Δευτέρα 5 Ιουνίου 2023

Μελανές «σελίδες» της Ιστορίας του Αγώνα για την Εθνική Ανεξαρτησία : Η δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου , 5/6/1825

Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να έρθει στο «φως» η συγκλονιστική μαρτυρία του φύλακα Κωνσταντίνου Καλαντζή, για τις άθλιες συνθήκες κράτησης και το φρικτό τέλος του γενναίου οπλαρχηγού.
Εργο του Διονύσιου Τσώκου, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Ε.Ι.Μ


Μελανές «σελίδες» της Ιστορίας του Αγώνα για την Εθνική Ανεξαρτησία συνθέτουν οι συνθήκες του θανάτου ενός από τους ξακουστούς αγωνιστές της Επανάστασης του 1821, που πέθανε όχι από βόλι Τούρκου αλλά από χέρια ελληνικά!

Ξημέρωνε η Παρασκευή 5 Ιουνίου 1825, μετά από μια βροχερή νύχτα, όταν οι Αθηναίοι μάθαιναν πως σε ένα λιθόστρωτο πλάτωμα μπροστά στον ναό της Απτέρου Νίκης, στην Ακρόπολη, βρέθηκε νεκρός ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο ήρωας της μάχης στο Χάνι της Γραβιάς.

Αμέσως συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος. Από τους πρώτους είχε φτάσει ο αντιφρούραρχος Ιωάννης Μαμούρης, που επιδείκνυε στους συγκεντρωμένους δύο κομμένες τριχιές (σ.σ. πλεγμένο τρίχινο σχοινί, σχετικά χονδρό) και το πτώμα του λαοπρόβλητου αγωνιστή, τονίζοντας, εμφατικά, πως δεν είχε σημάδι από φονικό όπλο. (1)

Η επίσημη εκδοχή ήταν ότι ο Οδυσσέας έπεσε, από μεγάλο ύψος, και σκοτώθηκε όταν κόπηκαν οι δύο τριχιές, με τις οποίες είχε δεθεί, προσπαθώντας να δραπετεύσει από τον ενετικό πύργο-φυλακή του Γουλέ (Κούλια), που βρισκόταν στ’ αριστερά της σημερινής εισόδου της Ακρόπολης (σ.σ. κατεδαφίστηκε μεταγενέστερα ως ενετικό κτίσμα), όπου κρατείτο φυλακισμένος για περίπου έναν μήνα.

Ωστόσο, αυτή η εκδοχή δεν έγινε ποτέ πιστευτή. Ο Μ. Οικονόμου την χαρακτηρίζει «γελοίαν και παρ’ ουδενός πιστευθείσα»(2), ενώ απορρίπτεται ακόμα και από τον, έντονα επικριτικό για τον Οδυσσέα, Διον. Σουρμελή.(3)

Πολύ γρήγορα θα γίνει γνωστή η αλήθεια: ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ή Ανδρίτζου, όπως υπέγραφε ο ίδιος, είχε δολοφονηθεί. Ομως, θα χρειαστεί να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να έρθει στο «φως» η συγκλονιστική μαρτυρία του φύλακα Κωνσταντίνου Καλαντζή, για τις άθλιες συνθήκες κράτησης και το φρικτό τέλος του γενναίου οπλαρχηγού.

Ο Καλαντζής είχε εκμυστηρευτεί τα βιώματά του στον δικηγόρο από τη Λιβαδειά Σπύρο Φόρτη, ο οποίος τις δημοσίευσε, στις 25 Δεκεμβρίου 1898, στην εφημερίδα «Καιροί», με το ψευδώνυμο «Λέβαδος»

«[…] του είχαν βάλει εις τα χέρια και τα πόδια σίδερα με μπάλαις βαρειαίς, τροφήν δεν του έδιναν τακτικά, ούτε καλήν, ούτε στρώμα» διηγείτο ο Καλαντζής. Και συνέχιζε:

«Οταν εγώ τον είδα εις την φυλακήν ήτο ανάλλαγος, λερωμένος, κουρελιασμένος με ένα κοντοκάππι και με τον ιστορικόν καλογηρόσκουφον λυγδωμένο από την λέρα»!

Ποιοι τον δολοφόνησαν; Υπήρχαν ηθικοί αυτουργοί;

Γιατί τον δολοφόνησαν; Κρίσιμα ερωτήματα. Ομως, πριν απαντηθούν πρέπει να «φωτιστούν» ορισμένες άλλες ενδιαφέρουσες πτυχές των τελευταίων χρόνων της ζωής του Οδυσσέα, για τον οποίο η εφημερίδα «Εθνοφύλαξ» έγραφε, στις 22 Φεβρουαρίου 1865, ότι «ο αμέτρητος ηρωισμός [του] και η στρατηγηματικότης είχον τρομάξει τους Τούρκους».

Εκτός από τη γενναιότητα και την εξυπνάδα, ο ψηλός, σωματώδης, αγωνιστής είχε και ορισμένα άλλα χαρακτηριστικά:

Ευρισκόμενος από 15 χρόνων στη «διεστραμμένη αυλή», όπως την έλεγε ο ίδιος, του Αλή πασά των Ιωαννίνων «έμαθεν να μισήση την τυραννίαν, να αγαπήση την ελευθερίαν», όπως έγραφε ο Λευκαδίτης ποιητής και μέλος της Φιλικής Εταιρείας, Ιωάννης Ζαμπέλιος(4).

Παράλληλα, βλέποντας τις ίντριγκες και τις δολοπλοκίες, που εξυφαίνοντο, είχε γίνει πολύ καχύποπτος προς όλους, ιδιαίτερα τους «καλαμαράδες», όπως έλεγε τους πολιτικούς. Αυτή η καχυποψία σε συνδυασμό με τον παρορμητισμό του συνιστούσαν και την «αχίλλειο πτέρνα» του.

Βρισκόταν κοντά στον λαό και στους στρατιώτες του

Οπως γράφει ο Ζαμπέλιος, ο Αλή πασάς τον είχε διορίσει φύλακα των δρόμων όλης της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας μέχρι την Εύβοια. Ο Ανδρούτσος «διήγε μετά δικαιοσύνης και φιλανθρωπίας» και αγαπήθηκε απ’ όλους. Γι’ αυτό, ακόμα και όταν οι εχθροί του τον κατηγορούσαν ως προδότη, οι κάτοικοι της Λιβαδειάς με επιστολές τους προς την κυβέρνηση ζητούσαν να παραμείνει αρχηγός της επαρχίας τους.(5)

Ομως, αυτή η αγάπη του λαού ήταν που φόβιζε και έστρεφε εναντίον του πολλούς προύχοντες. Ο Ζαμπέλιος αναφέρει ως εχθρό του Οδυσσέα τον προύχοντα της Λιβαδειάς Λάμπρο Νάκο, ενώ άλλες πηγές αναφέρονται στη ρήξη του με τον Φαναριώτη Θ. Νέγρη, τους προύχοντες της Αθήνας αλλά κυρίως με τον δαιμόνιο Ι. Κωλέττη.

Η μεγάλη αγάπη του λαού και η θερμή στήριξη από άλλους καπεταναίους, όπως ο Νικηταράς, ο Πανουργιάς, ο Δυοβουνιώτης κ.ά. ανάγκασε, το 1822, την κυβέρνηση να ανακαλέσει τη δίωξη, που είχε εξαπολύσει εναντίον του η διοικούσα επιτροπή της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, ο λεγόμενος Αρειος Πάγος, με υποκίνηση του Κωλέττη.

Το Βουλευτικό, σε ένα ιδιαίτερα επικριτικό έγγραφό του, καλούσε τη Διοίκηση (την κυβέρνηση) «να κάμη την ανάγκη φιλοτιμία να διορθώση το πράμα» με τρόπο ώστε «ο χαρακτήρ της Διοικήσεως να μην εξευτελισθή».(6)

Ηταν αυταρχικός αλλά είχε δημοκρατικές, φιλελεύθερες αντιλήψεις. Ο Αγγλος φιλέλληνας, συνταγματάρχης Στάνχοπ (Leicester Stanhope), έγραφε, μεταξύ άλλων, στον λόρδο Βύρωνα, για τον Οδυσσέα ότι «[…] έχει στο λαό απόλυτη εμπιστοσύνη. Θέλει κυβέρνηση δυνατή, συνταγματικά δικαιώματα κι’ ορμητικές προσπάθειες εναντίον του εχθρού».(7)

Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την απελευθέρωση της Αθήνας (1η Σεπτεμβρίου 1822), όπως γράφει ο Σουρμελής, «διέταξε να κατασταθή Δημογεροντία με ελευθέραν εκλογήν των Πολιτών». (8) Τότε οι Αθηναίοι είχαν ζητήσει ν’ αναλάβει τη θέση του φρούραρχου. Ομως, εκείνος θέλοντας να συνεχίσει τον Αγώνα και ν’ απελευθερώσει την Εύβοια αρνήθηκε και όρισε φρούραρχο το πρωτοπαλίκαρό του Γιάννη Γκούρα, του οποίου είχε σώσει τη ζωή.

Η κυβέρνηση Κουντουριώτη, Μαυροκορδάτος και Γκούρας

Ο Γκούρας, πολύ γρήγορα, αυτονομήθηκε και, με την υποδαύλιση των προεστών της Αθήνας, δεν άργησε να έρθει σε ρήξη με τον Οδυσσέα. Βρισκόμαστε, ήδη, στο 1824, όταν έχουν φτάσει τα χρήματα του πρώτου δανείου στην κυβέρνηση, που τα «αξιοποιεί» για να χρηματοδοτήσει εκστρατεία Ρουμελιωτών στρατηγών εναντίον των «ανταρτών» της Πελοποννήσου. Είναι ο δεύτερος, αιματηρός και καταστροφικός εμφύλιος πόλεμος, που ξεσπάει στη διάρκεια του Αγώνα.

Σε αυτή την εκστρατεία δεν καλείται από την κυβέρνηση ο Ανδρούτσος, διότι έχει ταχθεί στο πλευρό του Κολοκοτρώνη και των άλλων «ανταρτών». Οπως προκύπτει από κυβερνητικό έγγραφο που διαβάστηκε, στις 10 Νοεμβρίου 1824, στο Βουλευτικό (Βουλή), είχε πέσει στα χέρια των υπουργών γράμμα του Οδυσσέα προς τους «αντάρτες», στο οποίο ανέφερε ότι «είναι σύμφωνος με τα φρονήματα και τα κινήματά των».(9)

Ο Γάλλος Πουκεβίλ τον χαρακτηρίζει, δε, ως «ισχυρότατο του Κολοκοτρώνη σύμμαχο». (10) Αυτή η στάση του έδωσε την αφορμή για την έναρξη της απηνούς δίωξής του από την κυβέρνηση Κουντουριώτη, που ουσιαστικά ήταν υποκινούμενος από τον Μαυροκορδάτο.

Στα αιτήματά του για χορήγηση χρηματοδότησης για να πολεμήσει τους Τούρκους η κυβέρνηση κωφεύει. Αισθάνεται απομονωμένος και ταπεινωμένος και όταν μαθαίνει τον Φεβρουάριο του 1825 ότι έχει φυλακιστεί ο Κολοκοτρώνης στην Υδρα, απελπίζεται.

Κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες να συγκροτήσει στρατό και μηχανεύεται διάφορα κόλπα για να ξεγελάσει τους Τούρκους και να «πατήσει» το φρούριο του Καραμπαμπά στην Εύβοια, προκειμένου να το προσφέρει στην κυβέρνηση και ν’ αποκατασταθούν οι σχέσεις τους.

Αυτές οι επαφές του με τους Τούρκους εμφανίζονται από τους εχθρούς του ως προδοσία. Ο αγωνιστής Νίκος Κασομούλης αποδίδει τις συζητήσεις του Οδυσσέα με τον πασά της Εύβοιας σε μια προσπάθεια να φοβίσει την κυβέρνηση (11), ενώ την κατηγορία περί προδοσίας αμφισβητεί και ο Καραϊσκάκης, που θέλησε να κινηθεί για την απελευθέρωση του Ανδρούτσου.

Ωστόσο, οι Τούρκοι αντιλαμβάνονται τα σχέδια του Οδυσσέα και του απαγορεύουν να πλησιάσει στο φρούριο. Ομως, του διαθέτουν 400 ιππείς, τους οποίους θα εγκαταλείψει για να παραδοθεί στις 7 Απριλίου στον Γκούρα, που διατάχθηκε από την κυβέρνηση να τον συλλάβει παίρνοντας μια πολύ καλή αμοιβή.

«Ακούγοντας ότι έρχεται αναντίον του ο δικός του ο Γκούρας, το παιδί του, όπου αυτός τον δόξασε, μπιστεύτηκε και βγήκε και παραδόθη εις το παιδί του», γράφει ο στρατηγός Μακρυγιάννης ενώ από άλλες πηγές προκύπτει ότι ο Γκούρας ορκίστηκε πως δεν θα πειράξει τον Οδυσσέα.

Λίγο αργότερα, το «παιδί» του θα διατάξει τη μεταφορά του Οδυσσέα στην Αθήνα, αλυσοδεμένου, εξευτελίζοντας τον γενναίο στρατηγό.

Ο Οδυσσέας ζητούσε να δικαστεί, αλλά «οι οπλαρχηγοί της Χέρσου Ελλάδος δεν θέλουν παραδώσει εις τους νόμους τον Οδυσσέαν Ανδρούτζον», σύμφωνα με ένα κυβερνητικό έγγραφο που είχε διαβαστεί, στις 8 Μαΐου 1825, στο Βουλευτικό.

Στην πραγματικότητα κανένας δεν ήθελε να γίνει δίκη, διότι θα αποκαλυπτόταν η αθωότητα του Ανδρούτσου και θα κατέρρεαν οι σε βάρος του σκευωρίες. Ο Γ. Βλαχογιάννης θεωρεί ότι «η διοίκησις είχε αποφασίσει τον θάνατο του Ανδρούτσου».

Ετσι, παρέμεινε, για περίπου ένα μήνα, υπό άθλιες συνθήκες κράτησης στον ενετικό πύργο της Ακρόπολης, όπου βασανίστηκε, άγρια, όπως γράφουν πολλές πηγές, για να μαρτυρήσει πού είχε τον θησαυρό, τον οποίο ο Γκούρας θεωρούσε ότι έκρυβε ο Οδυσσέας.

Η δολοφονία

Οπως περιέγραψε ο εκ των φυλάκων Κ. Καλαντζής, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ξημερώνοντας η 5η Ιουνίου, έφτασαν στον πύργο-φυλακή τέσσερα άτομα. Ο σκοπός τούς αναγνώρισε. Ηταν ο αντιφρούραρχος Γιάννης Μαμούρης, ξάδελφος του Γκούρα, ο Μ. Τριανταφυλλίνας, που είχε παλαιά έχθρα με τον Οδυσσέα διότι αυτός τον είχε χαστουκίσει, ο παπάς Κώστας Τσαμάρας και ένας στρατιώτης ονόματι Θεοχάρης από το Σούλι ή κατ’ άλλες πηγές από το Λιδωρίκι.

Εδιωξαν τον Καλαντζή, αλλά εκείνος κρύφτηκε σε μια γωνία και παραφύλαγε: «[…] εισήλθον εις τον Πύργον οι τρεις, ο δε σκοπός έστεκεν εις την μισοανοιχτήν πόρταν της φυλακής. Αμα εισήλθον αυτοί μέσα, ηκούσθη ο κρότος των αλυσίδων των δεσμών του στρατηγού, όστις βεβαίως με την απροσδόκητον ταύτην επίσκεψιν θα εσηκώθη. Τον ήκουσα να λέγει προς αυτούς: “Ωρέ ξέρω καλά ποιος σας έστειλε σας εδώ και γιατί ήρθατε τέτοια ώρα εδώ μέσα. Δε μ’ λύνετε τόνα χέρι να σας δείξω ποιος είμαι και πώς με λένε; Αυταίς εδώ τις σαπιοκοιλιαίς δεν τις συνερίζομαι, μα συ μωρέ Γιάννη (Μαμούρης), γιατί;” Εις ταύτα αμέσως, ως ενόησα εκ της ταραχής η οποία ηκολούθησεν, επετέθησαν κατά του δέσμιου. Ηκουσα το βόγγημα, τους αναστεναγμούς και μούγκρισμα του λεονταριού εκείνου και η καρδία μου εραγίζετο. Και μετά ταύτα σιωπή τελεία…».

Την άλλη μέρα παρουσιαζόταν ότι ο Οδυσσέας σκοτώθηκε κατά την προσπάθειά του να δραπετεύσει. Αυτό δημοσιεύτηκε, στις 9 Ιουνίου 1825, στην «Εφημερίδα των Αθηνών» και «ενισχύθηκε» από τις εκθέσεις του αστυνόμου Αθηνών Π. Μοναστηριώτη και του γενικού γραμματέα του Επαρχείου Δημ. Βύα.

Η αλήθεια δεν άργησε να φανεί

Ομως, ο γιατρός που κλήθηκε για να συντάξει ιατροδικαστική έκθεση διαπίστωσε ότι ο θάνατος του Οδυσσέα ήταν βίαιος. Η έκθεση αυτή σκίστηκε και κλήθηκε από τον Μαμούρη άλλος γιατρός, ο Ιταλός «φιλέλληνας» Κ. Βιτάλης, που συνέταξε την… κατάλληλη έκθεση, εμφανίζοντας ότι ο θάνατος προήλθε από την πτώση.(12)

Ο Σουρμελής παραδέχεται ότι αυτό ήταν μια «σκηνοθεσία», γράφοντας ότι ο θάνατος «επλάσθη άλλως πως διά τας τότε περιστάσεις». Και αποκαλύπτει με ειλικρίνεια:

«Διά διαταγής της Διοικήσεως εκδομένης κατ’ αίτησιν του Γκούρα θανατώνεται, αποπνιγείς κατά μέσην νύκτα, και από του πύργου καταρρίπτεται κατά γης. Ο εκτελεστής του θανάτου ήτον ιερεύς στρατιωτικός [ενν. τον παπά Κώστα Τσαμάρα]».

Ο στρατηγός Μακρυγιάννης, στα απομνημονεύματά του, γράφει: «[…] τον πήγε [εν.. ο Γκούρας] εις την Αθήνα και τον σκότωσε. Τελείωσε πλέον ο κύριος Κωλέττης κι’ από τον τρίτον αντίζηλόν του. Δυσσέα Αντρίτζο, Αλέξη Νούτζο, Χρήστο Παλάσκα και τους τρεις τους σκότωσε».

Ο Σπ. Τρικούπης αναφέρει πως «[…] ο Γκούρας είχε διατάξει να τον πνίξωσι και να τον κατακρημνίσωσιν […] και η Κυβέρνησις του Κουντουριώτου έκλεισε τους οφθαλμούς».(13)

Αρκετά χρόνια αργότερα, με αφορμή το μνημόσυνο του Οδυσσέα και την ταφή των οστών του στο Α΄ Νεκροταφείο, η εφημερίδα «Ελπίς» (φ. 23.2.1865) έγραφε ότι «ο φρουραρχών εν τη Ακροπόλει στρατηγός Γκούρας, κατά διαταγήν του Κωλέττου, τον εφόνευσε κρημνίσας αυτόν υπό του παραθύρου του πύργου».

Κατά την εφημερίδα, «ο Κωλέττης ηθέλησε ν’ άρη εκ του μέσου οπλαρχηγόν μεγίστην εξασκούντα επί των Ρουμελιωτών επιρροήν, ήν ήθελε να έχη προνόμιον ο ίδιος».

«Αναμφισβητήτως ο Οδυσσεύς ήτο ο άνθρωπος, όστις ηδύνατο να συγκεντρώση εις χείρας του την Εξουσίαν, διότι οι στρατιωτικοί πάντες τω παρεχώρουν τα πρωτεία, και να την μεταχειρισθή προς όφελος της πατρίδος ως την μετεχειρίσθη κατόπιν ο Καραϊσκάκης· ο βίαιος αυτού θάνατος απήλλαξε τον Κωλέττην ισχυρού κατά της φιλοδοξίας του προσκόμματος, εστέρησεν όμως και την πατρίδα ανδρός εμπειροπόλεμου, ανδρείου, και οξυδερκούς».

Εκείνη την ημέρα η αποκομιδή των οστών και το μνημόσυνο του Οδυσσέα έγινε με μεγάλη λαμπρότητα, παρουσία ζώντων αγωνιστών της Επανάστασης και με τη συμμετοχή πλήθους κόσμου. Ηταν η ώρα της επίσημης δικαίωσης για τον αδικοχαμένο στρατηγό Οδυσσέα Ανδρούτσο….

Πηγές
(1) Τ. Σταματόπουλος, «Ο εσωτερικός αγώνας», τ. Β΄, εκδόσεις Κάλβος (1979), σελ. 228.
(2) Μ. Οικονόμου «Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας», Αθήνα 1873, σελ. 581.
(3) Δ. Σουρμελής, «Ιστορία των Αθηνών», Αθήνα 1853, σελ. 118-119.
(4) Ι. Ζαμπέλιος, «Τραγωδίαι», τόμος Β’, Ζάκυνθος 1860, σελ. 319.
(5) Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ. 7ος, σελ. 101, Βιβλιοθήκη της Βουλής.
(6) Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ. 1ος, σελ. 126, ό.π.
(7) Τ. Λάππας, «Αντρούτσος και Στάνχοπ», περιοδικό «Νέα Εστία», τ. 552.
(8) Δ. Σουρμελής, ό.π., σελ. 52-53.
(9) Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ. 7ος, σελ. 41- 42, ό.π
(10) Πουκεβίλ, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Β΄, Παρίσι 1826, σελ. 1014.
(11) Νικ. Κασομούλης, «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως», τ. 2ος, εισαγωγή και σημειώσεις Γ. Βλαχογιάννη, Αθήνα 1941, σελ. 16.
(12) Οι τρεις εκθέσεις δημοσιεύονται στο βιβλίο του Τ. Σταματόπουλου, ό.π., σελ. 228- 231.
(13) Σπ. Τρικούπη, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Β΄, Αθήνα 1888, σελ. 1015.


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ο μεγαλύτερος εχθρός σ’ εμάς τους Έλληνες είναι ο ίδιος ο εαυτός μας, όπως διδάσκει η ιστορία μας