Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Τα ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ του κυρ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ



Όταν εκφέρουμε τη λέξη Χριστούγεννα ,μεταξύ των άλλων ονομάτων που έρχονται σχεδόν αυτόματα στο μυαλό μας είναι και αυτό του μεγάλου λογοτέχνη Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: είναι γνωστά τα αξεπέραστα χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα διηγήματά του με την παπαδιαμάντειο χαρακτηριστική γλώσσα.

Γνωστός, επίσης, ο ποιητής μας Κώστας Βάρναλης, που έζησε αρκετά χρόνια αργότερα απο τόν κυρ Αλέξανδρο και έγραψε το σύνολο σχεδόν του έργου του στη δημοτική.

Υπάρχει κάτι που δέν είναι πολύ γνωστό και συνδέει τούς δυό λογοτέχνες μας. Είναι ένα διήγημα που έγραψε ο Κώστας Βάρναλης μιμούμενος με εκπληκτική επιτυχία τον παπαδιαμάντειο λόγο. Το διήγημα έχει τίτλο Τα Χριστούγεννα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.Μέρες που είναι τώρα, σας το μεταφέρω σε ελεύθερη προσωπική διασκευή για να γίνει πιό εύληπτο απο όλων των ειδών τούς αναγνώστες:

“ Ο ουρανός έβρεχεν διαρκώς λεπτόν νεροχίονον, ο γρέγος αδιάκοπα φυσούσε.Ήταν παγωμένες οι μέρες τίς παραμονές των Χριστουγέννων και του νέου έτους. Ο κυρ Αλέξανδρος είχε νηστεύσει ανελλιπώς ολόκληρο το Σαρανταήμερο και είχεν εξομολογηθεί τα κρίματά του (παπά Δημήτρη μου το χέρι σου φιλώ) .

Και αφού εγκαίρως παρέδωσε το χριστουγεννιάτικο διήγημά του εις την Ακρόπολιν, διέθεσε ολόκληρη την πληρωμή για να ξεπληρώσει το ενοίκιο και τα λίγα χρέη του. Έπειτα έψαλλεν, ώς συνήθως, με τη βραχνή και σπασμένη φωνή του, τη γεμάτη θεϊκό πάθος, ώς αριστερός ψάλτης στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ελισαίου τίς Μεγάλες Ώρες,σχεδόν απο στήθους . 

Λίγο πρίν φέξει γύρισε στο πτωχικό του δωμάτιό του, άναψε το κερί για να βλέπει, έβγαλε το αριστερό του παπούτσι γιατί τον ενοχλούσε ένας κάλος και μισοκαθισμένος στο πτωχικό στρώμα ρέμβαζε, ακούγοντας τον άνεμο, τη βροχή, θαλασσινά νερά να χτυπούν στούς βράχους του συννεφιασμένου και χιονοστέφανου Άθω. 

Κρύωνε αλλά το καφενείο του κυρ Γιάννη ήταν κλειστό. Άλλωστε, δέν του είχαν μείνει χρήματα για να παραγγείλει ένα ποτηράκι ρακή ή ρούμι.

Εκείνη τη χρονιά τα Χριστούγεννα έπεσαν Παρασκευή,τόσο το καλύτερο γι αυτόν. Γιατί μπορούσε να νηστεύσει και ανήμερα των Χριστουγέννων αφού χρόνια τώρα είχε επιβάλλει στον εαυτό του να νηστεύει κάθε Παρασκευή. Έτσι, έκανε το σταυρό του, σκεπάστηκε με το τρύπιο παλτό του και κοιμήθηκε νηστικός.

Στο όνειρό του βρέθηκε στο αγαπημένο του νησί, τη Σκιάθο με τα ρόδινα ακρογιάλια, τίς αλκυονίδες μέρες, τίς πράσινες πλαγιές,τα κρίταμα, την κάππαρη, τίς αρμυρήθρες των παραθαλάσσιων βράχων. 

Στ΄όνειρό του ήρθε κι ο Χριστός, η Παναγιά η Γλυκοφιλούσα με το θεϊκό βρέφος, ο Άγιος Στυλιανός, η Αγία Βαρβάρα, η Αγία Κυριακή, οι όσιοι Αντώνιος, Ευθύμιος και Σάββας, η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια κρατούσα το κανάτι με τίς ουσίες που λύνουν όλες τις μαγγανείες. Με μιά φράση ολόκληρο το τέμπλο του παρεκκλησίου της Παναγιάς της Γλυκοφιλούσας.

Τότε μέσα στο υγρό δωμάτιο επικράτησε το φώς και η θαλπωρή.

 Τότε σηκώθηκε για να ασπαστεί τα πόδια του Χριστού , της Παναγιάς και των Αγίων αλλά η οπτασία χάθηκε και ξαφνικά βρέθηκε στον Άη Γιάννη τον Κρυφό που λύνει τούς κρυφούς πόνους. Κατα περίεργο τρόπο η εποχή απο χειμώνας έγινε καλοκαίρι. 

Κόσμος πολύς μαζεύτηκε ,στρώθηκαν τραπεζομάντηλα καταγής που γέμισαν με όλα τα καλούδια:τέσσερα αρνιά, τρία πρόβατα, δυό κατσίκια, αστακοουρές, κεφαλόπουλα καπνιστά της λίμνης, χέλια και αυγοτάραχο, πίττες, κοραμπιέδες, μπακλαβάδες, πορτοκάλλια, μήλα.

Οι άνθρωποι που ήταν γύρω του δέν ήταν άλλοι απο τούς ήρωες των χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του.

 Όπως ο Στάθης ο Μπόζας του οποίου οι δυό κατσίκες σώθηκαν ενώ είχαν εγκλωβιστεί σε απότομα βράχια, πλησιάζει τον κυρ Αλέξανδρο και του λέει: Την κατσίκα μου την Ψαρή,την έχω τάξει ασημένια στην Παναγιά. Την άλλη τη Στέρφα θα τη σφάξω να τη φάμε μαζί.

 Ο κυρ Αλέξανδρος αισθάνθηκε τύψεις που έπλασε τούς ήρωές του απλούς, φτωχούς, ταπεινούς.Τη σκέψη αυτή διέκοψε ο ερχομός του καζανιού με το φαγητό, οι βιολιτζήδες άρχισαν να παίζουν. Τότε ήταν που διακόπηκε το όνειρο.

Ποτέ στη ζωή του ο Παπαδιαμάντης δέ ξύπνησε τόσο χορτάτος όσο εκείνη την άγια μέρα των Χριστουγέννων, παρ” ότι έμεινε νηστικός μετά τη νηστεία του Σαρανταήμερου που προηγήθηκε. Ήταν ο σχεδόν νηστικός σε όλη τη ζωή του.”

Με το διήγημα αυτό του Βάρναλη θυμήθηκα κι έναν άλλο λογοτέχνη μας, πολύ σημαντικό αλλά λιγότερο γνωστό στούς νεότερους: τον Μιχάλη Περάνθη. Ένα του έργο είναι η μυθιστορηματική βιογραφία Ο κοσμοκαλόγερος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. 

Σε αυτή αναφέρεται μιά πολύ οδυνηρή παραμονή Χριστουγέννων όταν η Μητρόπολη Αθηνών απαγόρεψε τη νυχτερινή χριστουγεννιάτικη λετουργία στο Άγιο Ελισαίο, για να μή ταλαιπωρείται ο κόσμος. 

Μεγάλο το σόκ για τον κοσμοκαλόγερο, η χειρότερη παραμονή Χριστουγέννων του. Ξενυχτά και μελαγχολικός πίνει όλο το πρωϊνό φασκόμηλα σ” ένα εργατικό καφενείο. Γι’αυτόν και τον ξάδελφό του Μωραϊτίδη είναι σα να μήν ήρθαν εκείνη τη χρονιά τα Χριστούγεννα.

Η τελευταία του παραμονή Χριστουγέννων ήταν αυτή κατα την οποία άρχισε η σταδιακή αναχώρηση για τον κήπο της αθανασίας των ψυχών. Εκείνες τίς παραμονές βρισκόταν στη Σκιάθο, παγωνιά, χιόνι πάνω στο χιόνι. 

Άρρωστος απο μέρες περιστοιχιζόμενος απο τίς αδελφές του, ο κυρ Αλέξανδρος θεωρεί ότι αυτό είναι το προοίμιο του θανάτου του. Το τζάκι σβηστό τίς πιό πολλές ώρες, οι αδελφές του και ο ανηψιός του ο παπα-Γρηγόρης προσπαθούν να τον πείσουν να φέρουν το γιατρό .

Ο κυρ Αλέξανδρος αρνείται, άσε να βάλει το χέρι του πρώτα ο θεός κι ύστερα ο άνθρωπος τούς είπε. Ζητά την πίπα του να καπνίσει, ζητά τα βιβλία του να ψάλλει, οι ώρες ,οι μέρες κυλούν.

Καλεί τον παπα Μπούρα να τον κοινωνήσει, κοινωνά τρείς φορές, ζητά την ειδική ευχή του Αγίου Ανδρέα: “…εί έκλεψα, εί εψευδομαρτύρησα, εί εφιλαργυρεύθην, εί εμεγαλοφρόνησα επί τω πλούτι μου,εί περιεβλήθην πλούσια ιμ΄τια, εί περιεφρόνησα τούς δούλους και τούς ικέτας μου…”.Στη συνέχεια βγάζει μιά χειρόγραφη δική του προσευχή να τη διαβάσει ο παπάς.

 Οι μέρες και οι νύχτες περνούν σιγοψάλλει όλο και πιό αδύναμα. Την τελευταία μέρα του θέλει να την περάσει μόνος στο δωμάτιο, έξω χιόνιζε πάλι, τα μάτια του υγραίνονται. Αρχίζει να ψαλμωδεί το τροπάριο της παραμονής των Φώτων: 

“…αγαλλιάσεται η ψυχή μου επί τω Κυρίω,

ενέδυσε γάρ με ιμάτιον σωτηρίου

και χιτώνα ευφροσύνης περιέβαλέ με…”

Ξημερώνοντας 3ης Ιανουαρίου 1911 “έφυγε” ο κυρ Αλέξανδρος. Αυτά ήταν τα τελευταία Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά.


[Του Μιχάλη Σωτηρίου]

Δεν υπάρχουν σχόλια: