Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

«Το ιδεολόγημα της “Μεγάλης Ελλάδας” και η τραγωδία της Κύπρου»

Το ιδεολόγημα της "Μεγάλης Ελλάδας" και η τραγωδία της Κύπρου, Γιώργος Μαργαρίτης


Στις 31 Ιανουαρίου 1971 ο Γρίβας έφθασε στην Κύπρο με στόχο την δημιουργία μιας μαχητικής οργάνωσης που θα επέβαλε στην κυβέρνηση Μακαρίου την ένωση του νησιού με την Ελλάδα, την ανατροπή δηλαδή των διεθνών συμφωνιών που δημιούργησαν την Κυπριακή Δημοκρατία.

Ούτε και ο ίδιος, ίσως, να μην είχε συνείδηση ότι οι κινήσεις του καθόριζαν το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Για ευνόητους λόγους το δικτατορικό καθεστώς, που για επτά χρόνια κυβέρνησε την Ελλάδα, χαρακτηρίζεται σαν “ατυχής”, “ανάρμοστη” παρένθεση, που ανέκοψε την “ενάρετη” δημοκρατική εξέλιξη της χώρας. Αποφεύγεται δηλαδή η συσχέτιση της δικτατορίας με το προηγούμενο κοινοβουλευτικό καθεστώς παρά το γεγονός ότι το τελευταίο είχε μόλις 18 χρόνια ζωής μετά την γενεσιουργό πράξη που το δημιούργησε: τον Εμφύλιο Πόλεμο.

Στο προηγούμενο κοινοβουλευτικό καθεστώς οι απαγορεύσεις και περιορισμοί των πολιτικών ελευθεριών ίσχυαν κανονικά σ’ αυτή την περίοδο “εξομάλυνσης”. Η Χούντα δεν χρειάστηκε να δημιουργήσει νέο νομοθετικό πλαίσιο καταστολής. Είχε κληρονομήσει από την “ομαλή” περίοδο όλο το εμφυλιοπολεμικό αντίστοιχο. Τα δικαστήρια της Χούντας μπορούσαν να συλλαμβάνουν και να εκτοπίζουν με βάση τις πρόνοιες του Γ’ Ψηφίσματος (1946) και τα στρατοδικεία να καταδικάζουν με βάση τον νόμο 509 (1947) ή τον 375 (1936). Δεν χρειάστηκε να χαράξει νέα οικονομική και κοινωνική πολιτική: Η κοινωνική ανισότητα και τα αναπτυξιακά αδιέξοδα θα αντιμετωπίζονταν αφενός με μαζικές εξαγωγές ανθρώπων (μετανάστευση), αφετέρου με γενναιόδωρες “παραχωρήσεις” σε όποιους “επενδυτές”.

Η δικτατορία ήταν δηλαδή μέρος ενός πολιτικού σκηνικού “έκτακτης ανάγκης”, βγαλμένου από τις πλέον σκοτεινές ημέρες του Εμφυλίου Πολέμου. Ετούτο το σκηνικό βρισκόταν από καιρό σε κρίση, καθώς οι ανάγκες των νέων καιρών, έτσι όπως τις γεννούσαν οι οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις, έρχονταν σε σύγκρουση με το δυσλειτουργικό και άκαμπτο πολιτικό σύστημα της χώρας: στο σύστημα αυτό περίσσευαν οι “εγγυητές” του “εθνικού προσανατολισμού” της χώρας – Ανάκτορα, Στρατός, συντηρητικό και ελεγχόμενο κοινοβουλευτικό σύστημα, όλα αυτά κάτω από την επίβλεψη της Αμερικανικής Πρεσβείας.

Απουσίαζαν, όμως, οι χώροι που θα μπορούσαν να χαράξουν πολιτικές αντίστοιχες με τον “εξευρωπαϊσμό”, έτσι όπως τον εννοούσαν τα τότε δεδομένα του Ψυχρού Πολέμου. Την επαύριο της αποαποικιοποίησης ο Ελεύθερος Κόσμος όφειλε να δείχνει “ελεύθερος” απέναντι στον “κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό”, ανεξάρτητα από το όποιο νόημα της ελευθερίας.

Σύστημα “έκτακτης ανάγκης”

Το σύστημα “έκτακτης ανάγκης” είχε βαθιά ριζώσει στον κρατικό μηχανισμό και στα συστήματα που εκπορεύονταν από αυτόν ενώ, μέσα από τις “πελατειακές” πολιτικές προσεταιρισμού, είχε ρίζες στο κοινωνικό σώμα. Όταν βρισκόταν μπροστά σε αλλαγές ή προσαρμογές αντιδρούσε. Η 21η Απριλίου ήταν το πλέον σημαντικό βήμα στις αντιδράσεις του. Ο Στρατός πρόβαλε ως ο πλέον αξιόπιστος “εγγυητής”, παραμερίζοντας τους πολιτικούς και στη συνέχεια τα Ανάκτορα.

Η μεγάλη αδυναμία του συστήματος βρισκόταν στον ιδεολογικό χώρο. Σε αυτόν τον τομέα το ρολόϊ της ιστορίας είχε σταματήσει ένα τέταρτο του αιώνα νωρίτερα, στην περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου. Το αφήγημα μέσα από το οποίο νομιμοποιήθηκε η εξουσία των νικητών του εμφυλίου ήταν αδύναμο. Έπασχε απελπιστικά σε σχέση με το αφήγημα των ηττημένων, ήταν καταθλιπτική η σύγκριση.

Στον πυρήνα του αφηγήματος βρισκόταν το Έθνος, ο εθνικισμός. Πλην, όμως, το στρατόπεδο των νικητών του εμφυλίου οικοδομήθηκε πάνω στη μίξη του κατοχικού ναζιστικού κράτους της Ελληνικής Πολιτείας και μιας “εξόριστης κυβέρνησης”, άβουλο όργανο στις διαθέσεις της Βρετανίας. Κανείς από τους δύο χώρους δεν είχε διακριθεί στην προάσπιση της πατρίδας. Αντίθετα η πλευρά των ηττημένων είχε να επιδείξει την Εθνική Αντίσταση, την εντυπωσιακή ικανότητα να συνθέτει εθνικό στρατό, κράτος και πατρίδα βασισμένη στις δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας, την προοπτική οραμάτων για μια ελεύθερη, δημοκρατική, κοινωνικά δίκαιη, παραγωγική, πατρίδα.

Απέναντι σε αυτήν την δυσμενή κληρονομιά, το κεντρικό σύνθημα του εθνικιστικού στρατοπέδου, αποτελούσε έναν εξορκισμό του παρελθόντος. Στις πατριωτικές περγαμηνές της Αριστεράς η απάντηση ήταν η “Μεγάλη Ελλάδα”. Η επαναφορά δηλαδή σαν ένα είδος φαντάσματος της Μεγάλης Ιδέας, ως πιστοποίησης της “εθνικής” υπόστασης των νικητών. Φυσικά, στα 1944-45 όταν διαμορφώθηκε ετούτο το σύνθημα, και κυρίως στα χρόνια του Εμφυλίου και μετέπειτα το σύνθημα αυτό δεν είχε αντικείμενο. Ξεκίνησε από τα μεγάλα (Κένυα, Λιβύη, Βόρειο Ήπειρο και νότια Βουλγαρία) για να προσγειωθεί γρήγορα στα ταπεινά: κάποιες μικροδιευθετήσεις των συνόρων και στα Δωδεκάνησα που έτσι κι αλλιώς είχαν επιδικαστεί στην μεταπολεμική Ελλάδα. Η Κύπρος, ως βρετανική, δεν βρισκόταν στο κεντρικό κάδρο.

Κύπρος και “Μεγάλη Ελλάδα”

Καθώς μεγάλωνε η χρονική απόσταση από τον Εμφύλιο και το μετεμφυλιακό καθεστώς “Έκτακτης Ανάγκης” παρέμενε στην θέση του, η ανάγκη ανανέωσης του κεντρικού νομιμοποιητικού του συνθήματος προέκυπτε επιτακτικά. Στη δεκαετία του 1950 και κυρίως του 1960 που η Μεσόγειος από βρετανική γινόταν αμερικανική, η Κύπρος μπορούσε πλέον να ενταχθεί ως ύστερο επιχείρημα της “Μεγάλης Ελλάδας”. Με το Κυπριακό ζήτημα ανοικτό το σύνθημα του ελληνικού μετεμφυλιακού εθνικισμού απέκτησε μια δεύτερη νεότητα: η παρουσία του Γεωργίου Γρίβα πιστοποιούσε εξάλλου ότι ετούτο το εθνικό ζήτημα δεν θα αφηνόταν για κανένα λόγο στα χέρια της Αριστεράς.

Το μετεμφυλιακό σύστημα βρέθηκε σε πολύπλευρη κρίση και αμφισβήτηση στην δεκαετία 1960-70. Κοινωνικές και δημοκρατικές διεκδικήσεις υπόσκαψαν το κύρος του ενώ οι διαμάχες στην κορυφή, απότοκος συγκρούσεων μεταξύ οικονομικών συμφερόντων, βάθυναν την κρίση του. Η επαναφορά στις ρίζες του συστήματος, η ανανέωση της υπόσχεσης για “Μεγάλη Ελλάδα” ήταν σχεδόν επιβεβλημένη. Η ανεξαρτησία του νησιού, στα 1960, δεν εξυπηρετούσε τις πιεστικές ανάγκες στην Αθήνα.

Ως εκ τούτου, έπρεπε να πολεμηθεί σε τρόπο ώστε η “Μεγάλη Ελλάδα” να επανεύρει τη χαμένη λειτουργικότητά της στην υπηρεσία του συστήματος. Η “Ένωση” έγινε σύνθημα του 1964 και του 1967. Στο μεταξύ, στη γειτονιά της Κύπρου ξεσπούσαν νέοι ανταγωνισμοί και νέοι πόλεμοι – με κορύφωση του 1967 και το 1973. Αυτό σήμαινε ότι οι προσπάθειες του μετεμφυλιακού καθεστώτος να επανεύρει την πρώτη του δυναμική, προσέκρουαν πλέον σε συμφέροντα ισχυρότερα των όποιων επιθυμιών της Αθήνας.

Η χούντα του Ιωαννίδη

Η απονομιμοποίηση της Δικτατορίας το Νοέμβριο του 1973 έφερε στο προσκήνιο τους πλέον σκληρούς θιασώτες του ελληνικού εθνικισμού και, με αυτούς έδωσε νέο περιεχόμενο στο σύνθημα “Μεγάλη Ελλάδα”. Επρόκειτο για μια απέλπιδα προσπάθεια διατήρησης ενός καθεστώτος –και της συνυφασμένης με αυτό ιδεολογίας του– που από καιρό δεν ανταποκρινόταν ούτε στις κοινωνικές, ούτε στις οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα, ούτε στα γεωπολιτικά δεδομένα έξω από αυτή. Η Χούντα του Ιωαννίδη, τελευταίο δείγμα του θνήσκοντος μετεμφυλιακού καθεστώτος, είχε στην ουσία, αντίπαλό της τον ιστορικό χρόνο. Η σωτηρία της, όπως και η μακροημέρευση του συστήματος, εξαρτιόταν πλέον από την νεκρανάσταση της “Μεγάλης Ελλάδας”. Η Κύπρος και η ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος ήταν η μόνη ευκαιρία για να συμβεί αυτό.

Η ανορθολογική πολιτική συμπεριφορά με την οποία αντιμετωπίστηκε το Κυπριακό στην τελευταία φάση της δικτατορίας βρισκόταν στις ρίζες της εντυπωσιακής στρατιωτικής αδυναμίας και αναποτελεσματικότητας, τόσο στο πεδίο του σχεδιασμού, όσο και στο πεδίο των μέσων. Όπως συμβαίνει σε κάθε απόπειρα επιστροφής πίσω στον χρόνο, η Χούντα, υποτίμησε συσχετισμούς, όρους και διαθέσεις.

Εκτίμησε λάθος ότι η Τουρκία δεν θα παρέμβει, εκτιμώντας ότι οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν θα επιτρέψουν σύγκρουση μεταξύ δύο χωρών-μελών της Συμμαχίας. Η πεποίθηση εκπορευόταν από το γεγονός ότι η Ελλάδα και το ειδικό καθεστώς της παρέμεναν απόλυτα πιστοί στην “σωστή πλευρά της Ιστορίας”. Μπορεί να φανταστεί κανείς την έκπληξη της χουντικής ηγεσίας όταν ΗΠΑ και ΝΑΤΟ ανησύχησαν μόνο ως προς την τυχόν πρόθεση της Ελλάδας –αν υπήρχε– να γενικεύσει τη σύγκρουση.

Η Κύπρος κείται μακράν…”

Όσο το 1922 τελείωσε την “Μεγάλη Ιδέα” του Ελληνισμού του 19ου αιώνα, έτσι και το 1974 τελείωσε την “Μεγάλη Ελλάδα” του 1944-45. Ο Καραμανλής και οι παλαιοί πολιτικοί κλήθηκαν να αναδομήσουν το ελληνικό πολιτικό σύστημα, αντικαθιστώντας το καθεστώς “εκτάκτων μέτρων” του 1946-74 με κάτι πιο συμβατό με τις νέες ανάγκες των καιρών. Αυτοί ελάχιστη διάθεση επέδειξαν –από τις πρώτες ημέρες της εξουσίας τους– να ασχοληθούν με την Κύπρο. Έπρεπε να οικοδομήσουν ένα νέο πολιτικό σύστημα πάνω στα ερείπια του προηγούμενου, όχι κατ’ ανάγκη πάνω σε νέα οικονομικά συμφέροντα. Έτσι προέκυψε το «η Κύπρος κείται μακράν…». Γι’ αυτήν θα τα εύρισκαν οι “μεγάλοι”! Πενήντα χρόνια μετά, τα βρίσκουν!

Και ένα τελευταίο παράδοξο. Στα χρόνια του Εμφυλίου και της μετεμφυλιακής συνέχειάς του, χιλιάδες κομμουνιστές και δημοκράτες διώχτηκαν, εκτελέστηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, κυνηγήθηκαν με βάση τον νόμο 509/1947 που τιμωρούσε όποιον «επιχειρούσε… να αφαιρέσει μέρος εκ του όλου της Ελληνικής Επικράτειας». Παραδόξως ο νόμος 509 εξαφανίστηκε όταν όντως ο ελληνικός εθνικισμός παρέδωσε την Κύπρο στον εχθρό!

Οι κομμουνιστές αντίκρυζαν το εκτελεστικό απόσπασμα για μια προδοσία που ποτέ δεν διέπραξαν. Από τους χουντικούς εθνικιστές που όντως διέπραξαν προδοσία με βαριές συνέπειες για τον Ελληνισμό, κανείς, μα κανείς, δεν εκτελέστηκε. Το αστικό καθεστώς βλέπετε έχει τον τρόπο του να διατηρεί αναλλοίωτες προτεραιότητες, προτιμήσεις και επιλογές, ανεξάρτητα από την μορφή που εκάστοτε δίνει στον εαυτό του…

πηγή


*Μαργαρίτης Γιώργος

Ο Γιώργος Μαργαρίτης διδάσκει από το 1985 σύγχρονη ιστορία. Αρχικά στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (1985-2004) και μετέπειτα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης όπου, από το 2004, υπηρετεί ως Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών. Ανάμεσα στις δημοσιεύσεις του είναι οι: «Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου» (Αθήνα, 2000-2001), «Προαγγελία θυελλωδών ανέμων. Ο πόλεμος της Αλβανίας και η πρώτη περίοδος της Κατοχής» (Αθήνα, 2009), «Πλημμυρίδα και Άμπωτη. Από τον αποικισμό στη ναζιστική Ευρώπη» (Αθήνα, 2011), «Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες: η καταστροφή των μειονοτήτων της Ελλάδας» (Αθήνα, 2007) κ.ά. Σήμερα είναι διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος «Πολιτική Ιστορία, Πόλεμος και Στρατηγικές Σπουδές» στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: