Ο ΤΡΑΜΠ ΝΙΚΗΣΕ, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει πλέον τα κλειδιά για πολλούς βασικούς θεσμούς των ΗΠΑ (αφού κέρδισε και τη Γερουσία αλλά και τη λαϊκή ψήφο, όχι μόνο την ψήφο των εκλεκτόρων). Τώρα διαβάζουμε και βλέπουμε δηλώσεις πολιτισμένης αποδοχής του αποτελέσματος που επαναλαμβάνουν το γνωστό μάντρα: στη φιλελεύθερη δημοκρατία ο λαός μίλησε και αυτό που πρέπει να προσέξουμε είναι ο «διχασμός της χώρας». Από τον Ομπάμα μέχρι σεβαστούς δικούς μας συνταγματολόγους στα social, η κατάσταση προσεγγίζεται ως μία ακόμα εναλλαγή στο πλαίσιο αυτού που είχε ονομαστεί ανταγωνιστική, εκλογική δημοκρατία.
Προφανώς, υψηλοί αξιωματούχοι του κράτους και δη ένας πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ αυτά πρέπει να λένε. Για να το διατυπώσω αλλιώς, ένας τέτοιος εξωραϊστικός λόγος είναι ο αναμενόμενος στις κορυφές του συστήματος διακυβέρνησης.
Αν όμως κάτι δείχνει η νίκη Τραμπ (εναντίον πολλών) είναι ότι μια συμβατική και ορθολογικά γλυκερή γλώσσα έχει κουράσει και έχει ηττηθεί. Η ίδια η αυτο-κολακευτική αίσθηση μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας που τα αντέχει όλα και βγαίνει πάντα αλώβητη (λόγων των περίφημων checks and balances κ.λπ.) μοιάζει πια με τα powerpoint σε κάποια βαρετά συνέδρια όπου το συμπέρασμα έχει ήδη βγει εκ των προτέρων.
Ο Τραμπ έπαιξε έως τέλους το αντισυμβατικό χαρτί της ανορθοδοξίας μέσα από μια χορογραφία ωμότητας και με χοντρές υποσχέσεις «ανάκτησης της ισχύος των πολλών». Τι θα μπορούσε να σταθεί απέναντί του;
Ως προς το μοτίβο του διχασμού. Φυσικά, η χώρα (η Αμερική) έχει διχασμούς και πολώσεις. Όχι μόνο πολιτισμικές και ταξικές αλλά και σχίσματα στο εσωτερικό των κοινοτήτων και ένα πολύ μεγάλο εύρος διαφωνιών (λ.χ. πολλοί που μιλούν για το woke υποτιμούν τις αντιθέσεις μέσα στα επιμέρους κινήματα δικαιωμάτων, στον σύγχρονο φεμινισμό κ.λπ.).
Το ζητούμενο είναι η γόνιμη πολιτικοποίηση των διαιρέσεων, όχι η μαγική τους εξαΰλωση στις καρδούλες των swifties. Αν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ήταν μια συμβατική, συντηρητική παράταξη, θα είχε νόημα και μια αντίστοιχη πολιτική προσέγγιση. Όμως ο τραμπισμός έχει ενσωματώσει και παροξύνει όλα τα στοιχεία της παλιάς συνωμοσιολογικής και επιθετικής σφαίρας έως τα όρια του φασισμού. Συγχρόνως, χτίζει ερείσματα και καλλιεργεί συμμαχίες με τις πιο φιλόδοξες και επιθετικά επεκτατικές μερίδες των αγορών. Το ότι έχουν πολλούς οπαδούς και αύξησαν την επιρροή τους σε πολλές μειονότητες και κατηγορίες της μικρομεσαίας Αμερικής, το ότι έχουν διαμορφώσει τη δική τους λαϊκότητα δεν σημαίνει ότι οι τραμπικοί ρεπουμπλικάνοι είναι κόμμα αντι-ελίτ και λαϊκό.
Χειρίζονται όμως και επιμελούνται αποτελεσματικά βαθιές προσδοκίες μιας παλιάς αμερικανικής ιδεολογίας: τον κτητικό ατομικισμό, την καχυποψία για τους φόρους και το κεντρικό κράτος, την ακραία σχολή «ρεαλισμού» στις εξωτερικές σχέσεις, την αποθέωση της «υγιούς, πυρηνικής οικογένειας». Και, φυσικά, την υπόσχεση για έξοδο από την οικονομική στενότητα με όρους που παραμένουν απροσδιόριστοι ή μιλούν για μια νέα χρυσή εποχή.
Κάποιοι διχασμοί, λοιπόν, όχι απλώς είναι δικαιολογημένοι αλλά και αναπότρεπτοι. Το κυριότερο είναι όμως ότι η κατευναστική ρητορική περί λειτουργούσας (παρόλα όσα συμβαίνουν) φιλελεύθερης δημοκρατίας συσκοτίζει τα επείγοντα των σημερινών κρίσεων. Σαν να λέει: έχουμε άφθονο χρόνο, τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει την πρόοδο.
Ο Τραμπ έπαιξε έως τέλους το αντισυμβατικό χαρτί της ανορθοδοξίας μέσα από μια χορογραφία ωμότητας και με χοντρές υποσχέσεις «ανάκτησης της ισχύος των πολλών». Τι θα μπορούσε να σταθεί απέναντί του; Το ευχολόγιο για το τέλος του διχασμού ή για την ευπρεπή ψυχή της Αμερικής ή μια διαφορετική υπόσχεση ανάκτησης της δύναμης και της συλλογικής αξιοπρέπειας;
Η έξοδος από το κουκούλι μιας συμβατικής και εφησυχαστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας δεν είναι ανάγκη να ταυτιστεί με την ωμότητα, τη γλωσσική βία ή την εξουθενωτική δημαγωγία. Αν παραδεχτούμε πως μόνο έτσι μπορεί κανείς να νικήσει σε μια εκλογική μάχη, θα ήταν σαν να παραδίδαμε εκ των προτέρων τα κλειδιά στους κάθε λογής Τραμπ.
Απλώς, ο τραμπισμός αντιλαμβάνεται αυθόρμητα –σαν λογική που ξέρει μια ορισμένη «πιάτσα»– ότι δεν υπάρχει άπλετος χρόνος και ότι «κάτι πρέπει να γίνει», κάτι που δεν θα είναι μία από τα ίδια. Αν δεν το καταλάβουν και οι άλλοι, όσοι τουλάχιστον δεν υπηρετούν μια άλλη εκδοχή βαθέος κατεστημένου, το παιχνίδι θα είναι χαμένο. Δεν ζούμε σε συνηθισμένους καιρούς αλλά σε μια εποχή μηδενισμού και ακραίων φαινομένων. Όσο αυτό παραμένει δύσπεπτο για τους προοδευτικούς, τόσο τα ακροατήρια θα συσπειρώνονται στις εχθροπάθειες που ορίζονται με απλό τρόπο από τους δισεκατομμυριούχους σωτήρες και τις λοταρίες τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου