Ο Σπύρος Κιοσσές είναι αναπληρωτής καθηγητής Θεωρίας της λογοτεχνίας και Δημιουργικής γραφής στο Τμήμα Γλωσσικών και Διαπολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Είναι συγγραφέας πέντε βιβλίων, ενώ επιστημονικά, κριτικά και λογοτεχνικά κείμενά του έχουν φιλοξενηθεί στον περιοδικό και ημερήσιο Τύπο. Η συλλογή διηγημάτων με τίτλο Τσιγάρο βαρ;, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, ήταν η αφορμή για τη συνέντευξη που ακολουθεί.
Πώς προέκυψε η συγγραφή του βιβλίου Τσιγάρο βαρ; και πώς επιλέξατε τις μικρές αυτές ιστορίες για τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων σας;
Η δεύτερη εκδοτικά απόπειρά μου στην πεζογραφία (γιατί προηγήθηκε και μία ποιητική συλλογή) είναι η συλλογή διηγημάτων Τσιγάρο βαρ;, δύο χρόνια μετά τα Πρωτοβρόχια. Τα Πρωτοβρόχια ήταν μια σύνθεση που αποτελούνταν από μικρές ιστορίες – στιγμιότυπα της ζωής ενός βασικού ήρωα. Επομένως, ήταν κατά κάποιο τρόπο ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Αντίθετα, το Τσιγάρο βαρ; αποτελείται από μικροδιηγήματα ανεξάρτητα ως έναν βαθμό μεταξύ τους. Εννοώ ότι δεν αφηγούνται «μία ιστορία», όπως τα Πρωτοβρόχια, αλλά το νέο μου βιβλίο απαρτίζεται από τις ιστορίες πολλών ανθρώπων. Ανθρώπων της διπλανής πόρτας, όπως λέμε, που όμως είναι κοντά, πολύ κοντά μας, περισσότερο από ό,τι νομίζουμε μερικές φορές. Αρκετές από τις ιστορίες αυτές είχαν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά, ή ιστοτόπους, τις οποίες δούλεψα ξανά. Θεώρησα ότι είχε αξία να συγκεντρωθούν σε μια έκδοση, καθώς έχουν θεμελιώδεις ομοιότητες μεταξύ τους: πρόκειται για ιστορίες μικρές σε έκταση, «μικρών» ανθρώπων, αλλά απολύτως σημαντικών, κατά την άποψή μου. Ελπίζω και κατά την άποψη των αναγνωστών.
Πρόκειται για τη συνέχεια των ιστοριών που συνδέονται με τις προσωπικές σας μνήμες που διαβάσαμε στα Πρωτοβρόχια;
Πράγματι, η προσωπική μνήμη διαδραματίζει σημαντικό ρόλο τόσο στα Πρωτοβρόχια όσο και στο Τσιγάρο βαρ;, όπως, βεβαίως, εμπλουτίζεται από τη φαντασία και το αισθητικό αποτέλεσμα που επιθυμούσα να επιτύχω με τη γραφή των ιστοριών. Δεν είναι συνέχεια με την αυστηρή σημασία του όρου. Συνεχίζουν, όμως, να με απασχολούν τα ίδια λίγο-πολύ ζητήματα: πώς το «μικρό», το φαινομενικά ασήμαντο καθίσταται εν τέλει κομβικό για τις ζωές των ανθρώπων.
Ως αναπληρωτής καθηγητής Θεωρίας της λογοτεχνίας, πώς κρίνετε την πρόσφατη βιβλιοπαραγωγή στη χώρα μας;
Δεν είμαι κριτικός της λογοτεχνίας, ωστόσο θεωρώ ότι στη χώρα μας παράγεται σημαντικό λογοτεχνικό έργο, τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία. Φοβάμαι, όμως, ότι μέρος του δεν εκτιμάται αναγνωστικά και δεν βρίσκει τη θέση που του αξίζει, μέσα στην πληθώρα της βιβλιοπαραγωγής και λόγω ποικίλων άλλων ανασταλτικών παραγόντων που σχετίζονται με τους εκδοτικούς μηχανισμούς, τη διαφήμιση και την πολιτική του βιβλίου στη χώρα μας (ή τις ποικίλες ελλείψεις τους).
Πρόκειται για ιστορίες μικρές σε έκταση, «μικρών» ανθρώπων, αλλά απολύτως σημαντικών, κατά την άποψή μου.
Και ποια είναι η αίσθησή σας από τη διάδραση με τους φοιτητές σας για την ορθή χρήση της γλώσσας και την αγάπη για τα λογοτεχνικά βιβλία;
Η μηχανιστική διδασκαλία της γλώσσας, το εξετασιοκεντρικό εκπαιδευτικό σύστημα, η αποστήθιση και πολλοί άλλοι παράγοντες επενεργούν αρνητικά στο γλωσσικό αίσθημα των μαθητών και μετέπειτα φοιτητών. Η ορθή χρήση της γλώσσας, που λαμβάνει υπόψη το κειμενικό είδος, την επικοινωνιακή περίσταση, την αποτελεσματικότητα του λόγου κ.λπ. είναι ζητούμενα ακόμη και για φοιτητές φιλολογικών ή παιδαγωγικών τμημάτων. Παρόμοια είναι η κατάσταση και στο πεδίο της λογοτεχνίας και της αγάπης, όπως αναφέρετε, για τα λογοτεχνικά βιβλία. Οι μαθητές δεν μαθαίνουν να αναζητούν στα λογοτεχνικά βιβλία ανθρώπινους τύπους, καταστάσεις, αξίες, στάσεις ζωής, κοσμοθεωρίες κ.λπ.· δεν ασκούνται στην καλλιέργεια της ενσυναίσθησης· συχνά δεν αναπτύσσουν μια προσωπική άποψη, καλή ή κακή, για το έργο και την ιδεολογία του· δεν αφήνονται, εν γένει, στη μαγεία του μυθοπλαστικού κόσμου, στη γοητεία του λόγου της λογοτεχνίας ή στην κριτική στάση προς αυτά· αντίθετα, μαθαίνουν να αποστηθίζουν ερμηνείες και να εντοπίζουν «κειμενικούς δείκτες». Το τι ακριβώς «δείχνουν» παραμένει ασαφές ζητούμενο…
Τι σημαίνει για εσάς το να γράφετε;
Η γραφή, όπως και η ανάγνωση, είναι μέρος της ζωής, της καθημερινότητάς μου. Γράφω για να δημιουργήσω νέους κόσμους, αλλά και για να κατανοήσω τον δικό μου. Γράφω ως ατομική ανάγκη, απολύτως προσωπική, αλλά και ως επιθυμία επικοινωνίας με τους άλλους. Γράφω –και διαβάζω– για να (ανα)γνωρίσω, τελικά, τον εαυτό και τον Άλλο.
Τι σας έλκει στη μικρή συγγραφική φόρμα;
Με έλκει η συμπύκνωση του λόγου που απαιτεί η μικρή φόρμα. Ο περιορισμός, αλλά και η εξαιρετική δυνατότητα να πεις πολλά μέσα από λίγα. Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν, έλεγαν. Αυτή η ιδιότυπη «φιλοσοφία», η ποιητική της σύντομης έκτασης είναι για μένα ιδιαίτερα ελκυστική και προκλητική.
Έχετε τον χρόνο να διαβάσετε βιβλία άλλων; Έχετε να μας προτείνετε κάποιον τίτλο που σας εντυπωσίασε;
Είναι σημαντικό να βρίσκεις χρόνο να διαβάζεις βιβλία άλλων. Δεν γίνεται αλλιώς. Αν και θα αδικήσω πολλούς και πολλές, έχω διαβάσει τελευταία εξαιρετικά βιβλία Ελλήνων συγγραφέων, όπως ο Ακρίβος, ο Χατζημωυσιάδης, ο Χριστόπουλος, η Νικολαΐδου, ο Μπαρμπάτσης, ο Δομηνίκ, ο Κάσσης, ο Μακρόπουλος.
Ασχολείστε με τη συγγραφή κάποιου νέου βιβλίου;
Έχω κάτι στα σκαριά, ναι. Ωστόσο, αν και πότε θα ολοκληρωθεί και θα… πλεύσει, είναι ακόμη νωρίς να το γνωρίζω.
Τσιγάρο βαρ;
Σπύρος Κιοσσές
Μεταίχμιο
σ. 160
ISBN: 978-618-03-3941-3
Τιμή: 12,20€
*Η Χαριτίνη Μαλισσόβα είναι εκπαιδευτικός και αρθρογράφος λογοτεχνίας στην εφημερίδα Θεσσαλία. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου