Την ανατροπή των αρνητικών δεδομένων επιχειρεί η κυβέρνηση, προκειμένου να μην παγιωθεί η κατάσταση στην οποία βρίσκεται το τελευταίο διάστημα.
![]() |
Στις περσινές ευρωεκλογές του Ιουνίου του 2024 ο στόχος της Νέας Δημοκρατίας ήταν να μην πέσει κάτω από το «ψυχολογικό» όριο του 30%. Εικονογράφηση: bianka/LIFO |
ΣΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΙΣ η Νέα Δημοκρατία εξακολουθεί να καταγράφει απώλειες, το ΠΑΣΟΚ χάνει και αυτό από τα κέρδη που είχε μετά τη δεύτερη εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη, το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου καταγράφει αλματώδη άνοδο και ο ΣΥΡΙΖΑ παγιώνεται ως μικρό κόμμα. Άλλο ένα νέο χαρακτηριστικό των τελευταίων ερευνών κοινής γνώμης είναι ότι πολλές εταιρείες μετράνε πλέον και τη δημοφιλία της ακτιβίστριας μητέρας θύματος των Τεμπών, Μαρίας Καρυστιανού, η οποία καταγράφει μεγάλη αποδοχή, καθώς ένα ποσοστό πάνω από 70% των πολιτών έχει θετική γνώμη για εκείνη. Η Μαρία Καρυστιανού, ως πρόσωπο με δημόσιο λόγο, είναι αποδεκτή από ένα μεγάλο κοινό, που την ακούει με θετική προδιάθεση και προέρχεται από όλο το ιδεολογικοπολιτικό φάσμα.
Όλα τα παραπάνω προβληματίζουν αρκετά το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου, το οποίο αναζητά τρόπους να διαχειριστεί τη νέα κατάσταση που έχει προκύψει μετά τις διαδηλώσεις για τα Τέμπη και τους ατυχείς κυβερνητικούς χειρισμούς, καθώς ο ανασχηματισμός δεν απέδωσε τα αναμενόμενα.
Στις περσινές ευρωεκλογές του Ιουνίου του 2024 ο στόχος της Νέας Δημοκρατίας ήταν να μην πέσει κάτω από το «ψυχολογικό» όριο του 30%. Το 28,31% που έλαβε τότε απογοήτευσε, αλλά ερμηνεύτηκε τελικά ως αποτέλεσμα μιας ψήφου διαμαρτυρίας χωρίς ρίσκο, όπως συμβαίνει συχνά στις ευρωεκλογές, με την ελπίδα ότι το επόμενο διάστημα στις δημοσκοπήσεις θα ανέβαιναν ξανά πάνω από το 30%. Σήμερα, με τις τάσεις που καταγράφονται στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, υπάρχει έντονη ανησυχία μήπως στις επόμενες εκλογές η Νέα Δημοκρατία δεν φτάσει ούτε στο 25%. Σε αυτή την περίπτωση θα έχανε ακόμα και το μπόνους των εδρών που παίρνει το πρώτο κόμμα (όταν λαμβάνει τουλάχιστον 25% επί των έγκυρων ψήφων), οπότε αυτές θα κατανέμονταν αναλογικά. Με αυτά τα δεδομένα, επεκτείνεται κι άλλο η ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού και κανείς δεν μπορεί να έχει βεβαιότητες για την επόμενη μέρα ή την επόμενη κυβέρνηση.
Στο ΠΑΣΟΚ και στον ΣΥΡΙΖΑ ορισμένοι θεωρούν πως το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου σύντομα θα ξεφουσκώσει. Η ίδια, ωστόσο, σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις αναδεικνύεται η πιο δημοφιλής αρχηγός και το δεύτερο καταλληλότερο πρόσωπο για τη θέση του πρωθυπουργού, ενώ φαίνεται να κερδίζει ψηφοφόρους από αριστερά και από δεξιά.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Η κατάσταση αυτή αυξάνει την απογοήτευση και τις γκρίνιες και μέσα στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, καθώς οι βουλευτές, που ενδιαφέρονται μόνο για την επανεκλογή τους, αντιλαμβάνονται ότι, χωρίς το μπόνους, η κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας θα αποδεκατιστεί στις επόμενες εκλογές. Οπότε, εάν δεν ανατραπεί πολύ σύντομα αυτή η καθοδική δημοσκοπική πορεία, ορισμένοι θα αρχίσουν τους υπολογισμούς (ειδικά στη βόρεια Ελλάδα) μήπως τους συμφέρει να μεταπηδήσουν σε κάποιο μικρότερο κόμμα, εάν αυτό τους εξασφαλίζει περισσότερες πιθανότητες επανεκλογής.
Το Μέγαρο Μαξίμου άρχισε ήδη ξανά τα «μπαλώματα» προκειμένου να κλείσει τις τρύπες. Ο Αρίστος Δοξιάδης, παρότι επιλέχθηκε ως τεχνοκράτης, δεν αντικαταστάθηκε από έναν άλλον τεχνοκράτη, αλλά από τον πρώτο σε ψήφους βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας στην Α’ Θεσσαλονίκης, Σταύρο Καλαφάτη.
Η κυβέρνηση αναζητά επειγόντως θέματα για να αλλάξει η ατζέντα και να μπουν στο περιθώριο τα Τέμπη. Οι επίορκοι δημόσιοι υπάλληλοι και οι επιθεωρήσεις της υπουργού Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη, εξυπηρετούν αυτή την κυβερνητική στρατηγική.
Το Μέγαρο Μαξίμου προσπαθεί να δημιουργήσει επίσης ένα κλίμα οικονομικής ανάτασης με την ανακοίνωση της αύξησης του κατώτατου μισθού από την 1η Απριλίου, η οποία θα είναι περίπου 35 ευρώ τον μήνα και σίγουρα δεν μπορεί να καλύψει την ανεξέλεγκτη ακρίβεια των τελευταίων ετών, ούτε να μειώσει αισθητά το μεγάλο χάσμα με τις ευρωπαικές χώρες.
Η αύξηση αυτή όμως θα παρασύρει προς τα πάνω και τον εισαγωγικό μισθό των δημοσίων υπαλλήλων, με αποτέλεσμα να δουν και αυτοί μικρές αυξήσεις των 30 ευρώ. Οι δημόσιοι υπάλληλοι παραμένουν απογοητευμένοι, καθώς θεωρούν ότι, παρά τις διακηρύξεις όλων των κυβερνήσεων περί εξόδου από τα μνημόνια, εκείνοι εξακολουθούν να βρίσκονται σε καθεστώς μνημονίου (όπως και οι συνταξιούχοι και άλλοι τομείς βέβαια), καθώς το αίτημά τους για επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού δεν υπάρχει προοπτική να ικανοποιηθεί, παρά τα πλεονάσματα. Τα κυβερνητικά στελέχη υποστηρίζουν ότι αξιοποιούν το μέγιστο των δυνατοτήτων που υπάρχουν, με κόκκινη γραμμή τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, η οποία δεν πρέπει να διακινδυνεύσει.
Στο μεταναστευτικό η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει ότι με τον Μάκη Βορίδη θα ασκήσει μια πιο αυστηρή μεταναστευτική πολιτική, με την οποία θα περιορίσει τις παράνομες αφίξεις και θα αυξήσει τη νόμιμη μετανάστευση, καθώς οι ανάγκες για εργατικό δυναμικό είναι μεγάλες. Όλα αυτά τα λέει χρησιμοποιώντας όμως διπλή γλώσσα. Από τη μία εμφανίζεται αυστηρή, για να ικανοποιήσει το παραδοσιακό κοινό της, από την άλλη μιλά για ανθρωπιστική πολιτική που οφείλει να ακολουθήσει, καθώς οι δηλώσεις αυτές φτάνουν και στην Ε.Ε., για την οποία αυστηροποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής σημαίνει να στέλνονται οι μετανάστες που δεν θέλουν οι χώρες του Βορρά πίσω στην Ελλάδα και την Ιταλία. Όλα αυτά τα έχει ξαναπεί η κυβέρνηση και τα λέει σταθερά κάθε φορά που αλλάζει ο υπουργός, ωστόσο τα προβλήματα στη μεταναστευτική πολιτική παραμένουν και επεκτείνονται σε πολλούς τομείς.
Το θέμα της απονομής της δικαιοσύνης αλλά και της εκλογής της ηγεσίας της, μαζί με τη θεσμοθετημένη ατιμωρησία των υπουργών, είναι ένα ζήτημα που απασχολεί επίσης την κυβέρνηση. Παρότι έχουν καταφέρει να μετατοπίσουν τα Τέμπη από πρώτο θέμα που ήταν στην ατζέντα της επικαιρότητας, γνωρίζουν (και από τις δικές τους μετρήσεις της κοινής γνώμης) ότι αυτά εξακολουθούν να ενδιαφέρουν τους πολίτες και με οποιαδήποτε αφορμή μπορεί να φουντώσουν ξανά ανά πάσα στιγμή. Για τον λόγο αυτό μελετάνε σοβαρά μια νέα αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών και την έναρξη της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος τους επόμενους μήνες.
Η δημοσκοπική άνοδος του κόμματος της Ζωής Κωνσταντοπούλου και η παράλληλη πτώση του ΠΑΣΟΚ –που θα μπορούσε, θεωρητικά, να αποτελέσει την εναλλακτική πρόταση στη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη– αντιμετωπίστηκε αρχικά ως ένα βολικό σενάριο που θα συσπείρωνε τους ψηφοφόρους του κυβερνώντος κόμματος και θα συνέβαλε στην εδραίωση του διλήμματος «Μητσοτάκης ή χάος». Στην πράξη, ωστόσο, αυτό φαίνεται να μη λειτουργεί, αλλά αντιθέτως να πυροδοτεί την έξαρση μιας νέας αντισυστημικότητας με τιμωρητικά χαρακτηριστικά.
Στο ΠΑΣΟΚ και στον ΣΥΡΙΖΑ ορισμένοι θεωρούν πως το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου σύντομα θα ξεφουσκώσει. Η ίδια, ωστόσο, σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις αναδεικνύεται η πιο δημοφιλής αρχηγός και το δεύτερο καταλληλότερο πρόσωπο για τη θέση του πρωθυπουργού, ενώ φαίνεται να κερδίζει ψηφοφόρους από αριστερά και από δεξιά.
Σενάρια για ίδρυση κόμματος κυκλοφορούν και για τη Μαρία Καρυστιανού, τα οποία η ίδια διέψευσε. Αρκετοί πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν, πάντως, ότι αν προχωρούσε στην ίδρυση πολιτικού φορέα, θα ήταν περίπου βέβαιη η επιτυχία της. Η άνοδος της Πλεύσης Ελευθερίας και η μεγάλη δημοτικότητα της Μαρίας Καρυστιανού φαίνεται να έχουν ανησυχήσει και τον Αλέξη Τσίπρα, που μελετά την επίσπευση της επιστροφής του, παρότι το πλαίσιο εξακολουθεί να μην είναι ευνοϊκό.
Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι οι περισσότεροι ψηφοφόροι της την ψήφισαν για να επανέλθει ένα είδος κανονικότητας στη χώρα, όπως την είχε ο καθένας στον νου του. Αυτό που είδαν όμως, ειδικά μετά τα Τέμπη, οπωσδήποτε δεν είναι η κανονικότητα που ήθελαν, όπως και αν την εννοούσαν. Από δικά της λάθη η κυβέρνηση (με τη συμβολή κομμάτων της αντιπολίτευσης) έχει ενισχύσει ένα κίνημα τιμωρίας του πολιτικού συστήματος που αναδύεται τους τελευταίους μήνες. Αυτή φαίνεται πως θα είναι η πολιτική μάχη που θα δοθεί το επόμενο διάστημα, με απρόβλεπτη έκβαση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου