Του Ηλία Τσίγκα
Πολύς λόγος και ακόμα περισσότερο μελάνι έχει καταναλωθεί τα τελευταία χρόνια για την προσέγγιση και τους στόχους που οφείλει να έχει κάθε πόλη που επιδιώκει να αποκαλείται (και φυσικά να είναι πράγματι) “βιώσιμη”. Παρόλο τούτο, ακόμα και τώρα η εννοιολογική σύγχυση – και συνεπακόλουθα η απορρέουσα δράση – εξακολουθεί να συνιστά το κυριότερο και πιο ορατό στοιχείο τόσο στο δημόσιο διάλογο όσο και στη δημόσια πρακτική.
Ο τομέας εκείνος που απασχολεί μέχρι τώρα, τουλάχιστον σε επίπεδο πρώτου βαθμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τουλάχιστον στην ελληνική περίπτωση, είναι εκείνος της βιώσιμης κινητικότητας μέσα στα αστικά κέντρα με εδραία στρατηγική την προστασία και ανάδειξη του περιβάλλοντος και τη δραστική βελτίωση της ποιότητας ζωής των δημοτών αλλά και των επισκεπτόμενων αυτά και με πυλώνες της στρατηγικής αυτής την καλυτέρευση και τη μεγαλύτερη ασφάλεια στη μετακίνηση, καθώς και την οικονομική ανάπτυξη.
Η οποία, εν τούτοις, προσεγγίζεται αφελώς, επίπεδα και όχι στοχευμένα, καθώς θέτει αόριστα το ζήτημα της ανάπτυξης αυτής κι όχι με έμφαση στην οικονομική ενδυνάμωση των πιο αδύνατων στρωμάτων, τα οποία βέβαια καταγράφουν και τις μεγαλύτερες ανάγκες. Και φυσικά πρωτεύουσες και κυρίαρχες επιδιώξεις συνιστούν όχι το κοινό και το δημόσιο συμφέρον, αλλά η προαγωγή και η εξυπηρέτηση ατομικών και κατακερματισμένων βιοποριστικών στρατηγικών και μικροσυμφερόντων και όχι σπάνια, φυσικά, η άντληση μικροπολιτικών και ψηφοθηρικών οφελών. Πιο υποδειγματική περίπτωση από την κατάληξη που (φαίνεται να) έχουν οι κυκλοφοριακές ρυθμίσεις στην Άμφισσα (ιδίως δε ο τρόπος κατάληξής τους) στο πλαίσιο της Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας δύσκολα θα ξανακαταγραφεί!
Αυτή ακριβώς η απροσδιοριστία σε οικονομικό επίπεδο είναι που δεν αξιοποιεί με τρόπο ολιστικό την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς υποτιμά βασικές συνιστώσες της έννοιας, που αφορούν και σε οικονομικούς αλλά και κοινωνικούς σκοπούς, πέρα από τις περιβαλλοντικές επιδιώξεις.
Η συνεπής στην πολυδιάστατη φύση του ευρύτερου στόχου της βιώσιμης ανάπτυξης “βιώσιμη πόλη” εκτός από τους καθαρά περιβαλλοντικούς, έχει και κοινωνικούς στόχους. Σημαντική θέση ανάμεσα σε αυτούς κατέχει η έννοια της “κοινότητας” ως επιχειρησιακή μονάδα αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων της πόλης. Ή τουλάχιστον οι πόλεις εκείνες που δεν έχουν αποβάλει από τα διακριτά τους χαρακτηριστικά την πιο καίρια από όλες τις αστικές λειτουργίες, την κοινωνική ανταλλαγή και τη συμμετοχή στα κοινά, όπως είναι οι πόλεiς της Στερεάς, της Φωκίδας και οι δύο πόλεις της, η Άμφισσα και η Ιτέα.
Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, επομένως, μη αμελητέοι παράγοντες της λειτουργίας μιας πόλης που σχεδιάζει να αναπτυχθεί με βάση το στόχο και τις αρχές της βιωσιμότητάς δεν μπορεί παρά ασφαλώς να είναι η πολιτισμική διαφορετικότητα στην αντίληψη και τη χρήση του χώρου, η σημασία της ιστορίας στη παραγωγή και τις αστικές προτεραιότητες ως προς τη διαχείριση του χώρου, το έμφυλο στοιχείο, η λαϊκή κουλτούρα, οι χωρικές, φυλετικές και πολιτισμικές ιδιομορφίες κ.α. Προτεραιότητες που όμως εν τέλει αποδείχτηκε πως απορρίπτονται ως το τελικό στάδιο τουλάχιστον από το δημόσιο χώρο, ιδιαίτερα δε από ιθύνοντες, αρμόδιους ή opinion leaders και, κατά φυσική συνέπεια, να μην αποτελούν επιλογή σχεδιασμού έστω για το μεσοπρόθεσμό μέλλον. Τουλάχιστον κατά τρόπο κατηγορηματικό, όπως ακριβώς επιτάσσεται κι επιβάλλεται.
Αντίθετα, η έννοια της κοινότητας δεν γίνεται αντιληπτή κατ ανάγκη με πρόσημο θετικό. Αν αναλογιστεί κανείς την υπόθεση της δημιουργίας του οικισμού των Roma στην Άμφισσα και την αδήριτη αναγκαιότητα κατασκευής του, αλλά και την τελική έκβαση που του επιφυλάχθηκε, το κυρίαρχο συμπέρασμα της συγκεκριμένης χρονική συγκυρίας είναι ότι η κοινότητα (η επιχειρούσα δηλαδή να καταστεί βιώσιμη κατά τα άλλα πόλη της Άμφισσας) δρα με καταπιεστικές σχέσεις και στεγανά όρια που εξαιρούν, όταν δεν επιχειρούν να αποβάλουν, συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις, φυλές και λοιπά στο σφαλερό δρόμο της ιστορικής συνέχειας και της ομοιογένειας, αν όχι της καθαρότητάς της.
Η κοινότητα μπορεί μεν να σήμαινε πάντα διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ανθρώπους, λέει ο Harvey, αλλά η ευθύνη όσων ολιγωρούν ή στο τέλος υποχωρούν στο βωμό των προσωπικών πολιτικών ή άλλων επιδιώξεων δεν μπορεί παρά να κεφαλαιοποιείται και, αναπόδραστα εν τέλει, να καταλογίζεται και να αποδίδεται.
1 σχόλιο:
Αγαπητέ κ. Τσίγκα, το μόνο κατανοητό σημείο της ανάλυσής σας είναι ο τίτλος του κειμένου, που δινει ενα προσδιορισμό της "'αποψής σας".
Συμφωνώ με τον τιτλο αλλά δεν κατανοώ το περιεχόμενο του άρθρου σας.
Δημοσίευση σχολίου