Ο Διόνυσος, που ονομάζεται επίσης Βάκχος και στη Ρώμη ταυτίζεται με τον αρχαίο ιταλικό θεό Liber Pater, στην κλασική εποχή είναι κατά κύριο λόγο θεός του αμπελιού, του κρασιού και της μυστικής έκστασης. Ο μύθος του είναι περίπλοκος γιατί ενώνει ποικίλα στοιχεία, προερχόμενα όχι μόνο από την Ελλάδα αλλά και από γειτονικές χώρες.
Ο Διόνυσος, για παράδειγμα, αφομοίωσε ανάλογες λατρείες της Μικράς Ασίας και αυτός ο μερικός συγκρητισμός δημιούργησε επεισόδια λιγότερο ή περισσότερο συνδεόμενα με την υπόλοιπη ιστορία του.
Ο Διόνυσος είναι γιος του Δία και της Σεμέλης, της κόρης του Κάδμου και της Αρμονίας. Ανήκει συνεπώς στη δεύτερη γενιά των Ολύμπιων θεών, όπως ο Ερμής, ο Απόλλωνας, η Άρτεμη κ.ά. Η Σεμέλη, η αγαπημένη του Δία, του ζήτησε να φανερωθεί μπροστά της με όλη του τη δύναμη. Και ο θεός, για να την ευχαριστήσει, το έκαμε. Ανήμπορη όμως να αντέξει στη θέα των αστραπών, που περιέβαλλαν τον εραστή της, έπεσε κεραυνοβολημένη.
Ο Δίας γρήγορα της απέσπασε το παιδί που κυοφορούσε και που ήταν ακόμη έμβρυο έξι μηνών. Το έραψε στο μηρό του και, όταν συμπληρώθηκε ο χρόνος της κύησης, το παιδί βγήκε από εκεί καλοσχηματισμένο και ζωντανό. Ήταν ο μικρός Διόνυσος, ο θεός «που γεννήθηκε δύο φορές». Το παιδί δόθηκε τότε στον Ερμή, και αυτός το εμπιστεύτηκε, για να το αναθρέψουν, στο βασιλιά του Ορχομενού Αθάμαντα και στη δεύτερη γυναίκα του Ινώ. Τους σύστησε να ντύσουν τον μικρό Διόνυσο με γυναικεία ρούχα, για να αποτρέψουν τη ζήλια της Ήρας, η οποία ήθελε να σκοτώσει το παιδί, που γεννήθηκε από τους παράνομους έρωτες του άντρα της. Αυτή τη φορά όμως η Ήρα δεν ξεγελάστηκε και τιμώρησε με τρέλα την τροφό του Διόνυσου Ινώ και τον ίδιο τον Αθάμαντα. Τότε ο Δίας μετέφερε τον Διόνυσο μακριά από την Ελλάδα, σε μια χώρα που την έλεγαν Νύσα και που άλλοι την τοποθετούν στην Ασία και άλλοι στην Αιθιοπία ή την Αφρική, και εκεί τον παρέδωσε στις Νύμφες να τον μεγαλώσουν. Αλλά για να αποφύγει και νέα αναγνώρισή του από την Ήρα τον μεταμόρφωσε αυτή τη φορά σε κατσικάκι. Αυτό το επεισόδιο εξηγεί το όνομα ερίφιον, που έφερε ο Διόνυσος και ταυτόχρονα δίνει μία κατά προσέγγιση ετυμολογία του ονόματός του, με ένα συσχετισμό του με το όνομα Νύσα. Οι Νύμφες, που ανέθρεψαν τον Διόνυσο, έγιναν αργότερα τα αστέρια του αστερισμού των Υάδων.
Ο Διόνυσος, όταν ενηλικιώθηκε, ανακάλυψε το αμπέλι και τη χρήση του. Η Ήρα όμως τον έκανε να παραφρονήσει. Μέσα στην παραφροσύνη του ο θεός περιπλανήθηκε στην Αίγυπτο και τη Συρία. Έτσι, καθώς ανέβαινε τις ακτές της Ασίας, έφτασε στη Φρυγία, όπου τον δέχτηκε η θεά Κυβέλη, τον εξάγνισε και τον μύησε στο τυπικό της λατρείας της. Απαλλαγμένος από την τρέλα του ο Διόνυσος πήγε στη Θράκη, όπου τον δέχτηκε πολύ άσχημα ο Λυκούργος, που βασίλευε στις όχθες του Στρυμόνα. Ο βασιλιάς προσπάθησε να αιχμαλωτίσει τον θεό, αλλά δεν το κατόρθωσε, γιατί ο Διόνυσος κατέφυγε στη Θέτιδα, τη Νηρηίδα, που του έδωσε άσυλο μέσα στη θάλασσα.
Ο Λυκούργος όμως κατάφερε να πιάσει τις Βάκχες, που συνόδευαν το θεό. Τότε οι Βάκχες απελευθερώθηκαν με θαύμα και ο ίδιος ο Λυκούργος παραφρόνησε. Νομίζοντας πως κόβει το αμπέλι, το ιερό φυτό του εχθρού του Διόνυσου, έκοψε το πόδι του και τα άκρα του γιου του. Όταν συνειδητοποίησε το λάθος του, διαπίστωσε πως η χώρα του είχε πληγεί από σιτοδεία. Το μαντείο που ρωτήθηκε αποκάλυψε πως η οργή του Διόνυσου δε θα κατασίγαζε παρά με το θάνατο του Λυκούργου. Αυτό και έκαναν οι υπήκοοί του, που τον διαμέλισαν σέρνοντάς τον με τέσσερα άλογα.
Από τη Θράκη ο Διόνυσος πήγε στην Ινδία, χώρα που την κατέκτησε με εκστρατεία, η οποία ήταν μισή πολεμική, μισή θεϊκή, υποτάσσοντας τους λαούς με τη δύναμη των όπλων του (γιατί είχε μαζί του στρατό) αλλά και με τα ξόρκια του και τη μυστική του δύναμη. Σ' αυτή την εποχή τοποθετούν την καταγωγή της θριαμβικής πομπής που τον συνόδευε, το άρμα, που το έσερναν πάνθηρες και ήταν στολισμένο με κληματίδες και κισσό, τους Σιληνούς και τις Βάκχες, τους Σατύρους, καθώς και άλλες κατώτερες θεότητες, όπως ο Πρίαπος, ο θεός της Λαμψάκου.
Ξαναγυρίζοντας στην Ελλάδα ο Διόνυσος πήγε στη Βοιωτία, τον τόπο καταγωγής της μητέρας του. Στη Θήβα, όπου βασίλευε ο Πενθέας, ο διάδοχος του Κάδμου, καθιέρωσε τα Βακχανάλια, Βακχικές γιορτές, στις οποίες όλος ο λαός, αλλά κυρίως οι γυναίκες, καταλαμβανόταν από μυστική έκσταση και διέσχιζε την εξοχή βγάζοντας τελετουργικές κραυγές.
Ο βασιλιάς αντιστάθηκε στην εισαγωγή τόσο επικίνδυνων τελετουργιών και γι' αυτό τιμωρήθηκε και ο ίδιος και η μητέρα του Αγαύη, η αδελφή της Σεμέλης, που μέσα στην έκστασή της τον κομμάτιασε με τα ίδια της τα χέρια επάνω στον Κιθαιρώνα. Στο Άργος, όπου πήγε κατόπιν, ο Διόνυσος φανέρωσε τη δύναμή του με ανάλογο τρόπο, κάνοντας τις κόρες του βασιλιά Προίτου να παραφρονήσουν. Το ίδιο έκανε και με τις ντόπιες γυναίκες, που άρχισαν να τρέχουν στην εξοχή βγάζοντας μουγκρητά, σαν να είχαν μεταβληθεί σε αγελάδες και που μέσα στην παραφροσύνη τους έφτασαν μέχρι και να κατασπαράξουν τα μωρά που θήλαζαν.
Έπειτα ο θεός θέλησε να πάει στη Νάξο και γι' αυτό μίσθωσε Τυρρηνούς πειρατές, ζητώντας τους να τον πάρουν στο πλοίο και να τον μεταφέρουν στο νησί. Οι πειρατές όμως προσποιήθηκαν πως δέχονται και κατευθύνθηκαν προς την Ασία, με σκοπό να πουλήσουν σκλάβο τον ίδιο τον ταξιδιώτη τους. Όταν το κατάλαβε ο Διόνυσος μετέβαλε τα κουπιά τους σε φίδια, γέμισε το πλοίο τους με κισσό και έκαμε να αντηχήσουν αόρατοι αυλοί. Ακινητοποίησε το πλοίο μέσα σε γιρλάντες από κλήματα κατά τρόπο που οι πειρατές τρελάθηκαν και έπεσαν στη θάλασσα όπου μεταμορφώθηκαν σε δελφίνια.
Αυτό εξηγεί γιατί τα δελφίνια είναι φίλοι των ανθρώπων και στα ναυάγια προσπαθούν να τους σώσουν, αφού είναι πειρατές που μετάνιωσαν. Τότε αναγνωρίστηκε από όλους η δύναμη του Διόνυσου και ο θεός μπόρεσε να ξαναγυρίσει στην ουρανό, αφού εκπλήρωσε το ρόλο του επάνω στη γη και επέβαλε παντού τη λατρεία του.
Προηγουμένως ωστόσο θέλησε να κατέβει στον Άδη, για να συναντήσει τη σκιά της μητέρας του Σεμέλης και να της ξαναδώσει ζωή. Έτσι και έκαμε, περνώντας από τη λίμνη της Λέρνας, μια λίμνη χωρίς πυθμένα, που τη θεωρούσαν ως τον πιο σύντομο δρόμο προς τον Κάτω Κόσμο. Αλλά, καθώς δεν ήξερε το δρόμο, ο Διόνυσος χρειάστηκε να ρωτήσει κάποιον, που λεγόταν Πρόσυμνος ή Πρόλυμνος, που του ζήτησε, όταν θα γύριζε, κάποια ανταμοιβή. Όταν όμως ο θεός ανέβηκε πάλι επάνω, δεν μπόρεσε να τον ανταμείψει, γιατί στο μεταξύ ο Πρόλυμνος είχε πεθάνει.
Αλλά προσπάθησε να εκπληρώσει την υπόσχεσή του με τη βοήθεια ενός ραβδιού, που είχε ειδικό σχήμα και το έμπηξε στον τάφο του. Στον Άδη ο Διόνυσος ζήτησε από το θεό να αφήσει τη μητέρα του. Ο Άδης συναίνεσε με τον όρο να του δώσει σε αντάλλαγμα κάτι που το αγαπούσε πολύ. Από τα αγαπημένα του φυτά ο Διόνυσος παραχώρησε τη μυρτιά και εδώ, λένε, ανάγεται η συνήθεια που έχουν οι μυημένοι στα μυστήρια του Διόνυσου να φορούν στεφάνια από μυρτιά.
Μετά την άνοδό του στον ουρανό, ο Διόνυσος ως θεός πλέον απήγαγε από τη Νάξο την Αριάδνη.
Ο Διόνυσος συμμετέχει επίσης στον αγώνα των θεών εναντίον των Γιγάντων· σκοτώνει τον Εύρυτο με ένα χτύπημα του θύρσου του (μακρύ ραβδί στολισμένο με κισσό), που είναι το συνηθισμένο του σύμβολο.
Ο Διόνυσος, ο θεός του κρασιού και της έμπνευσης, λατρευόταν με θορυβώδεις πομπές, στις οποίες συμμετείχαν συμβολιζόμενα από μάσκες τα πνεύματα της γης και της γονιμότητας. Αυτές οι πομπές δημιούργησαν τις παραστάσεις του θεάτρου, που είχαν μορφή πιο κανονική, την κωμωδία, την τραγωδία και το σατυρικό δράμα, που διατήρησε για μεγαλύτερο διάστημα τα χαρακτηριστικά της προέλευσής του. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, ήδη από τον 2. αι. π.Χ., τα Μυστήρια του Διόνυσου, με την ελευθεριότητα και τον οργιαστικό τους χαρακτήρα, εισχώρησαν στην Ιταλία, όπου βρήκαν πρόσφορο έδαφος ανάμεσα στους ελάχιστα ακόμη εκπολιτισμένους ορεινούς πληθυσμούς της Νότιας και Κεντρικής Ιταλίας.
Η Ρωμαϊκή Σύγκλητος υποχρεώθηκε να απαγορεύσει το 184 π.Χ. των εορτασμό των Bacchanalia. Παραταύτα οι μυστικές αιρέσεις κράτησαν τη διονυσιακή παράδοση. Πιθανόν ο Καίσαρας να επέτρεψε πάλι τις βακχικές τελετές· ο θεός παίζει σημαντικό ακόμη ρόλο στη θρησκεία της αυτοκρατορικής εποχής.
[πηγή: P. Grimal, Λεξικό της ελληνικής και ρωμαϊκής μυθολογίας, επιμ. ελλ. έκδ. Β. Άτσαλος, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1991]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου