Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

Κωνσταντίνος Τσάτσος (1899 - 1987)



Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος (Αθήνα, 1 Ιουλίου 1899 - 8 Οκτωβρίου 1987) ήταν Έλληνας νομικός, φιλόσοφος και πολιτικός, που διετέλεσε πρόεδρος της Δημοκρατίας (1975-1980). Ακολούθησε ακαδημαϊκή σταδιοδρομία εκλεγόμενος τακτικός καθηγητής της φιλοσοφίας του δικαίου στη Νομική σχολή Αθηνών και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1961), της οποίας χρημάτισε και πρόεδρος. Ασχολήθηκε με την πολιτική για πρώτη φορά το 1945, αναλαμβάνοντας υπουργός εσωτερικών στην κυβέρνηση Πέτρου Βούλγαρη και από τότε εξελίχθηκε σε έναν από τους βασικούς πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής της Ελλάδας. Διετέλεσε υπουργός σε πολλές κυβερνήσεις και αναδείχθηκε σε έναν από τους βασικούς συνεργάτες του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Με την υποστήριξη του τελευταίου κατάφερε το 1975 να εκλεγεί πρώτος πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1980, οπότε και παραιτήθηκε.

Το φιλοσοφικό, λογοτεχνικό και νομικό του έργο θεωρείται σημαντικό. Επηρέασε σημαντικά το Σύνταγμα του 1975, όντας ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής συντάξεως του Συντάγματος, ενώ θεωρείται και ένας από τους βασικούς υποστηρικτές της ευρωπαϊκής ιδέας,[4] ενώ υπήρξε και θαυμαστής της αμερικανικής δημοκρατίας.[5] Για τη σημαντική προσφορά του στην ανάπτυξη του ευρωπαϊκού οράματος του απονεμήθηκε το 1980 το μέγα ευρωπαϊκό Βραβείο Κουντενχόβε - Καλλέργη. Επίσης, ήταν μέλος πολλών ξένων Ακαδημιών, μεταξύ των οποίων της Ρωσίας, της Λετονίας κ.ά.

Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, καταβεβλημένος από τον καρκίνο, πέθανε στις 8 Οκτωβρίου 1987, σε ηλικία 88 ετών.

Γεννήθηκε την 1η Ιουλίου 1899 στην Αθήνα και ήταν πρωτότοκος γιος του Δημητρίου Τσάτσουδικηγόρου και βουλευτή και της Θεοδώρας Ευστρατιάδη. Αδερφός του ήταν ο Θεμιστοκλής Τσάτσος. Μεγάλωσε στην Αθήνα,[6] αλλά επισκεπτόταν συχνά την Τεργέστη, όπου ήταν εγκατεστημένοι οι γονείς της μητέρας του.[7] Φοίτησε στο Γυμνάσιο Μακρή και στο Β΄ Γυμνάσιο Νεαπόλεως, ενώ στη συνέχεια στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαιδεύσεως, όπου είχε δασκάλους τον Σωκράτη Κουγέα και τον Δημήτρη Γληνό.[8] Από νεαρή ηλικία μιλούσε γαλλικά και γερμανικά, ενώ διάβαζε φιλοσοφικά έργα και ποιήματα ήδη από 13 ετών. Στην ηλικία των 15 ετών άρχισε να γράφει ποιήματα μαζί με τον παιδικό του φίλο Αλέξανδρο Εμπειρίκο - Κουμουνδούρο.

Το 1914 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών,[9] από την οποία αποφοίτησε το 1918. Την ίδια χρονιά συμπεριλήφθηκε στην ελληνική αποστολή, της οποίας ομάδας επικεφαλής ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, του Συνεδρίου της Ειρήνης στο Παρίσι ως κρυπτογράφος,[10] και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για έναν χρόνο.[11] Το 1920 έλαβε την άδεια εξασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος και το 1921 ανέλαβε μαζί με τον Γεώργιο Μαριδάκη το δικηγορικό γραφείο του πατέρα του, ο οποίος στο μεταξύ είχε πεθάνει. Οι στρατιωτικές του υποχρεώσεις έως το 1923, ο αιφνίδιος θάνατος του πατέρα του και η διάσωση του δικηγορικού γραφείου -μοναδικού πόρου ζωής για τη μητέρα και τον αδελφό του- ανέστειλαν το ξεκίνημα μεταπτυχιακών σπουδών.[12] Το 1925 εγκαταστάθηκε στη Χαϊδελβέργη προκειμένου να συμπληρώσει τις νομικές του σπουδές και να εκπονήσει διδακτορική διατριβή. Εκεί γνωρίστηκε με τους Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο και Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ενώ επηρεάστηκε σημαντικά από τους Ρίκερτ, Καρλ Γιάσπερς και άλλους Γερμανούς καθηγητές του.[13] Με την επιστροφή του παρέλαβε μαζί με τον αδερφό του Θεμιστοκλή το γραφείο του πατέρα του και ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη δικηγορία έως το 1931, μολονότι δεν έλκονταν από το δικηγορικό επάγγελμα.

Ακαδημαϊκή σταδιοδρομία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1929 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα διδακτορικής διατριβής Η νομική ως τεχνική και επιστήμη. Τον επόμενο χρόνο έγινε υφηγητής με θέμα της επί υφηγεσία διατριβής του Φιλοσοφία και επιστήμη του δικαίου και το 1933 καθηγητής στην έδρα της «Εισαγωγής στην επιστήμη του Δικαίου και της Φιλοσοφίας του Δικαίου». Ξεκίνησε τη διδακτική του δραστηριότητα ως άμισθος υφηγητής. Το 1934 άρχισε να διδάσκει «Κοινωνική φιλοσοφία των Αρχαίων Ελλήνων».[14] Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '30, ο Τσάτσος ήρθε σε επαφή με τους σημαντικούς λογοτέχνες και ποιητές της εποχής, ενώ ξεχωριστή υπήρξε η φιλία του με τον Κωστή Παλαμά, τον οποίο είχε γνωρίσει ήδη από το 1922.[15] Την ίδια εποχή, το 1930, μαζί με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και το Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο εξέδωσε το τριμηνιαίο περιοδικό Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών, η έκδοση του οποίου συνεχίστηκε για τα επόμενα έντεκα χρόνια. Παράλληλα με τα μαθήματά του στη Νομική Σχολή, δίδασκε και φιλοσοφία στην Πάντειο (1935-1938).[16] Το 1935 αρχίζει να ασχολείται με τα πολιτικά ζητήματα όταν πριν το δημοψήφισμα δημοσίευσε άρθρα υπέρ του δημοκρατικού πολιτεύματος.[17] Την ίδια χρονιά, η κυβέρνηση Τσαλδάρη επιχείρησε να τον παύσει από το Πανεπιστήμιο, αλλά παρέμεινε μετά από έντονο διάβημα του Κανελλόπουλου.[18] Το 1938 απέτυχε να γίνει τακτικός καθηγητής λόγω της δικτατορίας Μεταξά.[19]

Το 1939 το καθεστώς Μεταξά είχε βάλει χαφιέδες να παρακολουθούν τις πανεπιστημιακές παραδόσεις του. Ενώ αρχικά του πρότεινε να αναλάβει ανώτατο αξίωμα στην Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ), τον συνέλαβε και τον εκτόπισε στη Σκύρο. Η υποψία του καθεστώτος σε βάρος του ενισχύθηκε από τις επισκέψεις που πραγματοποίησε στους τόπους εξορίας του Κανελλόπουλου. Στη συνέχεια μετατοπίστηκε στις Σπέτσες, μετά από παρέμβαση του Κυριάκου Βαρβαρέσου προς τον Κωνσταντίνο Μανιαδάκη, όπου διέμεινε μέχρι το τέλος Ιανουαρίου 1940, οπότε και του επετράπη να επιστρέψει στην Αθήνα.[20]

Στον πόλεμο του '40 και στην Κατοχή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν εκδηλώθηκε ο πόλεμος μαζί με τους Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο και Ιωάννη Κακριδή έστειλαν επιστολή στον Ιωάννη Μεταξά, με την οποία του ζητούσαν να καταταγούν εθελοντικά και να πολεμήσουν. Τελικά ο Τσάτσος χρησιμοποιήθηκε στη Διεύθυνση Εξωτερικού Τύπου για τη σύνταξη προπαγανδιστικών ξενόγλωσσων φυλλαδίων. Όταν εισήλθαν οι Γερμανοί στην Αθήνα μετέβη με την οικογένειά του στο χωριό Βασσαράς της Σπάρτης, με απώτερο στόχο να μεταβούν διαμέσου Κυθήρων και Αντικυθήρων στην Κίσαμο. Όταν οι Γερμανοί έφτασαν στη Σπάρτη, επέστρεψαν στην Αθήνα.[21] Εργάστηκε στην Εθνική Οργάνωση Χριστιανικής Αλληλεγγύης (ΕΟΧΑ) της Αρχιεπισκοπής και στο συσσίτιο του Πανεπιστημίου.[22] Το 1941, στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, εκφώνησε ομιλία προς τους φοιτητές του και στη συνέχεια τους συνέστησε να καταθέσουν ομαδικώς άνθη στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη (λόγω της φρούρησης του χώρου η κατάθεση πραγματοποιήθηκε στο άγαλμα του Διονυσίου Σολωμού στον Εθνικό Κήπο). Την επομένη μέρα απολύθηκε από τη θέση του στο Πανεπιστήμιο.[23] Με τη βοήθεια του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού επέστρεψε στο σπίτι του από το κρησφύγετο όπου κρυβόταν χωρίς να συλληφθεί.[24] Το 1942 ίδρυσε τη «Σοσιαλιστική Ένωση», μαζί με τους Ξενοφώντα ΖολώταΓεώργιο ΜαύροΆγγελο Αγγελόπουλο και Πέτρο Γαρουφαλιά.[25] Κατά τη διάρκεια της κατοχής συνεργάστηκε με το Χριστόδουλο Τσιγάντε, ως μέλος της επιτροπής που αποτελούσε το σύνδεσμο μεταξύ της κυβερνήσεως του Καΐρου και των αντιστασιακών οργανώσεων.[26] Αποξενωμένος ιδεολογικά από το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο[27] προσέγγισε τον Εθνικό Δημοκρατικό Ελληνικό Σύνδεσμο (ΕΔΕΣ) και την Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση (ΕΚΚΑ). Για τη δράση του αυτή καταδιώχθηκε για να διαφύγει τελικώς τον Ιούλιο του 1944 στη Μέση Ανατολή, μέχρι το Νοέμβριο του ίδιου έτους.[28]

Μετά την Απελευθέρωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1944 έγινε τακτικός καθηγητής στη Νομική Σχολή Αθηνών. Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι το Φεβρουάριο του 1946, όταν και παραιτήθηκε για να θέσει υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές.[29]

Πολιτική σταδιοδρομία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τσάτσος προερχόταν από φιλοβενιζελική οικογένεια,[30] με έντονες πολιτικές ενασχολήσεις. Η πρώτη ουσιαστική ανάμειξη με την πολιτική ήταν το 1945, όταν και ανέλαβε Υπουργός Εσωτερικών και προσωρινά (για δύο μέρες μόνο) Δικαιοσύνης και Κοινωνικής Πρόνοιας, στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Πέτρου Βούλγαρη.[31] Κατόπιν όμως πιέσεων που ασκούσε ο τύπος (συγκρότημα Λαμπράκη) ζητήθηκε από τον Δαμασκηνό να παραιτηθεί από τη θέση του.[32] Στην κυβέρνηση Κανελλόπουλου που σχηματίσθηκε τον ίδιο χρόνο ανέλαβε δύο υπουργεία, του Τύπου και Πληροφοριών και προσωρινώς της Αεροπορίας.[33] Τον επόμενο χρόνο έθεσε υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές, στις οποίες και εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής. Το 1947 επισκέφθηκε το Κάιρο και το 1948 τη Ρώμη εκπροσωπώντας την Ελληνική Βουλή στις διακοινοβουλευτικές συσκέψεις που πραγματοποιούνταν.[34]

Το 1949 ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Παιδείας.[35][36][37] Κατά τη διάρκεια της θητείας του οργάνωσε την εθνική πινακοθήκη, ενώ συγκρούστηκε με τους καθηγητές στο θέμα της αυξήσεως των μισθών. Επίσης επί της υπουργίας του πραγματοποιήθηκε η εκλογή νέου αρχιεπισκόπου από την Ιερά Σύνοδο λόγω του θανάτου του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού. Σε αυτήν ο Τσάτσος στήριξε τον μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα, ο οποίος τελικώς εξελέγη. Στις εκλογές του 1950 έθεσε υποψηφιότητα με το κόμμα του Κανελλόπουλου, αποτυγχάνοντας όμως να εκλεγεί. Τότε άρχισε να εργάζεται στην εφημερίδα Η Καθημερινή και επέστρεψε για κάποιο διάστημα στην ενεργή δικηγορία.[38] Στα τέλη του 1950 διορίστηκε υφυπουργός Συντονισμού.[39] Διατήρησε το χαρτοφυλάκιό του για έξι μήνες αλλά εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση υπό την πίεση του Γεωργίου Παπανδρέου. Ξανατοποθετήθηκε στην ίδια θέση όταν ανέλαβε υπουργός ο Σοφοκλής Βενιζέλος.[39] Το 1951 ξανάθεσε υποψηφιότητα για βουλευτής, χωρίς όμως επιτυχία. Τον επόμενο χρόνο απέτυχε ξανά στις εκλογές, ενώ τρία χρόνια αργότερα κατηγορήθηκε για οικονομικό σκάνδαλο. Γι' αυτό τον λόγο οργανώθηκε εξεταστική επιτροπή, η οποία τελικά τον αθώωσε. Παρέδωσε μια σειρά μαθημάτων στο Αθήναιον. Βιοποριζόταν από το δικηγορικό του γραφείο και την αρθρογραφία του στην Καθημερινή. Το 1952 περιοδεύει σε δέκα αμερικανικά πανεπιστήμια, με τη χορηγία του Ιδρύματος Φούλμπραϊτ (Fulbright).[40]

Κωνσταντίνος Τσάτσος

Το 1956 προσχώρησε στο υπό ίδρυση κόμμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ), βοηθώντας τον αρχηγό της στη σύνταξη κειμένων και διακηρύξεων σχετικά με την ίδρυση του κόμματος, με την οποία και εξελέγη βουλευτής.[41] Στην κυβέρνηση που σχηματίσθηκε υπό τον Καραμανλή ανέλαβε το υπουργείο Προεδρίας.[42] Στις επόμενες εκλογές, του 1958, εξελέγη βουλευτής και ανέλαβε πάλι το υπουργείο Προεδρίας.[43] Το υπουργείο Προεδρίας είχε αρκετές αρμοδιότητες, μεταξύ άλλων και αυτή του τουρισμού. Επί θητείας του, κατασκευάστηκε το ξενοδοχείο της Πάρνηθας, για το οποίο ελέγχθηκε από την αντιπολίτευση λόγω της υπέρβασης του αρχικού προϋπολογισμού, ενώ ενίσχυσε σημαντικά και τα διεθνή φεστιβάλ θεάτρου και μουσικής ανά την Ελλάδα.[44] Τον Ιούνιο του 1961 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών με 24 ψήφους υπέρ και 6 κατά,[45] στην έδρα τη Φιλοσοφία του Δικαίου.[46] Σε αυτήν διετέλεσε πρόεδρος (1966)[47] και αντιπρόεδρος. Τον ίδιο χρόνο (1961) επανεξελέγη βουλευτής χωρίς όμως να αναλάβει κάποιο υπουργείο. Το 1962 ο υπουργός Βιομηχανίας Ζήσης Ζησάκης παραιτήθηκε και ο Καραμανλής του πρότεινε να αναλάβει το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο.[48] Στη συνέχεια ανέλαβε το υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας.[49] Όταν αποχώρησε ο Καραμανλής, οι Τσάτσος και Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου απομακρύνθηκαν από τις διαμάχες για την ηγεσία. Στην κυβέρνηση Κανελλόπουλου ο Τσάτσος ανέλαβε το υπουργείο Δικαιοσύνης,[50] στο οποίο παρέμεινε μέχρι την εγκαθίδρυση της δικτατορίας των Συνταγματαρχών την 21η Απριλίου.

Στη Δικτατορία του 1967 και στη Μεταπολίτευση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ο Τσάτσος υπέγραψε κάποιες αντιδικτατορικές προκηρύξεις, δίχως να προβεί σε κάποια άλλη νέα ενέργεια.[51] Υπήρξε μάρτυρας υπεράσπισης του λογοτέχνη Μένη Κουμανταρέα στη δίκη του από το Εφετείο Αθηνών για το πεζογράφημά του Το αρμένισμα.[52] Συνοδευόταν μονίμως από έναν αστυνομικό, ο οποίος τον παρακολουθούσε.[53] Μετά τη Χούντα ανέλαβε το υπουργείο Πολιτισμού στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας,[54] όμως ασχολιόταν πιο πολύ με τα προσχέδια του νέου Συντάγματος και την κατάρτιση των συνδυασμών της Νέας Δημοκρατίας.[55] και στις εκλογές που ακολούθησαν εξελέγη στην τρίτη θέση με το ψηφοδέλτιο επικρατείας της.[56][57] Παράλληλα, ανέλαβε την προεδρία της κοινοβουλευτικής επιτροπής σύνταξης του νέου συντάγματος.[58] Εισηγητής της αντιπολίτευσης για το νέο σύνταγμα ήταν ο ανιψιός του, Δημήτρης Τσάτσος.

Πρόεδρος της Δημοκρατίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως ένας από τους πιο έμπιστους συμβούλους του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο Τσάτσος προτάθηκε από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η απόφαση του Καραμανλή για την επιλογή Τσάτσου αναγγέλθηκε στην αίθουσα της Γερουσίας, όπου συνεδρίαζε η κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας. Όπως αναφέρει ο Τσάτσος στα απομνημονεύματά του, ο Καραμανλής είχε θέσει ως μοναδικό όρο ότι σε περίπτωση που θα ήθελε να μεταπηδήσει νωρίτερα από τα πέντε χρόνια στην προεδρία της δημοκρατίας, αυτός θα παραιτούνταν.[59] Ο Τσάτσος αποδίδει την επιλογή του Καραμανλή στο πρόσωπό του στους εξής λόγους: θα τηρούσε την υπόσχεσή του να παραιτηθεί από την Προεδρία της Δημοκρατίας, σε περίπτωση που ο Καραμανλής ήθελε να μεταπηδήσει σε αυτήν, όπως είχαν συμφωνήσει μυστικά μεταξύ τους· δε θα εκμεταλλευόταν το αξίωμά του για να αυτοπροβληθεί σε βάρος του Καραμανλή· η μεταξύ τους ταύτιση απόψεων, τέτοια που δεν του είχε προκαλέσει ποτέ πρόβλημα· το κύρος που είχε αποκτήσει ο Τσάτσος κατά τη θητεία του στην Επιτροπή του Συντάγματος και η καλή συνεργασία που είχε με την αντιπολίτευση.[60] Στην ψηφοφορία που διεξάχθηκε στη Βουλή έλαβε 210 ψήφους σε σύνολο 295 ψηφισάντων. Από αυτές, οι 210 ανήκαν πιθανότατα στους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που διέθετε 215 έδρες. Μοναδικός αντίπαλος ήταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που υποστηρίχθηκε από την Ένωση Κέντρου, ενώ το ΠΑΣΟΚ και η Ενωμένη Αριστερά ψήφισαν λευκό.[61] Πρόεδρος της Δημοκρατίας ορκίστηκε στις 19 Ιουλίου 1975.

Ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέλαβε να οργανώσει καλύτερα τον όλο θεσμό. Ασχολήθηκε με βασικά ζητήματα της εθνικής πολιτικής όπως ήταν π.χ. το σλαβομακεδονικό. Δέχθηκε τις επισκέψεις αρκετών αρχηγών ξένων κρατών και συναντήθηκε με σημαντικές προσωπικότητες όπως οι Γιόσιπ Μπροζ ΤίτοΝτουάιτ ΑϊζενχάουερΒαλερί Ζισκάρ ντ' ΕσταίνΓκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ κ.ά. Επίσης, εκπροσώπησε την Ελλάδα στην κηδεία του Μακαρίου το 1977, του Τίτο και του Ανουάρ Σαντάτ. Λίγο πριν το τέλος της θητείας του τιμήθηκε με το βραβείο Κούντενχοβε-Καλλέργη[62] και ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας της Σορβόννης.[63] Στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας παρέμεινε μέχρι τον Μάιο του 1980, όταν και τον διαδέχθηκε ο Καραμανλής.

Μετά το τέλος της θητείας του πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στο εξωτερικό είτε αναψυχής είτε κυρίως για ακαδημαϊκούς λόγους, αφού ήταν μέλος αρκετών Ακαδημιών. Το 1980 εξελέγη μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας.[64] Την ίδια χρονιά διορίστηκε μέλος της Ακαδημίας του Μαρόκου, ύστερα από διάταγμα του βασιλιά Χασάν Β΄.[65] Παράλληλα, συμμετείχε σε αρκετές συγκεντρώσεις για το ευρωπαϊκό όραμα, ενώ βοηθούσε και στη συγγραφή κάποιων ιστορικών μελετών.

Η ενασχόληση του Κωνσταντίνου Τσάτσου από νεαρή κιόλας ηλικία με τη φιλοσοφία και την ποίηση τον βοήθησαν στην ανάπτυξη της καλλιέργειάς του. Αρχίζει να γράφει ποιήματα σε ηλικία δεκαπέντε ετών.[66] Την τριετία 1921-1924 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα, την Τριλογία της ψυχής αφιερωμένη στον Κωστή Παλαμά και δύο δράματα με το ψευδώνυμο «Ηβός Δελφός».[67] Στα ποιήματα του εκφράζονται τα πιο βαθιά και κρυφά στρώματα του εαυτού του. Τα παράλογα στοιχεία διασταυρώνονται με τα λογικά. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται «υπαρξιακή».[68] Οι φιλοσοφικές μελέτες που δημοσίευσε κατά καιρούς αποσκοπούσαν στην στην εκλαΐκευση της καντιανής φιλοσοφίας στην Ελλάδα.[69] Το 1948 υπήρξε εμπνευστής μιας νέας εταιρείας συγγραφέων, στην οποία συμμετείχαν μεταξύ άλλων ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Σπύρος Μελάς, ο Ηλίας Βενέζης, ο Ανδρέας Καραντώνης και ο Πέτρος Χάρης.[70]

Συνεργάστηκε με την Εκδοτική Αθηνών για τη συγγραφή ενοτήτων και την εποπτεία τόμων της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, για λόγους βιοπορισμού. Την ίδια περίοδο είναι γόνιμο το συγγραφικό έργο του.[71] Έχοντας πλέον στην κατοχή της μια ανεκτίμητης αξίας βιβλιοθήκη, η οικογένεια Τσάτσου δώρησε το σύνολο των βιβλίων του Κωνσταντίνου Τσάτσου στο σημερινό Κέντρο Βυζαντινών Νεοελληνικών και Κυπριακών Σπουδών, που βρίσκεται στη Γρανάδα της Ισπανίας, υπό την εποπτεία του καθηγητή Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας Μόσχου Μορφακίδη Φυλακτού.

Ο φιλοσοφικός στοχασμός του Τσάτσου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το εξώφυλλο του βιβλίου του Κ. Τσάτσου για την Έννοια του θετικού δικαίου, που εκδόθηκε στα γερμανικά στη Χαϊδελβέργη το 1928.

Ο ίδιος ο Τσάτσος τοποθετεί τις φιλοσοφικές καταβολές του στον Πλάτωνα, τον Ιμμάνουελ Καντ και τον Νεοκαντιανισμό.[72] Καλλιέργησε τη Φιλοσοφία του Δικαίου ακολουθώντας τον Χάινριχ Ρίκερτ (ο οποίος δεν ασχολήθηκε με το Δίκαιο) και τη θεωρία των αξιών που ανέπτυξε και γενικά τη Νεοκαντιανή Σχολή της Βάδης. Στα 1928 δημοσίευσε το Der Begriff des positiven Rechtes (Η έννοια του θετικού δικαίου), το οποίο κατά τον Ρίκερτ απέδιδε με τη μεγαλύτερη συνέπεια στο χώρο του Δικαίου τη θεωρία του.[73]

Άλλες μελέτες του σχετικές με τη φιλοσοφία του Δικαίου είναι: Το πρόβλημα της ερμηνείας του Δικαίου (1932, 1978), Το πρόβλημα των πηγών του Δικαίου (1941) όπου ασχολείται με το Σύνταγμα «ως μια από τις ιδιαίτερες πηγές του Δικαίου»', ενώ δεν προχώρησε στις άλλες πηγές του δικαίου (νόμοι, διοικητικές πράξεις). Η επί διδακτορία και επί υφηγεσία διατριβές του δημοσιεύτηκαν σε έναν τόμο με τίτλο Μελέται φιλοσοφίας του Δικαίου (1960).[74] Έχοντας την αίσθηση ο ίδιος πως «ότι ήταν να γράψει σχετικά με τη φιλοσοφία του Δικαίου το είχε γράψει», διακόνησε ένα άλλο κομμάτι των κοινωνικών επιστημών μεταξύ των ορίων της νομικοπολιτικής επιστήμης και την κοινωνική φιλοσοφία με τα έργα του Η κοινωνική φιλοσοφία του Καντ (1935), Η κοινωνική φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων (1962), Πολιτική, θεωρία πολιτικής δεοντολογίας (1965). Καλλιέργησε και την αισθητική με το Διάλογο για την ποίηση με τον Γιώργο Σεφέρη.[75]

Ήταν παντρεμένος δύο φορές. Νυμφεύθηκε αρχικά τη Λίλη Ζηρίνη τον Φεβρουάριο του 1925, για να χωρίσει όμως το 1929. Ο δεσμός τους είχε ως αφετηρία του το κοινό ενδιαφέρον τους για τον ποιητή Κωστή Παλαμά. Κατά τη διάρκεια του γάμου τους έμεναν μεταξύ Αθήνας και Χαϊδελβέργης. Στη συνέχεια γνώρισε την Ιωάννα Σεφεριάδου, αδερφή του Γιώργου Σεφέρη, την οποία και νυμφεύτηκε στις 30 Ιουνίου 1930. Μαζί της απέκτησε δύο κόρες:[76]








Δεν υπάρχουν σχόλια: