Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

"Ματαρόα". Το πλοίο της μεγάλης φυγής

""
Της Ολγας Σελλα

Νέλλη Ανδρικοπούλου
Το ταξίδι του Ματαρόα - 1945, Στον καθρέφτη της μνήμης
Επίμετρο: Γιώργος Καλπαδάκης
εκδ. Εστία
Μιμίκα Κρανάκη
«Ματαρόα» σε δύο φωνές - Σελίδες ξενητιάς
εκδ. Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη


Τα Χριστούγεννα του 1945 περίπου 200 Ελληνες, νέοι επιστήμονες και καλλιτέχνες, αυτοί που λίγα χρόνια αργότερα θα συμμετείχαν στο διεθνές στερέωμα των επιφανών της τέχνης, της επιστήμης και των γραμμάτων, έπειτα από πολλές περιπέτειες, διπλωματικές ισορροπίες και πολιτικές συμμαχίες, άφηναν πίσω τους την Ελλάδα -που σιγά σιγά έμπαινε στην περιπέτεια του Εμφυλίου- κι έφευγαν για το Παρίσι, υπότροφοι του Γαλλικού Ινστιτούτου. Ηταν όλοι επιβάτες ενός πλοίου που έγινε θρύλος. Το νεοζηλανδέζικο «Ματαρόα» (που σημαίνει «η γυναίκα με τα μεγάλα μάτια» στα πολυνησιακά) είχε ήδη μεταφέρει χιλιάδες Αμερικανούς πεζοναύτες στη Βόρειο Ιρλανδία ετοιμάζοντας την απόβαση στη Νορμανδία, αλλά και εκατοντάδες επιζήσαντες Εβραίους προς την Παλαιστίνη. Αυτή τη φορά το ταξίδι ήταν από τον Πειραιά προς τον Τάραντα της Ιταλίας και από 'κει με τρένο, μέσω Ελβετίας, προς το Παρίσι. Ηταν ένα ταξίδι που έγινε θρύλος, μια «ονειρική έξοδος» που συνδέθηκε με την πιο δύσκολη περίοδο της νεότερης ελληνικής ιστορίας, «ένα ιστορικό γεγονός στην πορεία της νεότερης Ελλάδας που κάποτε θα πρέπει να γραφτεί», όπως είχε πει πολλά χρόνια αργότερα ένας από τους επιβάτες του «Ματαρόα», ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης.


Δύο από τους επιβάτες του «Ματαρόα», δύο μέλη της «Υποτροφιάδας», η εικαστικός Νέλλη Ανδρικοπούλου και η φιλόσοφος-συγγραφέας Μιμίκα Κρανάκη, φωτίζουν με δύο βιβλία-μαρτυρίες το ταξίδι, τα πρόσωπα, την εποχή, μεταφέροντας μνήμες και συναισθήματα, αποτιμήσεις και κρίσεις για το ταξίδι του 1945. Η πρώτη, η Νέλλη Ανδρικοπούλου, στο βιβλίο της «Το ταξίδι του Ματαρόα - 1945, Στον καθρέφτη της μνήμης» επιχειρεί, επιστρατεύοντας τις μαρτυρίες όσων ακόμα ζουν από εκείνο τον διάπλου, να ξαναθυμηθεί τη διαδρομή, τους πρωταγωνιστές, τις πρώτες εικόνες του νέου κόσμου. Η δεύτερη, η Μιμίκα Κρανάκη, είχε μοιραστεί ήδη από το 1950, το δύσκολο μεταίχμιο ενός νέου ανθρώπου, που βρίσκεται ολομόναχος σε μια ξένη χώρα. Το κείμενο ««Ματαρόα» σε δύο φωνές - Σελίδες ξενητιάς» είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Les Temps Modernes του Ζαν Πωλ Σαρτρ και αποτυπώνει, με τη φόρτιση του τότε, τις πρώτες μέρες της ζωής στο Παρίσι, «τις μέρες της σιωπής, της μοναξιάς, της αναζήτησης».


Παράτολμη πρωτοβουλία
Ψυχή και κινητήριος μοχλός αυτής της παράτολμης πρωτοβουλίας ήταν ο διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου στην Αθήνα και ένθερμος φιλέλληνας, Οκτάβ Μερλιέ. Ηταν ο άνθρωπος που «το επινόησε και το διεκπεραίωσε με σθένος και ευρηματικότητα τη σκοτεινή εκείνη εποχή» έχοντας στο πλευρό του τον γενικό γραμματέα του Ινστιτούτου, Ροζέ Μιλλιέξ. Ηταν παντρεμένοι και οι δύο με Ελληνίδες (τη Μέλπω Λογοθέτη-Μερλιέ και την Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ αντίστοιχα), αντιστασιακοί, προοδευτικών και φιλοαριστερών πεποιθήσεων. Ο Μερλιέ, διαβλέποντας τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα (είχαν ήδη μεσολαβήσει τα Δεκεμβριανά), αποφάσισε να δώσει την ευκαιρία σε αριστερούς, αντιστασιακούς και προοδευτικούς Ελληνες να σπουδάσουν στο εξωτερικό και να σωθούν. Ο ίδιος στη μόνη μεγάλη συνέντευξη που έδωσε πολλά χρόνια μετά για το «Ματαρόα» έλεγε ότι βασικό κριτήριο επιλογής ήταν η οικονομική κατάσταση των υποψηφίων. «Είταν φτωχά παιδιά... Δεν θα τους ξεχάσω ποτέ. Οτιδήποτε κι αν επιτύχει κανείς για τέτοιους ανθρώπους θα είναι λίγο».
Στο «Ματαρόα», όμως, δεν ανέβηκαν μόνο αριστεροί αλλά και γόνοι αστικών οικογενειών. «Κυρίως ήθελα νέους επιστήμονες που θα πήγαιναν στο Παρίσι, τη Λυών, το Μονπελιέ, το Νανσύ, το Στρασβούργο, θα παρακολουθούσαν τη γιγαντιαία δουλειά της ανοικοδόμησης και γυρνώντας κατόπιν στην Ελλάδα θα προσφέρανε τη δημιουργική τους εμπειρία», συμπλήρωνε ο Μερλιέ. «Κατάφεραν να βγάλουν τους υπότροφους από μια εξαιρετικά δεινή θέση. Βλέποντας τον κίνδυνο που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι μιας ολόκληρης γενιάς επιστημόνων και καλλιτεχνών, έσπευσαν να φυγαδεύσουν όσους μπόρεσαν στο εξωτερικό για σπουδές», λέει χρόνια αργότερα ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος.


Στη διαλυμένη Ευρώπη
«Οι πιο πολλοί ταξιδεύουν με σακίδια, καλάθια, μπόγους, ό,τι μπόρεσε να σοφιστεί η φτώχεια και η αγάπη κείνων που μείναν στην αποβάθρα του Πειραιά κουνώντας τα μαντήλια τους», λέει η Μιμίκα Κρανάκη. Ο βομβαρδισμένος σταθμός του τρένου στον Τάραντα, τα διαλυμένα τρένα που τους διατέθηκαν, οι πέντε ώρες πολυτέλειας στην Ελβετία και η άφιξη στο Παρίσι ζωντανεύει στα δύο βιβλία όχι μόνο από τις συγγραφείς αλλά και από αναμνήσεις άλλων υποτρόφων του 1945, δίνοντας ανάγλυφα την εικόνα της Ευρώπης που μόλις έχει βγει από έναν ολέθριο πόλεμο και προσπαθεί να στηθεί ξανά στα πόδια της. «Σε πολλούς από μας υπήρχε διπλή απογοήτευση, ως προς την αστική τους καταγωγή, απόρριψη της αστικής τάξης, και απογοήτευση από το κομμουνιστικό κίνημα. Αφήναμε πίσω μας την αστική και την εθνική και την κομμουνισταρέικη Ελλάδα και φεύγαμε προς τα έξω, σε χώρους που έδιναν ευκαιρίες, δυνατότητες που έγιναν συχνά και πραγματικότητες», λέει ο φιλόσοφος Κώστας Αξελός. «Ηταν ο πόλεμος, η Κατοχή, γλυτώσαμε, επιζήσαμε και βρεθήκαμε ελεύθεροι στην Ευρώπη. Αυτό ήταν», λέει ο σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας, που ήταν στην 30μελή ομάδα των ΕΑΜιτών του «Ματαρόα».


Η αίσθηση του μέτοικου
«Το Παρίσι μας φάνηκε ζοφερό, κακοφωτισμένο, όλες οι προσόψεις του ήταν σκοτεινές...», γράφει ο ζωγράφος Ντίκος Βυζάντιος. Και η Μιμίκα Κρανάκη, μόλις πέντε χρόνια μετά το ταξίδι του «Ματαρόα», περιγράφει την πραγματικότητα αυτού του νέου κόσμου: «Ως τότε, όμως, κοιτάζω να επιβιώσω όπως όπως, έμαθα να κάνω κάτι αυτόματες κινήσεις, μηχανικές, ό,τι χρειάζεται για την καθημερινή ζωή, μα τούτο δε σημαίνει αναγκαία ότι ζω. Πώς μπορεί να υπάρξει φιλία σε μια τόσο τεράστια πολιτεία;» Και συνεχίζει με το σαράκι της νοσταλγίας: «Μου 'ρχονται στο νου όσα άφησα μισοτελειωμένα 'κει κάτω, τα νησιά που δεν είδα, οι άνθρωποι που δεν γνώρισα. Αλλά κι αυτά που ήξερα τ' αγαπούσα τόσο άσκημα και τόσο λίγο. Με πνίγει το πρόχειρο, το ημιτελές, τ' ανεπανόρθωτο».



Η αίσθηση του ξένου, του μέτοικου, του ανθρώπου που δεν ξέρει πού να βαδίσει και με ποιους να μιλήσει και ζει «στην κόψη του σπασμένου γυαλιού», περιγράφεται συγκλονιστικά στο κείμενο της Μιμίκας Κρανάκη. Γιατί πίσω από τις πολιτικές ισορροπίες και τις διπλωματικές προσπάθειες, οι διακόσιοι νέοι άνθρωποι που έφτασαν μια νύχτα του Δεκεμβρίου του 1945 στο Παρίσι ήταν ξένοι στη μέση της Ευρώπης. Κι έπρεπε να επιβιώσουν. Η απέλαση ήταν πάντα μπροστά τους. Το ΚΚΕ προς το τέλος του Εμφυλίου ζητούσε από τα μέλη του να επιστρέψουν και να ενισχύσουν τις γραμμές του. Ελάχιστοι το αποφάσισαν. Οι περισσότεροι είχαν πάρει ήδη το δρόμο τους και τις αποφάσεις τους: «Δεν είχα πλέον καμιά διάθεση να πάω ούτε στο βουνό ούτε στις πολιτικές οργανώσεις, γιατί ήμουν βέβαιος ότι δεν θα πρόσφερα τίποτα το ουσιαστικό. Εκανα ένα είδος επιλογής. Ημουν σίγουρος ότι η επιστημονική δουλειά που θα έκανα στη Γαλλία θα ωφελούσε το όλο κίνημα περισσότερο από την παρουσία μου στην Ελλάδα», εκμυστηρεύεται πολλά χρονιά μετά ο Νίκος Σβορώνος στον Τάσο Γουδέλη.
Οι επιβάτες του «Ματαρόα» ξεκίνησαν ένα δύσκολο ταξίδι και οι περισσότεροι το ολοκλήρωσαν με τον πιο δημιουργικό τρόπο.

Το πολύτιμο «φορτίο»
Αρχηγός της ομάδας ήταν ο αρχιτέκτονας Πάνος Τζελέπης και ανάμεσα στα μέλη της «Υποτροφιάδας» ήταν: οι φιλόσοφοι Κορνήλιος Καστοριάδης, Κώστας Παπαϊωάννου, Μιμίκα Κρανάκη, Κώστας Αξελός, ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος, οι φοιτητές αρχιτεκτονικής Εμμανουήλ Κινδύνης, Αριστομένης Προβελέγγιος, Αθανάσιος Γάττος, Κωνσταντίνος Μανουηλίδης, Νικόλας Χατζημιχάλης, Γιώργος Κανδύλης, Πάνος Τσολάκης, Τάκης Ζενέτος, ο κινηματογραφιστής Μάνος Ζαχαρίας, ο γλύπτης Μέμος Μακρής, ο ζωγράφος Ντίκος Βυζάντιος, ο μουσικός Δημήτρης Χωραφάς, ο τεχνοκριτικός Αγγελος Προκοπίου, οι γιατροί Ανδρέας Γληνός και Ευάγγελος Μπρίκας, η συγγραφέας Ελλη Αλεξίου, η ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου, ο ποιητής Ανδρέας Καμπάς, οι φιλόλογοι Εμμανουήλ Κριαράς και Σταμάτιος Καρατζάς, και πολλοί άλλοι. Ο συνθέτης Ιάνης Ξενάκης, ο οποίος είχε τραυματιστεί στο μάτι στα Δεκεμβριανά, έφτασε αργότερα μόνος του στο Παρίσι.


 Συλλεκτικα

Δεν υπάρχουν σχόλια: