Του Γρηγόρη Ρουμπάνη
Κάθε φορά που κατεβαίνουν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, δεν είναι για καλό. Με εξαίρεση την περίπτωση του συντηρητικού πλην αποτελεσματικού, νικηφόρου και συμπαθούς Όθωνα Ρεχάγκελ, δεν έχουμε να μετράμε καμιά άλλη ευτυχισμένη στιγμή.
Δεν αναμένουμε ούτε τώρα με την επίσκεψη του Όλαφ Σολτς, ο οποίος πασχίζει να ανακτήσει έναν ηγετικό ρόλο της πατρίδας του στην Ευρώπη γενικώς και στο ΝΑΤΟ ειδικώς. Τι θέλει ο καγκελάριος; Όχι μόνο το τερπνόν μετά του ωφελίμου που συμπυκνώνεται στο:
- Να πουλήσει σύγχρονα και πανάκριβα άρματα μάχης Marder στην Ελλάδα, ώστε να ενισχύσει την πολεμική βιομηχανία του και ν’ αυξήσει την επιρροή του στη χώρα μας αλλά δεν είναι έτοιμα και θα έρθουν «εν καιρώ».
- Να σπρώξει άμεσα όμως προς την Ουκρανία τα παλαιότερα σοβιετικής κατασκευής ΒΜΡ-1 άρματα, τα οποία είχε προμηθευτεί η Ελλάδα επίσης από τη Γερμανία, αυτά ως πλεονασματικά πλέον μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την ενοποίηση των δυο Γερμανιών.
Αλλά και το σκοτεινόν που μεταφράζεται στο:
- Να προσφέρει εκδούλευση στην Τουρκία, ότι συμβάλει στην αποστρατικοποίηση των ελληνικών νησιών, καθώς τα περισσότερα από τα άρματα αυτά βρίσκονται εκεί που φωνάζει ο Ερντογάν πως ενοχλείται.
- Να ενισχύσει την παρουσία του στην περιοχή ως επιτηρητής μιας συνύπαρξης δυο παραδοσιακών αντιπάλων προσβλέποντας σε ακόμη μεγαλύτερη επιρροή και περισσότερα οφέλη για το μεγαλείο της Γερμανίας.
Στο κενό χρονικό διάστημα από την απόσυρση των παλαιών αρμάτων μέχρι την παραλαβή των νεότερων μπορούν να συμβούν πολλά.
Δεν αποτελεί μυστικό η προσδοκία της Γερμανίας να διαδραματίσει ρόλο επόπτη στην περιοχή. Μόλις προ ημερών και ενόψει της δικής της επίσκεψης σε Αθήνα και Άγκυρα (η οποία αναβλήθηκε λόγω προσβολής της από τον κορονοϊό) η Αναλένα Μπέρμποκ επισήμανε ότι πρέπον είναι «να λύνουμε τα προβλήματα με συζητήσεις, όχι με ένταση» προτρέποντας δημοσίως τις δυο χώρες να τα βρουν μεταξύ τους. Το πλαίσιο συμφερόντων της χώρας της επίσης το περιέγραψε με σαφήνεια η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών: η Ελλάδα αποτελεί έναν από τους «στενότερους συνεργάτες» της στην Ευρώπη, ωστόσο η Τουρκία είναι ένας «απαραίτητος εταίρος» συνδεδεμένος τόσο που «μια γερμανική και μια τουρκική καρδιά χτυπούν σε εκατομμύρια ανθρώπους στη Γερμανία». Ωστόσο στο πολιτικό πρόβλημα για τη χώρα της στο οποίο αναφέρθηκε με πολιτική κομψότητα και δεν είναι άλλο από την παρουσία περίπου 4 εκατομμυρίων Τούρκων που εργάζονται εκεί, εκ των οποίων τα 2 εκατομμύρια είναι πολιτογραφημένοι Γερμανοί και φυσικά ψηφίζουν στις εκλογές για την ανάδειξη της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας της, δεν μπορεί να είναι και της Ελλάδας. Ούτε τα τεράστια βιομηχανικά συμφέροντα της Γερμανίας που είναι επενδυμένα στην Τουρκία.
Το πρόβλημα αφορά εξ ολοκλήρου τη γερμανική οικονομία και κοινωνία, οπότε τον «καρδιολόγο» της η φράου Αναλένα ας τον αναζητήσει σε υπουργεία της κυβέρνησής της και όχι στο ελληνικό ΥΠΕΞ.
Εξ ολοκλήρου ωστόσο αφορά την Ελλάδα η ενθάρρυνση της Άγκυρας από τέτοιου είδους προτροπές, τις οποίες ο Νίκος Δένδιας άκουσε και κατά την πρόσφατη συνάντησή του με τον Άντονι Μπλίνκεν στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η τουρκική πολιτική ηγεσία κάνει τη θυμωμένη μετά την επίσκεψη του πρωθυπουργού και του υπουργού Εξωτερικών στις ΗΠΑ. Η προετοιμασία του εδάφους για μια θερμή συμπλοκή με τη χώρα μας και με πρόφαση το θέμα της αποστρατικοποίησης των νησιών του Αιγαίου και της κυριαρχίας επ’ αυτών δεν προϊδεάζει για μια ειρηνική διευθέτηση μιας… παρεξήγησης. Το μπλέξιμο που θα προκύψει στην περίπτωση που δεχτεί η Ελλάδα συνομιλίες υπό τη γερμανική ή αμερικανική ομπρέλα (ή και των δυο) θα είναι μεγάλο, όπως έχει διδάξει η περίπτωση των Ιμίων το 1996 και το υπό την αμερικανική εποπτεία πόνημα με τον τίτλο «Ανακοινωθέν της Μαδρίτης» ένα χρόνο αργότερα, το οποίο με διπλωματική μέριμνα των επόμενων κυβερνήσεων (και αποδοχή του συνόλου της Βουλής) κατέστη νεκρό χαρτί.
Εξάλλου τα περί παραβίασης διεθνών συνθηκών για τα νησιά δεν έχουν απολύτως καμία βάση. «Η Τουρκία δεν έχει κανένα δικαίωμα να επικαλείται τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947», έλεγε μόλις πρόσφατα σε δημοσιογραφική παρέα ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, διότι όπως κάθε συνθήκη «δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών». Δεν αφορά τρίτους και σε κάθε περίπτωση τα συμβαλλόμενα μέρη δεν εκχώρησαν κανένα δικαίωμα σε τρίτο κράτος. Υπενθύμιζε επίσης ότι η αποστρατικοποίηση των Δωδεκανήσων τότε αποφασίστηκε ύστερα από πρόταση της τότε Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να μην χρησιμοποιηθούν ως βάσεις του δυτικού μπλοκ εναντίον της. Το δικαίωμα στην άμυνα όμως ενώπιον επικείμενης απειλής ή απειλή χρήσης βίας «θεμελιώνεται στις διατάξεις του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ». Η τουρκική κατοχή στην Κύπρο, το casus belli στο Αιγαίο, η ωμή παραβίαση του Δικαίου της Θάλασσας ή το νομικώς ανυπόστατο «τουρκολυβικό μνημόνιο» είναι αυτά που συνιστούν επικείμενη απειλή. Επίσης «ουδένα ζήτημα αναθεώρησης, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, της Συνθήκης της Λοζάνης του 1923 υφίσταται, συνακόλουθα δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο».
Επί ποίου ζητήματος μπορεί να γίνει προσφυγή και πού; Από την ελληνική πλευρά έχει ξεκαθαριστεί ότι ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου της Χάγης δεν μπορεί να προσφύγει η Άγκυρα. Όπως έχει επισημάνει ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου (και υφυπουργός Παιδείας) Άγγελος Συρίγος, πέραν της σταθερής θέσης ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει μόνο μια διαφορά, την υιοθέτηση της υφαλοκρηπίδας υπάρχει κάτι ακόμη. Από το 2015 με τη δήλωση του Ευάγγελου Βενιζέλου, ως υπουργού τότε Εξωτερικών, ενώπιον του ΟΗΕ, διευκρινίζεται ακόμη αναλυτικότερα, ότι η χώρα μας εξαιρεί από τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ, όπως έχει δικαίωμα:
- Διαφορές σχετικές με στρατιωτικές δραστηριότητες και μέτρα που λαμβάνονται από τη χώρα μας για την προστασία της κυριαρχίας και της εδαφικής της ακεραιότητας, για σκοπούς εθνικής άμυνας, καθώς και για την προάσπιση της εθνικής της ασφάλειας
- Διαφορές σχετικές με τα σύνορα της Ελλάδος ή με ζητήματα εδαφικής κυριαρχίας, συμπεριλαμβανομένων των διαφορών για το εύρος και τα όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης και του εθνικού εναέριου χώρου.
Επειδή, κατ’ επέκταση, κανένα δίκαιο δεν έχει να προβάλει η Τουρκία ενώπιον διεθνών οργανισμών-και το γνωρίζει-αυτό που επιδιώκει είναι η δημιουργία τετελεσμένων είτε μέσω των πρωτοφανών εσχάτως απειλών της ή και μιας θερμής εμπλοκής που θα οδηγήσουν σε απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις για αναθεώρηση των υφιστάμενων συνθηκών υπό την επίβλεψη «ανώτερης δύναμης». Μ’ αυτή την πονηριά προσβλέπουν στην παράκαμψη του υφισταμένου νομικού πλαισίου και τη δημιουργία ενός… δικού τους Διεθνούς Δικαίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου