάθε λογής δυσμενείς ατμoσφαιρικές συνθήκες, καθώς ήμουν υποχρεωμένος να δουλεύω στην ύπαιθρο, ως πότε θα αντέχαμε; Αυτό το ερώτημα μας βασάνιζε διότι το χειρότερο ήταν ότι με βροχή δουλεύαμε και κοιμόμαστε βρεγμένοι με τα ρούχα. Είμαστε στοιβαγμένοι σε χώρο 180Χ50, εννέα άτομα σε τριώροφο κρεβάτι. Δεν υπήρχε χώρος να κρεμάσουμε τα ρούχα. Πάντοτε με τα ρούχα κοιμόμαστε και τα τσόκαρα (παπούτσια) τα βάζαμε στο προσκέφαλο για να μην τα μπλέξουμε το πρωί και μαλώνουμε», αναφέρει.
Στο Νόιενγκαμε έμεινε περίπου έναν μήνα και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Φάλκεζεν κοντά στο Βερολίνο. Εκεί οι Γερμανοί τον στέλνουν καθημερινά μαζί με άλλους να δουλεύει σε ένα εργοστάσιο στο οποίο έφτιαχναν εξαρτήματα για τα γερμανικά άρματα μάχης.
«Τα μαλλιά μας τα μετρούσαν με το πασέτο και, όταν ήταν μεγαλύτερα από το κανονικό, μας κούρευαν γιατί τα χρησιμοποιούσαν να φτιάχνουν γάντια, που μόνο ο αντίχειρας ήταν ξεχωριστός, το άλλο ήταν μονοκόμματο. Το χειμώνα που μας πηγαίναν στις σιδηρoτρoχιές και είχανε πάγο, χωρίς αυτά τα γάντια δεν γινότανε δουλειά. Η δουλειά ήταν 12 ώρες, μια εβδομάδα μέρα και μια εβδομάδα νύχτα. Την Κυριακή δεν δουλεύαμε για να γίνει αλλαγή βάρδιας. Κάθε Κυριακή επίσης κάναμε υποχρεωτικά λουτρό, γιατί ήταν αργία και δεν δουλεύαμε. Όταν έβγαινες από την πύλη, έπρεπε να πηγαίνεις βήμα, το χέρι ευθεία και να τραγουδάς γερμανικό τραγούδι. Θυμάμαι μια φορά, χειμώνας με 20 βαθμούς υπό το μηδέν, έχασα το βήμα και μου ρίχνει μια με το βούρδουλα ο γερμανός και με παίρνει στη μύτη, ματώνει, ζαλίζομαι, πάω να πέσω κάτω, αλλά με πιάσανε οι δύο συγκρατούμενοι και σιγά-σιγά έφτασα στο εργοστάσιο. Ευτυχώς, πάγωσε το αίμα και δεν είχα αιμορραγία, έσπασε το διάφραγμα και το πρόβλημα το έχω ακόμα μέχρι σήμερα», σημειώνει ο 90χρονος Λουκάς Κόκκινος.
«Εκεί σε τοποθετούσανε σε ένα μηχάνημα και έπρεπε να μάθεις πώς λειτουργεί. Εάν χάλαγες το σίδερο, θεωρούνταν σαμποτάζ και πήγαινες στην κρεμάλα. Στη βάρδια των 12 ωρών δουλεύαμε σχεδόν 6 ώρες, γιατί τις υπόλοιπες είμαστε στα καταφύγια, επειδή βομβαρδίζανε τα συμμαχικά αεροπλάνα. Δεν ήξερα τι με περιμένει, γιατί μας είχαν τονίσει ότι ζημιά μηχανής ή εξαρτήματος, θεωρείται σαμποτάζ και έχει κρεμάλα. Το βράδυ που επέστρεψα στο εργοστάσιο για εργασία, με φωνάζει ο μηχανολόγος και μου αναφέρει ότι έκανα ζημιά στη μηχανή. Εγώ βέβαια αρνήθηκα και άρχισε να με χτυπάει», προσθέτει.
«Κάθε μέρα όλο και χάναμε βάρος, είχαμε φθάσει τα 50 κιλά και όλο κατεβαίναμε. Το κρύο πολύ και μόνο μια κουβέρτα είχαμε για σκέπασμα. Πισσόχαρτο από επάνω και τσιμεντόλιθα άλειφτα. Με τα ρούχα απαγορεύονταν να κοιμηθείς. Είχαμε μερικές σακούλες από τσιμέντο και τις φτιάχναμε γιλέκο εσωτερικά. Αλλά αυτό απαγορευότανε. Η πείνα ήταν ανυπόφορη. Όσο περνούσε ο χρόνος και στο εργοστάσιο δεν μας φέρνανε σίδερα, υπολειτουργούσε, με αποτέλεσμα να μας πηγαίνουνε σε εξωτερικές δουλειές. Όταν μας πηγαίνανε στον κήπο των Ες-Ες να σκαλίσουμε τα παντζάρια και τις πατάτες, τα μισά τα ξεχώναμε, τα τρώγαμε και φυτεύαμε τα φύλλα. Την άλλη μέρα άλλη αγγαρεία. Το φοβερότερο ήταν ότι ζευόμαστε τη ρεμούλκα και πηγαίναμε για να τρώμε τα σκουπίδια στα Ες-Ες. Μαζεύαμε τα μουχλιασμένα ξεροκόμματα σαν τους σκύλους και τα τρώγαμε. Άμα πέθαινε κανείς, είχανε ένα μικρό φούρνο και τον καίγανε μέσα στο φούρνο (τα λεγόμενα κρεματόρια)», συνεχίζει.
Ο Λουκάς Κόκκινος, κάποια στιγμή αρρώστησε βαριά και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο Ζάξενχάουζεν προκειμένου να υποβληθεί σε συγκεκριμένες εξετάσεις. Αν και ποτέ δεν του είπαν από τι έπασχε, ο ίδιος αναφέρει ότι κόλλησε εχινόκοκκο επειδή προκειμένου να επιβιώσει έτρωγε τα σκουπίδια μαζί με τα σκυλιά.
« Στο Ζάξενχάουζεν έβγαζα τα χρυσά δόντια των νεκρών και ημιθανόντων κρατουμένων»
«Δεν θυμάμαι ποιο μήνα αρρώστησα και με πήγανε στο αναρρωτήριο. Πρέπει να ήταν Σεπτέμβρης ή Οκτώβρης του 1944. Είχανε μια παράγκα και με εξέτασε ο γιατρός. Δεν ξέρω τι μου βρήκε και με μετέφεραν στο κεντρικό στρατόπεδο που υπαγόταν το Ζάξενχάουζεν και με περάσανε από ακτίνες. Μετά από μερικές μέρες μου έπεσε ο πυρετός, αλλά δεν με μετέφεραν πίσω αμέσως. Με βάλανε αγγαρεία να σέρνω ρυμούλκα μαζί με άλλους και μαζεύαμε τα πτώματα από τις παράγκες και τα πηγαίναμε στους φούρνους. Πριν όμως ρίξουμε τα πτώματα στους φούρνους, υπήρχε ένας επιβλέπων αξιωματικός και έδινε διαταγή στον κρατούμενο, στον οποίο είχε δώσει μια τανάλια, να βγάζει τα χρυσά δόντια από τους νεκρούς. Είχα όμως μια περιπέτεια, που παραλίγο να μου στοιχίσει τη ζωή μου. Όταν ήταν να βγάλουμε τα χρυσά δόντια από τους νεκρούς, οι παλαιότεροι μου λένε: “Πρόσεχε, ό,τι κάνουμε εμείς θα κάνεις κι εσύ γρήγορα. Διότι αυτός ο αξιωματικός ο Γερμανός που μαζεύει τα δόντια, είχε σκοτώσει πολλούς που δειλιάζουν να κάνουν αυτή τη δουλειά. Είναι πολύ μοβόρος”. Εκτός από το ταναλάκι, μου δώσανε και μια λάμα για ν’ ανοίγω τις σιαγόνες και ένα μαχαίρι για να σχίζω το μάγουλο, μήπως στο βάθος υπάρχει χρυσό δόντι, καθ' ότι αίμα δεν είχαν καθόλου», συνεχίζει ο κος Κόκκινος.
«Τον πρώτο πεθαμένο που ανέλαβα, προτού του ανοίξω το στόμα, κάνω το σταυρό μου και σκέφτηκα: “Θεέ μου, τι είναι αυτό που με βάλανε να κάνω;” Από πάνω μου ήταν ο αξιωματικός Γερμανός, γιατί δεν ενήργησα γρήγορα. Μου φωνάζει να κάνω γρήγορα και, όπως ήμουνα γονατισμένος, μου δίνει μια κλοτσιά από πίσω και τον βλέπω να πάει το χέρι του στο πιστόλι. Εγώ αμέσως του βγάζω ένα χρυσό δόντι, ευτυχώς που είχε μπροστά και του το έδωσα. Μου λέει γκούτ (καλό). Λαχτάρισα. Παραλίγο θα με σκότωνε. Ο αξιωματικός έφευγε με το που τελείωνε η αφαίρεση δοντιών», διηγείται.
O κος Κόκκινος θυμάται πως πολλές φορές οι κρατούμενοι ήταν ημιθανείς. Όταν λοιπόν τους έβγαζε τα χρυσά δόντια εκείνοι τινάζονταν διότι ένοιωθαν πόνο. Έπρεπε όμως να το κάνει γρήγορα, διαφορετικά ήξερε πως ο ίδιος θα καταλήξει με μια σφαίρα στο κεφάλι.
«Μάζευα και έκαιγα τα πτώματα σε φούρνους»
«Όταν τελείωνε η συλλογή πτωμάτων, μας πηγαίνανε σε άλλες αγγαρείες. Έπρεπε να κλείσουμε το 12ωρο εργασίας. Στον καθαρισμό χώρων (ακόμα και της στάχτης πέριξ των κρεματορίων), στα εργοστάσια που βρίσκονταν περιμετρικά του στρατοπέδου Ζαξενχάουζεν, σε αγροτικές εργασίες μέσα και έξω από το στρατόπεδο. Η διαδικασία της συλλογής πτωμάτων είχε ως εξής. Το πρωί μετά το προσκλητήριο παίρναμε τη ρεμούλκα έξι άτομα, γύρω από τη ρεμoύλκα, οι δύo μπροστά στο τρίγωνο (τιμόνι). Υπήρχαν συρματόσχοινα που περνάγαμε εις την πλάτη, καθώς και οι δύο μπροστά τραβούσαν και αυτοί. Ο θαλαμοφύλακας είχε παραδώσει τον αριθμό αποθανόντων. Πρώτα τους κατεβάζαμε από τα διώροφα ή τριώροφα κρεβάτια.Τους μαζεύαμε σε ανοιχτό χώρο για την αφαίρεση δοντιών, για να μπορεί ο αξιωματικός να ελέγχει την κατάσταση. Μετά άρχιζε το γδύσιμο. Ταξινομούσαμε στις σακούλες κάθε είδος ρούχου και έγραφε ο ΚAΠO. Επίσης ξηλώναμε με προσοχή τα νούμερα. Διπλαρώναμε με τη ρεμούλκα, ανοίγαμε το παραπέτι και αρχίζαμε να φορτώνουμε και οι τέσσερις της αγγαρείας, δύο από τα χέρια και δύο από τα πόδια και με φόρα τους πετάγαμε επάνω. Όταν όμως κλείναμε το παραπέτι, αφού γέμιζε ως εκεί με πτώματα, χρειαζότανε περισσότερη δύναμη για να πετάξoυμε και άλλους πάνω».
Ο 90χρονος Λουκάς Κόκκινος θυμάται πως αρκετές φορές στους καταβεβλημένους κρατούμενους οι οποίοι δεν μπορούσαν να δουλέψουν, τους έκαναν ενέσεις το βράδυ έτσι ώστε το πρωί να είναι νεκροί.
Ο δρόμος για την ελευθερία
«Όταν επέστρεψα στο στρατόπεδο Φάλκεζεν, έπειτα από αυτή την κατάσταση που αντιμετώπισα στο στρατόπεδο Ζαξενχάουζεν, ψυχολογικά δεν πήγαινα καλά», συνεχίζει ο κος Κόκκινος. Διάνυσα τον χειμώνα του 1944 (Νοέμβρης 1944 – Μάρτης 1945) στο στρατόπεδο Φάλκεζεν. Αρχές Απριλίου 1945 το μέτωπο άρχισε να καταρρέει. Η πείνα όλο και δυνάμωνε, μερικές φορές δεν είχαν ούτε ψωμί να μας δώσουν. Ευτυχώς που είχαμε κρατουμένους Βέλγους, Ολλανδούς και Νορβηγούς και λαβαίνανε αυτοί δέματα από τον Ερυθρό Σταυρό και μας δίνανε το φαγητό τους, δηλαδή αυτή τη νερόσουπα, όχι βέβαια πάντοτε.Όταν έφτασαν τα ρωσικά στρατεύματα στα 50 χλμ, έριξαν προκηρύξεις τα αεροπλάνα για να μην μας μετακινήσουν. Χάναμε συνεχώς βάρος γιατί δεν είχαν να μας δώσουν τίποτα. Μας έκοψαν και το ψωμί. Είχαμε φτάσει 30-35 κιλά, σχεδόν σκελετωμένοι. Όταν φτάσανε στα 30χλμ. οι Ρώσοι, κλείνει το εργοστάσιο. Περίπου 15 Απριλίου του 1945 μας μαζεύουν στην πλατεία και μας λένε ότι η φρουρά θα φύγει, όποιος θέλει να πάει μαζί τους είναι δεκτός. Εμείς έπρεπε να κάτσουμε εκεί μέσα, να μην βγούμε έξω και θα έλθουν να μας πάρουν, έτσι μας είπε. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη, ποτέ δεν φανταζόμαστε ότι θα βγαίναμε ζωντανοί από αυτή την περιπέτεια, απ' αυτή την κόλαση. Ξημερώνοντας δεν υπήρχε γερμανός να μας φυλάει», καταλήγει.
Ο κρατούμενος με το νούμερο «33017»
Ο 96χρονος Στάθης Ασημακόπουλος όπως μας ανέφερε, δεν θέλει να θυμάται τις ημέρες που ήταν κρατούμενος σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κάθε φορά που μιλάει για την περιπέτειά του, συγκινείται και θυμώνει. Μαζί με τον Λουκά Κόκκινο συνελήφθη στις Καρούτες Φωκίδας και μεταφέρθηκαν αρχικά στο Νόιενγκάμε. Εκεί πήραν τον αριθμό τους, πέρασαν τον πρώτο μήνα ενώ στη συνέχεια οι δρόμοι τους χώρισαν αφού μεταφέρθηκε στο Μπρονβαϊκ.
Ο Στάθης Ασημακόπουλος ήταν ο κρατούμενος «33017».Στο συγκεκριμένο στρατόπεδο ήταν συγκεντρωμένα περίπου 4.000 – 5.000 άτομα. Εκεί, οι Γερμανοί τον έβαλαν να δουλεύει καθημερινά σε ένα εργοστάσιο το οποίο απείχε μισή ώρα με τα πόδια από το στρατόπεδο. Στο εργοστάσιο αυτό έφτιαχναν οβίδες και βόμβες. Στον Στάθη Ασημακόπουλο του ανατέθηκε να βγάζει από το χυτήριο τους πυρακτωμένους κορμούς των οβίδων και των βομβών. Στη συνέχεια του ανέθεσαν δουλειά σε κάτι τροχούς. Όπως περιγράφει, το λάθος πάνω στην εργασία σήμαινε κρεμάλα.
«Εάν έσπαγες κάτι σε κρεμούσαν», αναφέρει. Όπως θυμάται, γλύτωσε την τελευταία στιγμή τον θάνατο λόγω ενός Γάλλου κρατούμενου. Ήταν άπειρος και έκανε το λάθος να σπάσει έναν τροχό. «Ευτυχώς ένας Γάλλος πήγε σε μια αποθήκη και έφερε έναν καινούργιο, χωρίς να το καταλάβουν οι Γερμανοί, διαφορετικά ήμουν νεκρός», λέει.
«Πολλές φορές κρεμούσαν μεγαλύτερους σε ηλικία κρατούμενους προς παραδειγματισμό. Μας έβαζαν και κάναμε πολλούς γύρους περιμετρικά της κρεμάλας. Μας περνούσαν το μήνυμα του τι μας περιμένει», προσθέτει.
Από τις άθλιες συνθήκες κράτησης, το ελάχιστο φαγητό και την βρώμα, πέθαινε πολύς κόσμος. Ο Στάθης Ασημακόπουλος είχε φτάσει 42 κιλά μέχρι την ημέρα της απελευθέρωσης, στις 30 Απριλίου του 1945. Η περιπέτειά του έγινε βιβλίο από τον ταγματάρχη ε.α. Γιώργο Κουτσοκλένη σε 1.500 αντίτυπα. Τίτλος του βιβλίου, «Το χρονικό μιας ομηρίας».
Ο κος Κόκκινος πριν αποχωρήσουμε από το σπίτι του μας είπε κάτι για να το θυμόμαστε: «Όλοι αυτοί που επέζησαν του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έχουν πολλά να θυμούνται: τη διεξαγωγή του πολέμου, τους άδικους θανάτους, τις μεταλλαγμένες συνειδήσεις, τις προσπάθειες επιβίωσης, την ψυχολογική φθορά. Είναι ανάγκη σήμερα να γνωρίζουν όλοι τι μπορεί να συμβεί σε μια περίοδο πολέμου, για να είναι ικανοί να διαφυλάσσουν την ειρήνη. Θεώρησα χρέος μου να καταγράψω τις αναμνήσεις από τις περιπέτειές μου κατά τη διάρκεια ένας κατοχής, γιατί πιστεύω ότι αποτελούν παρακαταθήκη για το μέλλον».
1 σχόλιο:
Ήρωες
Δημοσίευση σχολίου