Το 1860 ο μεταλλειολόγος Ανδρέας Κορδέλας συντάσσει μια έκθεση σύμφωνα με την οποία στην ακατοίκητη περιοχή του Λαυρίου υπάρχουν ανεκμετάλλευτα κατάλοιπα των αρχαίων ορυχείων χρυσού, αναμειγμένα με χώματα.
Επισημαίνει μάλιστα ότι η περιοχή μπορεί να αξιοποιηθεί και να αποδώσει τεράστια ποσά στο ελληνικό δημόσιο.
Δυστυχώς όμως, το ελληνικό κράτος ήταν εντελώς ανίκανο να αξιοποιήσει την περιοχή και να βγάλει ανυπολόγιστα κέρδη.
Έτσι, μετά από αρκετές περιπέτειες και υπόγειες διαδρομές χρήματος και πολιτικής δολοπλοκίας, την εκμετάλλευση των αρχαίων ορυχείων ανέλαβε ο Ιταλός επιχειρηματίας, Ιωάννης Βαπτιστής Σερπιέρι, ένας δαιμόνιος και αδίστακτος επενδυτής που εκμεταλλευόταν ήδη ρωμαϊκά ορυχεία της Σαρδηνίας.
Αυτός ήταν ο άνθρωπος που δημιούργησε από το μηδέν την πόλη του Λαυρίου για να μείνουν οι εργάτες που έρχονταν από την Ισπανία, την Ιταλία και πολλές περιοχές της Ελλάδας, προκειμένου να μπουν στη δούλεψή του.
Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του φάνηκε νωρίς, όταν πληροφορήθηκε πως υπήρχε ένας ληστής που είχε βάλει σκοπό να τον απαγάγει.
Ο λήσταρχος που έγινε μπράβος
Στην περιοχή δρούσε ένας λήσταρχος, ο Κίτσος Νιβίτσας, ο οποίος σύμφωνα με όσα λέγονταν εκείνη την εποχή, είχε τελειώσει τη σχολή Ευελπίδων.
Όπως υποστήριζε ο ίδιος, είχε αδικηθεί με τον κατώτερο βαθμό του υπαξιωματικού, οπότε μετά από λίγο καιρό εγκατέλειψε τις ένοπλες δυνάμεις κι έγινε ληστής καταγγέλλοντας όπως όλοι οι «συνάδελφοί» του, τις αδικίες του συστήματος.
Ο Νιβίτσας ήταν και αρκετά ευφυής γι’ αυτό απέκτησε τα παρατσούκλι «Νυφίτσας».
Μαζί με τον Νταβέλη και τον Καλαμπαλίκη ήταν από τους πιο επικίνδυνους ληστές.
Το 1864 καταγράφει μια μεγάλη επιτυχία που απογείωσε τη φήμη του: απαγάγει έναν μεγάλο ελαιοπαραγωγό της εποχής, τον Θανάση Βαγιανέλη.
Τα διωκτικά σώματα που τον αναζητούν καταδυναστεύουν τα Σπάτα, καθώς τρέφονται με τα γεννήματα των κατοίκων, τους οποίους η κυβέρνηση αναγκάζει να τα εκχωρούν δωρεάν.
Η οργή των ντόπιων για την αστυνομική αυθαιρεσία αναγκάζει τους ιθύνοντες να ανακαλέσουν τους διώκτες, οπότε ο Κίτσος ανενόχλητος, εισπράττει τα λύτρα, ύψους τριάντα χιλιάδων δραχμών.
Από τις τρεις χιλιάδες, η επικήρυξη του ανεβαίνει στις 15 χιλιάδες δραχμές και εκείνη την περίοδο ξεπερνά κάθε άλλη επικήρυξη ληστή.
Είναι ο απόλυτος ρέκορντμαν και είδωλο των φτωχών, γιατί κατά κανόνα βγάζει τον επιούσιο από τη «φορολογία» που έχει επιβάλει στους πλούσιους κατοίκους των Μεσογείων, οι οποίοι για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο, πληρώνουν συστηματικά τον ληστή.
Ο Κίτσος, όταν είδε να ξεκινούν τα έργα υποδομής στη νέα εταιρεία, τη «Hilarion Roux et Cie» που θα εκμεταλλευόταν τα μεταλλεία, αποφάσισε να πάει για το μεγάλο ψάρι.
Δηλαδή να απαγάγει τον Σερπιέρι και να ζητήσει λύτρα.
Άλλωστε η περιοχή ήταν υπό τον έλεγχό του.
Ο Ιταλός μαθαίνει τα σχέδια του και αποδεικνύει ότι δεν είναι ο μοιρολάτρης που θα κάτσει με σταυρωμένα τα χέρια.
Αντί να περιμένει τον λήσταρχο, τον αιφνιδιάζει πηγαίνοντας ο ίδιος στο λημέρι του.
Εντυπωσιασμένος ο Κίτσος υποδέχεται σύμφωνα με τα ληστρικά έθιμα, θερμά και με ευγένεια τον υψηλό επισκέπτη και περιμένει με ειλικρινή απορία να ακούσει την αιτία της επίσκεψης.
Ο Σερπιέρι μπαίνει αμέσως στην ουσία.
Του προτείνει να αναλάβει επισήμως την προστασία του ίδιου και της επιχείρησής του με αντάλλαγμα κανονικό μισθό.
Τρεις χιλιάδες δραχμές μπροστά και τρεις αργότερα.
Ο Νυφίτσας δικαίωσε το προσωνύμιό του.
Η ανάλυση του κατέληξε στο εξής συμπέρασμα: αν απήγαγε τον Ιταλό θα προκαλούσε την άγρια καταδίωξή του από τις ελληνικές αρχές, που θα πιέζονταν από τις ξένες πρεσβείες, καθώς ο επιχειρηματίας είχε δανειστεί κεφάλαια από τη Γαλλία.
Αν από την άλλη συμφωνούσε με τον Σερπιέρι, θα έβγαζε λιγότερα αλλά εύκολα χρήματα και όλοι θα τον σέβονταν για τις υψηλές διασυνδέσεις.
Η δουλειά έκλεισε αμέσως και ο Ιταλός απέκτησε ένα μικρό, αλλά αποτελεσματικό ιδιωτικό στρατό.
Κανείς άλλος λήσταρχος δεν αποπειράθηκε να τον απειλήσει.
Άλλωστε ποιος θα τολμούσε να τα βάλει με τον Κίτσο;
Η εκτέλεση του ιερέα
Ένας ιερέας από τον Μαραθώνα, ο παπα-Σπύρος, προσπάθησε να εξολοθρεύσει τον Νιβίτσα.
Ο ιερέας κανόνισε με τη χωροφυλακή να στήσουν ενέδρα στον ληστή.
Ειδοποίησε τον Κίτσο ότι θα του φέρει στο Πικέρμι πλούσιες κυνηγούς για να τους ληστέψει.
Στη θέση τους όμως θα έρχονταν χωροφύλακες που θα παρίσταναν τους κυνηγούς για να τον πιάσουν.
Έτσι κι έγινε.
Σύμφωνα όμως με τη μαρτυρία ενός ληστή, την ώρα της σύγκρουσης, οι χωροφύλακες φοβήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή.
Ένας απ’ αυτούς αποκάλυψε τον ρόλο του παπά, τον οποίο η συμμορία του Κίτσου εκτέλεσε για τιμωρία και παραδειγματισμό.
Η περιοχή που εκτελέστηκε ο ρασοφόρος ακόμα και σήμερα ονομάζεται «η γέφυρα του παπά».
Μάλιστα τρεις από τους χωροφύλακες αναγνώρισαν τον λήσταρχο από την προηγούμενη ζωή του, κατά την οποία είχαν υπάρξει και φίλοι και αγκαλιάστηκαν θερμά προτού τους αφήσει να φύγουν άθικτοι.
Αυτός ήταν ο Κίτσος ο πανούργος, που συνεργάστηκε με τον μεγαλοεπιχειρηματία μεταλλωρύχο έναντι τακτικής αμοιβής, σαν να ήταν εταιρεία σεκιούριτι κι όχι ένας παράνομος ληστής.
Τελικά ο Σερπιέρι απαλλάχθηκε και από αυτή τη μικρή οικονομική υποχρέωση, όταν ο Κίτσος πέρασε στην Πελοπόννησο με σκοπό να πολεμήσει στην Κρήτη, καθώς η κυβέρνηση Κουμουνδούρου έδινε αμνηστία σε εκατό λήσταρχους υπό τον όρο να συμμετάσχουν στην κρητική επανάσταση.
Στην πορεία όμως κλονίστηκε η πίστη του στη φερεγγυότητα της κυβέρνησης, άλλαξε γνώμη κι έτσι άρχισε η καταδίωξη του.
Στο άγνωστο για αυτόν έδαφος της Πελοποννήσου τα αποσπάσματα τον εντόπισαν εύκολα και τον εξόντωσαν.
Ο Νυφίτσας ακολούθησε τη μοίρα των περισσότερων λήσταρχων που αργά ή γρήγορα συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν δι’ αποκεφαλισμού.
ΠΗΓΗ: “Ενοχοι και αθώοι.23 Ιστορίες από τη Μηχανή του Χρόνου»
Συγγραφείς: Χρίστος Βασιλόπουλος, Δημήτρης Πετρόπουλος.
Για να αγοράσετε ηλεκτρονικά το βιβλίο κάντε κλικ εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου