Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

Δεκαπέντε χρόνια μετά την κρίση, τα κόμματα αρνούνται να αλλάξουν (της Βασ.Σιούτη )

Tην ώρα που ο γειτονικός μας κόσμος φλέγεται και η ευρωπαϊκή ηγεσία μοιάζει ανύπαρκτη, το ελληνικό πολιτικό σύστημα κατακερματίζεται περαιτέρω, αδυνατώντας να χαράξει μια κοινή γραμμή, ακόμα και για τα ζητήματα που αφορούν τη θέση της χώρας στη διεθνή συγκυρία

 Διαιρέσεις αντί για συναινέσεις 
Οι Έλληνες ψηφοφόροι έχουν συνηθίσει τα τελευταία χρόνια να ψηφίζουν για να αποφύγουν τα χειρότερα και όχι για να επιδοκιμάσουν το έργο και τον προγραμματικό λόγο ενός κόμματος. Εικονογράφηση: bianka/LIFO



ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ Ο ΓΕΙΤΟΝΙΚΟΣ ΜΑΣ ΚΟΣΜΟΣ φλέγεται και η ευρωπαϊκή ηγεσία μοιάζει ανύπαρκτη, το ελληνικό πολιτικό σύστημα κατακερματίζεται περαιτέρω, αδυνατώντας να χαράξει μια κοινή γραμμή, ακόμα και για τα ζητήματα που αφορούν τη θέση της χώρας στη διεθνή συγκυρία, κι ας βρίσκεται δίπλα στη φωτιά που καίει. 

Δεκαπέντε χρόνια μετά την οικονομική κρίση, το πολιτικό σύστημα δεν έχει καταφέρει ακόμα να ορθοποδήσει και καθημερινά αποδεικνύεται ότι η όποια «κανονικοποίηση» είναι επιφανειακή. Τα κόμματα αποδεικνύουν καθημερινά ότι δεν ενδιαφέρονται να μάθουν από τα λάθη τους και δεν θέλουν να τα διορθώσουν. 

Οι Έλληνες ψηφοφόροι έχουν συνηθίσει τα τελευταία χρόνια να ψηφίζουν για να αποφύγουν τα χειρότερα και όχι για να επιδοκιμάσουν το έργο και τον προγραμματικό λόγο ενός κόμματος. 

Οι ηγεσίες των κομμάτων εξουσίας αγνόησαν την τεράστια αποχή των ευρωεκλογών, η οποία ήταν σε μεγάλο βαθμό μια κραυγή διαμαρτυρίας των πολιτών που βλέπουν αδιέξοδο. Οι πολιτικοί εξακολουθούν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος θα πάρει την εξουσία από τον άλλον για να μοιραστεί τα λάφυρά της με την ομάδα του, αντί να ανταγωνίζονται για το ποιος θα κάνει καλύτερη και ισχυρότερη τη χώρα με το πρόγραμμά του. 

Οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν τις συνέπειες αυτής της άρνησης των ελληνικών κομμάτων εξουσίας να αλλάξουν, να γίνουν πιο δημοκρατικά και να πείσουν ότι εκπροσωπούν πολίτες και όχι συμφέροντα ορισμένων. 

Την ίδια ώρα, εξαιτίας της αδυναμίας της κυβέρνησης να παρουσιάσει ουσιαστικό μεταρρυθμιστικό έργο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ που αποσυντίθεται δεν αποτελεί πια φόβητρο για αυτούς, αρκετοί κεντρώοι αρχίζουν να απομαγεύονται και να κοιτάζουν και αλλού, όπως στο ΠΑΣΟΚ, που δεν κατάφερε να κάνει το άλμα στις ευρωεκλογές αλλά κράτησε τις δυνάμεις του όταν οι άλλοι έπεφταν.

Η ΝΔ τυπικά δεν έχει κανένα πραγματικό εμπόδιο για τα επόμενα τρία χρόνια. Η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας μπορεί να αποτελέσει μια δοκιμασία, αλλά αυτό εξαρτάται από τις επιλογές της. Οι βουλευτές που αρνήθηκαν να ψηφίσουν υπέρ του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών και μερικοί ακόμα έχουν στείλει μήνυμα στο Μέγαρο Μαξίμου ότι δεν θα συναινέσουν στην επανεκλογή της σημερινής Προέδρου, την οποία ο πρωθυπουργός θα ήθελε. Θα πραγματοποιήσουν την απειλή τους; Το κάνουν για να συνδιαλλαγούν; Ή απλώς θέλουν να κάνουν ορατό ένα διαφορετικό πολιτικό στίγμα που είναι υπαρκτό στη ΝΔ; Όλα αυτά μπορεί να προκαλούν κάποια ενόχληση στον πρωθυπουργό, αλλά δεν είναι πραγματικά προβλήματα και είναι εύκολο να αντιμετωπιστούν. 

Φαίνεται όμως ότι υπάρχει και ένα ζήτημα πολιτικού προσανατολισμού στο κυβερνών κόμμα και τώρα που έχει περάσει προ πολλού ο μήνας του μέλιτος αρχίζει να βγαίνει πιο έντονα στην επιφάνεια. Από τη μία είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που θέλει τη ΝΔ στο λεγόμενο φιλελεύθερο κέντρο, από την άλλη μια σημαντική μερίδα της βάσης και αρκετά στελέχη της λεγόμενης λαϊκής δεξιάς αντιδρούν και θέλουν επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες του κόμματος. Ο πρωθυπουργός γνωρίζει ότι χωρίς αυτούς δεν μπορεί να κυβερνήσει και ότι αν τους χάσει, δεν θα μπορεί να σταθεί. Δεν θέλει όμως να στρίψει και πιο δεξιά το τιμόνι, όπως ζητάνε μερικοί. Κάποια επικοινωνιακά τρικ που χρησιμοποιήθηκαν δεν απέδωσαν. 

Εδώ και λίγο καιρό ορισμένα απογοητευμένα παλιά στελέχη του κόμματος, που είχαν περιθωριοποιηθεί, αλλά γνωρίζουν καλά τον μηχανισμό της ΝΔ, κατευθύνθηκαν προς την Αφροδίτη Λατινοπούλου για να της προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Το κόμμα της μετατρέπεται ήδη σε χώρο υποδοχής δυσαρεστημένων δεξιών της ΝΔ. Διαθέτει άλλωστε αρκετά πλεονεκτήματα έναντι των ανταγωνιστών της (Βελόπουλου και Νατσιού), τα οποία προβάλλει, όπως ότι η ίδια προέρχεται από τη Νέα Δημοκρατία, ενώ βασική διαφοροποίηση είναι και ο φιλοατλαντικός χαρακτήρας του κόμματός της, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κόμματα που βρίσκονται στα δεξιά της ΝΔ. Οι πιο καχύποπτοι θα έλεγαν ότι αυτό δεν είναι το χειρότερο σενάριο και ότι το κόμμα της Λατινοπούλου μπορεί να είναι ανάχωμα για πιο εξτρεμιστικές διεξόδους απογοητευμένων δεξιών. 

Την ίδια ώρα, εξαιτίας της αδυναμίας της κυβέρνησης να παρουσιάσει ουσιαστικό μεταρρυθμιστικό έργο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ που αποσυντίθεται δεν αποτελεί πια φόβητρο για αυτούς, αρκετοί κεντρώοι αρχίζουν να απομαγεύονται και να κοιτάζουν αλλού, όπως στο ΠΑΣΟΚ, που δεν κατάφερε να κάνει το άλμα στις ευρωεκλογές αλλά κράτησε τις δυνάμεις του όταν οι άλλοι έπεφταν.

Το πολιτικό γεγονός της εβδομάδας στη χώρα μας είναι αναμφισβήτητα η εκλογή ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ αυτή την Κυριακή, η οποία θα κρίνει πολλά, ανάλογα με το ποιος θα εκλεγεί και τι θα γίνει την επόμενη μέρα. Υπάρχουν υποψήφιοι που βλέπουν με συμπάθεια οι κεντρώοι που ήταν κάποτε στο ΠΑΣΟΚ αλλά μετά πήγαν στη ΝΔ, κυρίως «για να μην επιστρέψει ο ΣΥΡΙΖΑ». Όπως υπάρχουν και υποψήφιοι τους οποίους βλέπουν με συμπάθεια οι ψηφοφόροι που ήταν κάποτε στο ΠΑΣΟΚ και μετά την ψήφιση του μνημονίου πήγαν στον ΣΥΡΙΖΑ. Το μεγαλύτερο στοίχημα, βέβαια, θα είναι να κερδίσουν αυτούς που επέλεξαν την αποχή, οι οποίοι είναι πλέον πάρα πολλοί. 

Ούτε στο ΠΑΣΟΚ ωστόσο παρουσίασε κανείς κάποιο μεγάλο σχέδιο για τη χώρα που θα μπορούσε να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει δυνάμεις. Πέρα από κάποιες διορθωτικές διαχειριστικές πολιτικές, κανένας υποψήφιος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν διαφοροποιήθηκε αισθητά, καθιστώντας σαφές τι θέλει και τι μπορεί να κάνει. Περισσότερα ήταν τα μασημένα λόγια από τα καθαρά των περισσότερων, ακόμα και σε αρκετά κρίσιμα ζητήματα (χρέος και εξωτερική πολιτική), ενώ αποτελεί βασικό μειονέκτημα για όλους πως ούτε το ΠΑΣΟΚ έχει κάνει ακόμα την αυτοκριτική του απέναντι στους ψηφοφόρους που απογοήτευσε το 2010, όταν κατέρρευσε. 

Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι τώρα που δεν υπάρχει «αντιμνημονιακό» κόμμα εξουσίας και έχουν πέσει οι μάσκες για όλους, η σύγκριση μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να ευνοεί το πρώτο. Το ΠΑΣΟΚ όμως ανεβαίνει κυρίως επειδή διαλύεται ο ΣΥΡΙΖΑ και όχι τόσο επειδή έχει πείσει τους πολίτες. 

 Διαιρέσεις αντί για συναινέσεις 


Στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος τυπικά συγκαταλέγεται ακόμα στα κόμματα εξουσίας, η κατάσταση είναι η χειρότερη δυνατή. Η γραφειοκρατία του κόμματος, αφού πρώτα έσπρωξε στην ηγεσία του κάποιον που έφερε απ’ έξω για να της κάνει τη «βρόμικη» δουλειά (να διώξει όσους θεωρούσε βαρίδια), τον καθαίρεσε με μη θεσμικό τρόπο, καθώς η μομφή της πλειοψηφίας της Κεντρικής Επιτροπής (έστω με τον αμφισβητούμενο τρόπο που επιτεύχθηκε) από πουθενά δεν προκύπτει ότι συνεπάγεται και άμεση καθαίρεση, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του ανώτατου οργάνου, δηλαδή του συνεδρίου και των μελών του κόμματος. Δεν γίνεται δηλαδή κάποιος που ψηφίστηκε από χιλιάδες μέλη του κόμματος να καθαιρείται από 168 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής. Το πρόβλημα δημοκρατικής διαδικασίας είναι προφανές. Η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο θλιβερή, όμως, με τις δηλώσεις στελεχών της γραφειοκρατίας του κόμματος, που δηλώνουν δημοσίως ότι θα κάνουν τα πάντα για να μην εκλεγεί ξανά ο πρόεδρος που καθαίρεσαν και ότι αν χρειαστεί θα κατεβάσουν ακόμα και τους διακόπτες. Μετά από τέτοιες δηλώσεις στελεχών που ελέγχουν το κόμμα, ποιες μπορεί να είναι οι εγγυήσεις για μια πραγματικά δημοκρατική εκλογική διαδικασία; Και ποιο μέλλον μπορεί να έχει ένα τέτοιο κόμμα, που θυμίζει ριάλιτι σόου χωρίς κανόνες; 

Οι περισσότεροι, πάντως, προεξοφλούν νέα διάσπαση στον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ούτε στο ΠΑΣΟΚ είναι απολύτως εγγυημένη η ενότητα για την επόμενη μέρα. Ακόμα και στη Νέα Δημοκρατία, όμως, που παραμένει η ισχυρότερη πολιτική δύναμη και κυβερνά ανεμπόδιστα, η συγκολλητική ουσία της εξουσίας δεν αρκεί πλέον για να καλύψει απολύτως τη ρωγμή που έχει δημιουργηθεί από τη δυσαρέσκεια της λαϊκής δεξιάς.  

Η αποχή στις ευρωεκλογές ήταν η πιο δυνατή κραυγή. Αν το πολιτικό σύστημα δεν αντιληφθεί το μήνυμά της με τον καλό τρόπο, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να το αντιληφθεί με τον χειρότερο. 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

Δεν υπάρχουν σχόλια: