Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ ( του Σαράντη Μιχαλόπουλου )



Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών και των πολιτικών κομμάτων που τους εκφράζουν αποδέχονται τη λειτουργία των αγορών. Αποδέχονται δηλαδή ότι για τη λειτουργία του Κράτους απαιτούνται κεφάλαια, τα οποία θα αντληθούν από τις χρηματαγορές, με τους όρους που εκείνες ορίζουν.


Επειδή τα τελευταία χρόνια στο μυαλό μας έχουν κυριαρχήσει έννοιες όπως «δανειστές», «ΔΝΤ», «κοράκια», «τοκογλύφοι» και άλλα παρόμοια, ένα βασικό ερώτημα για μένα είναι αν όλοι εμείς γνωρίζουμε τους μηχανισμούς με τους οποίους λειτουργούν αυτές οι χρηματαγορές ή και εδώ έχουμε κρατήσει στο μυαλό μας μόνο κάποια συνθήματα.
Διευκρινίζοντας ευθύς εξ αρχής ότι και «κοράκια» υπάρχουν και «τοκογλύφοι» καιροφυλακτούν να εκμεταλλευτούν τις ανάγκες μας, θα επιχειρήσω να δώσω ένα παράδειγμα που έχω ζήσει προσωπικά και το οποίο αναδεικνύει, πιστεύω, και μία άλλη εικόνα της λειτουργίας των αγορών.
Το 2000, η εταιρία στην οποία δούλευα καθιέρωσε μία πρόσθετη παροχή προς τους εργαζόμενους με τη μορφή ενός «συνταξιοδοτικού» προγράμματος. Στην ουσία, επρόκειτο για ένα «αποταμιευτικό» πρόγραμμα, που οι εργαζόμενοι αποταμίευαν ένα ποσό κάθε μήνα, για να το έχουν διαθέσιμο όταν θα έφευγαν από την εταιρία.
Το «πλεονέκτημα» αυτού του προγράμματος ήταν ότι, εκτός από την αποταμίευση του εργαζόμενου, η εταιρία συνεισέφερε και αυτή με ένα ποσό, που ήταν μάλιστα για τους περισσότερους εργαζόμενους μεγαλύτερο από εκείνο της δικής τους συνεισφοράς (μπορούσε να φθάσει μέχρι και το διπλάσιο).
Στο πλεονέκτημα αυτό, δηλαδή της συμμετοχής της εταιρίας, προστίθονταν και ένα ακόμη, ότι δηλαδή τα χρήματα που αποταμιεύονταν θα «επενδύονταν» σε κάποιο «αμοιβαίο κεφάλαιο», ώστε να υπάρχει και μία «απόδοση».
Η εταιρία μάλιστα φρόντισε να επιλέξει εκείνη τη χρηματιστηριακή εταιρία που θα έκανε την διαχείριση των χρημάτων των εργαζομένων και μάλιστα ζήτησε από την τελευταία να προσφέρει τρεις εναλλακτικές, μία που λεγόταν «σταθερού κεφαλαίου» και που ήταν επένδυση σε κρατικά ομόλογα, και δύο σε αμοιβαία κεφάλαια που περιλάμβαναν ένα μίγμα ομολόγων και μετοχών, το ένα «συντηρητικό» (περισσότερη η συμμετοχή ομολόγων) και το άλλο «φιλόδοξο» (με μεγαλύτερη συμμετοχή μετοχών και δυνατότητα καλύτερης απόδοσης).
Η επιλογή της «επένδυσης» ήταν καθαρά θέμα του κάθε εργαζόμενου. Το ενδιαφέρον στοιχείο στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ότι από τους περίπου 500 εργαζόμενους, μόνο τρεις (!) επέλεξαν την επένδυση «σταθερού κεφαλαίου» (ποσοστό 0,6%), ενώ από τους υπόλοιπους που επέλεξαν τα αμοιβαία κεφάλαια, οι περισσότεροι διάλεξαν το φιλόδοξο, δηλαδή εκείνο που είχε προοπτική μεγαλύτερης απόδοσης, αλλά φυσικά είχε και μεγαλύτερο κίνδυνο (ρίσκο), διότι, όπως τονίζεται σε όλα αυτά τα επενδυτικά εργαλεία, «η τρέχουσα απόδοση δεν διασφαλίζει την μελλοντική».
Αυτό ήταν ένα πρώτο δείγμα του πως λειτουργούν οι περισσότεροι άνθρωποι, ότι δηλαδή έχουν την τάση να επιδιώκουν το μεγαλύτερο κέρδος, παραγνωρίζοντας τους κινδύνους.
Για να εξασφαλίσει καλύτερα τους ανθρώπους της η εταιρία, επειδή οι τελευταίοι δεν είχαν τις απαραίτητες γνώσεις να παρακολουθούν τις εξελίξεις της χρηματαγοράς, δημιούργησε μία επιτροπή από διευθυντικά στελέχη, τα οποία ζητούσαν σε τακτική βάση (τρίμηνο) από τη χρηματιστηριακή εταιρία να ενημερώνει για τις επενδυτικές της κινήσεις και να παρέχει στοιχεία απόδοσης παρόμοιων επενδυτικών κεφαλαίων, ώστε να φαίνεται αν έκανε κάθε φορά πετυχημένες επιλογές.
Αυτό, όπως καταλαβαίνει ο καθένας, ασκούσε «πίεση» στη χρηματιστηριακή εταιρία να διαλέγει μετοχές εταιριών που είχαν καλύτερη απόδοση από άλλες. Και αυτό ήταν απολύτως γνωστό στις εταιρίες που ήταν εισηγμένες στο χρηματιστήριο, οι οποίες ήξεραν καλά ότι τα δύο βασικά κριτήρια επιλογής τους από τους επενδυτές ήταν η κερδοφορία και το υψηλότερο μέρισμα που θα έδιναν στους μετόχους και για τον λόγο αυτό προσπαθούσαν πάντα να κάνουν το καλύτερο δυνατό στις δύο αυτές κατευθύνσεις.
Αλλά για να πετύχει μία εταιρία υψηλή κερδοφορία λειτουργώντας σε ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον, έπρεπε να αυξάνει συνεχώς την παραγωγικότητά της ή να ανοίγει νέες αγορές. Και σε ό, τι αφορούσε την παραγωγικότητα, οι συντελεστές κόστους περιλάμβαναν και το εργατικό κόστος.
Επομένως, σε ένα εντελώς απλοποιημένο μοντέλο, οι εργαζόμενοι που ήθελαν να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη απόδοση σε ένα ασφαλιστικό πρόγραμμα που διέθεταν, κατέληγαν να ασκούν πίεση στην εταιρία τους να γίνει πιο παραγωγική, κάτι που, άμεσα ή έμμεσα, τους επηρέαζε και αυτούς.
Η παραπάνω λειτουργία μπορεί να ξενίζει πολλούς, που δεν έχουν εικόνα της αγοράς στην ολότητά τους και, όταν ακούν για «επενδυτές», σκέφτονται μόνο κάποιους σαν τον ΣΟΡΟΣ. Πρέπει όμως να ξέρουν ότι πολλές εταιρίες – κολοσσοί δεν έχουν μεγαλομετόχους αλλά η πλειοψηφία των μετοχών βρίσκεται στα χέρια ασφαλιστικών ταμείων, όχι κρατικών, αλλά ιδιωτικών που εκπροσωπούν εργαζόμενους.
Επομένως, η λειτουργία των αγορών δεν είναι άμοιρη των επιλογών και επιδιώξεων απλών ανθρώπων, που εναποθέτουν σε αυτές τις ελπίδες τους για μία διασφάλισή τους, όταν έρθει η ώρα να εγκαταλείψουν την ενεργό δράση και να χαρούν τους κόπους μίας ζωής.   
Αυτό είναι μία πραγματικότητα για πάρα πολλές χώρες, αλλά είναι μάλλον άγνωστο στη χώρα μας, που είχαμε μείνει στο μοντέλο της αποκλειστικά κρατικής ασφάλισης. Και η έννοια της «επένδυσης» των «ασφαλιστικών» εισφορών είναι από άγνωστη μέχρι και επίφοβη. Όμως, αν «αποδαιμονοποιήσουμε» τις αγορές από την πλευρά ότι λειτουργούμε και θα λειτουργούμε μέσα σ’ αυτές, μπορούμε να σκεφθούμε διαφορετικά μοντέλα, όπου οι εργαζόμενοι θα πάρουν στα χέρια τους το μέγα θέμα της ασφάλισης και δεν θα κάνουν απλώς τον σταυρό τους, για να μην τους προκύψουν «εκτροχιασμοί» και απώλειες που θα ανατρέψουν πλήρως το πλάνο της ζωής τους. Και το σημαντικότερο στην κατεύθυνση αυτή είναι η σωστή ενημέρωση.
   

Δεν υπάρχουν σχόλια: