Ο Πραματευτής του Γιάννη Γρυπάρη
Ήρθε απ' τη Πόλη νιος πραματευτής
με διαλεχτή πραμάτεια,
μ' ασημικά και χρυσικά
και με γλυκά τα μαύρα μάτια.
Κι οι νιες ποθοπλαντάζουν του χωριού
στις πόρτες και στα παρεθύρια,
κι οι παντρεμμένες ξενυχτάν
για τα σμιχτά γραφτά του φρύδια.
Τρίζωστη ζώνη ολόχρυση φορεί
σε δαχτυλίδι-μέση,
και πια η ωραία χήρα δε βαστά:
-"Πραματευτή, πολύ μ' αρέσει
η ζώνη που φορείς κι ό,τι να πεις
σου τάζω κι άλλα τόσα..."
-"Δε τη πουλώ μ' ουδέ φλουριά
μ' ουδ' όσα κι άλλα τόσα γρόσα.
Έτσι ωραία, -ωραία πως να σε πω,
ρόδο ή κρίνο;-
ένα μου κόστισε φιλί
κι όπου βρω δυο τη δίνω..."
-"Σύρε ταχιά στην Ώρια τη σπηλιά,
πραματευτή με τα ωραία μάτια,
και κει σου φέρνω τη τιμή
και παίρνω τη πραμάτεια".
Τραβά ταχιά στην Ώρια τη σπηλιά
και στου μεσημεριού τη ντάλα
φτάνει στην Ώρια τη σπηλιά
σε μούλα χρυσοκάπουλη καβάλλα.
Δένει τη μούλα στη ξυνομηλιά
που σκιώνει μπρος στο σπήλιο,
στα μάτια του που τον πλανάν
βάζει συχνά το χέρι αντήλιο
και τρώει και τρώει τη στράτα του χωριού,
δε φαίνεται κι ουδέ γρικιέται
και μπαίνει μέσα στη σπηλιά
κι αποκοιμιέται...
Μέσα στη στοιχειωμένη τη σπηλιά
που αποσταμένος γέρνει,
ύπνος τις φέρνει, ύπνος τις παίρνει:
Νεράιδες περδικόστηθες στητές
και μαρμαροτραχήλες,
ανίσκιωτα κορμιά αδειανά,
διανέματα κι ανατριχίλες,
στις κομπωτές πλεξούδες των φορούν
νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια
κι έχουνε κρίνους δάχτυλα
ροδόφυλλα για νύχια
και χρυσομέταξα μαλλιά
κι ελιόμαυρες λαμπήθρες
-τέτοιες με μέλι σύγκαιρο μεστές
οι Υβλαίες κερήθρες.
Και μια, η Εξωτέρα, η Παγανή,
παγάνα του θανάτου,
χτυπά τον νιό πραματευτή
και παίρνει τα συλλοϊκά του.
Τώρα στη χώρα ο νιος πραματευτής
κλαίει και λέει πάλι κείνο:
-"Ένα μου κόστισε φιλί
κι όπου βρω δυο τη δίνω,
τη ζώνη πόπλεξε η καλή -ω ένα φιλί,
η αρρεβωνιαστικιά μου-
με πλάνεσε μια ξωτικιά στη ξενητειά
και πήρε τα συλλοϊκά μου"!
και τρώει και τρώει τη στράτα του χωριού,
δε φαίνεται κι ουδέ γρικιέται
και μπαίνει μέσα στη σπηλιά
κι αποκοιμιέται...
Aπο την χρήστη Λουκια
με την διαφώτιση της Φωτεινής
που γνώριζε καλά τον Λιαντινη
*Ιωάννης Γρυπάρης
Γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου 1871 στο πατρικό σπίτι των Γρυπάριδων, στον Αρτεμώνα της Σίφνου και πέθανε από ασιτία στις 4 το πρωί της 11ης Μαρτίου 1942 στο σπίτι του στην Καλλιθέα. Η κηδεία του έγινε την ίδια μέρα το απόγευμα, παρουσία λίγων συγγενών και ελάχιστων φίλων και δίχως την παραμικρή δημοσιότητα.
Παντρεύτηκε το 1911, στη Νάπολι της Ιταλίας στο διάστημα της εκεί παραμονής του, με την Ειρήνη Ιγγλέση-Γρυπάρη, που είχε καταγωγή από τη Μύκονο, όπου γνωρίστηκαν όταν ο Γρυπάρης υπηρετούσε ως σχολάρχης, με την οποία από το Σεπτέμβριο του 1929, κατοικούσαν στο ιδιόκτητο σπίτι τους στην τότε οδό Αμαζόνων στην Καλλιθέα.
Η οικογένειά του έχει τις ρίζες της από το μεσαίωνα στα Χανιά της Κρήτης, με οικόσημο το λιοντάρι, όμως μετά την κατάληψη της Κρήτης οι πρόγονοι του εγκαταστάθηκαν άλλοι στη Ζάκυνθο και άλλοι στις Κυκλάδες κυρίως στη Μύκονο, στη Σύρο και τη Σίφνο. Πατέρας του ήταν ο Νικόλαος Ι. Γρυπάρης, δάσκαλος και βιβλιοπώλης που γεννήθηκε στον Αρτεμώνα της Σίφνου το 1832 και πέθανε το 1910, και μητέρα του η Ελένη Κολοράκη, το γένος Φραγκουλιάδη, η οποία γεννήθηκε το 1847 και πέθανε το 1910. Ο πατέρας του εργάστηκε ως υπάλληλος στο βιβλιοπωλείο των Σίφνιων αδελφών Δεπάστα στην Κωνσταντινύπολη, όπου το 1869, όταν υπηρετούσε ως δάσκαλος στο Σκουτάρι [Χρυσόπολη], παντρεύτηκε. Το 1870 στη μεγάλη πυρκαγιά της Κωνσταντινουπόλεως κάηκε το σπίτι της γυναίκας του κι αναγκάστηκε να μετοικήσει με την οικογένεια του στον Αρτεμώνα Σίφνου, όπου και γεννήθηκε ο ποιητής. Το 1877 η οικογένεια επανήλθε στην Βασιλεύουσα κι αγόρασε συνεταιρικά με τον Κώστα Πανώριο το βιβλιοπωλείο του Ανδρέα Κορομηλά.
Ο Γιάννης Γρυπάρης που είχε έναν αδελφό, τον Αντώνη Γρυπάρη, και τρεις αδελφές, τη Μαρίνα που πέθανε το 1892 στην Κωνσταντινούπολη, τη Φλώρα και τη Μαρίνα, φοίτησε από το 1884 έως το 1888, στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και από το Σεπτέμβριο του 1888 έως το 1892 σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, ενώ απαλλάχθηκε από την υποχρέωση στρατιωτικής θητείας ως πρωτότοκος υιός πολυμελούς οικογενείας. Το 1897, μετά τη γενοκτονία των Αρμενίων από τους Τούρκους, ο Γρυπάρης κατέφυγε στην Αθήνα όπου αρίστευσε στις πτυχιακές εξετάσεις και πήρε το πτυχίο του στη Φιλολογία. Το 1911 έφυγε από την Ελλάδα για σπουδές στην Ευρώπη, καλύπτοντας τα έξοδα από την περιουσία της συζύγου του κι όχι από κρατική υποτροφία, και παρακολούθησε μαθήματα στην Ιταλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία, απ' όπου το 1914 επέστρεψε στην Ελλάδα.
Το «Νέον Κράτος» εξελίχθηκε στο σημαντικότερο και εγκυρότερο από όσα κυκλοφόρησαν εκείνη την περίοδο και η έκδοσή του διακόπηκε τον Μάρτιο του 1941, αφού είχε εκδώσει συνολικά 43 τεύχη, ενώ πέρα από τη στήριξη των οπαδών του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, είχε σημαντική διείσδυση στον χώρο των διανοουμένων. Μεταξύ των συνεργατών του περιλαμβάνονταν οι Άγγελος Σικελιανός, Ρίτα Μπούμη-Παπά, Κλέων Παράσχος, Ιωάννης Μ. Παναγιωτόπουλος, Πέτρος Χάρης, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Ευάγγελος Παπανούτσος, Αχιλλέας Τζάρτζανος, Κωνσταντίνος Δημαράς, Στίλπωνας Κυριακίδης και Γεώργιος Ζώρας.
Υπέγραψε διαμαρτυρία η οποία δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Νέα Ελλάς» της 10ης Νοεμβρίου 1940, που προσυπέγραψαν επίσης πολλοί Έλληνες διανοούμενοι και άνθρωποι των γραμμάτων, εναντίον της Ιταλικής επιθέσεως σε βάρος της Ελλάδος. Μεταξύ των ονομάτων που υπέγραψαν περιλαμβάνονταν επίσης οι Κωστής Παλαμάς, Σπύρος Μελάς, Άγγελος Σικελιανός, Γεώργιος Δροσίνης, Σωτήρης Σκίπης, Δημήτριος Μητρόπουλος, Κ. Δημητριάδης, Νικόλαος Βέης, Κωνσταντίνος Παρθένης, Άριστος Καμπάνης, Γιάννης Βλαχογιάννης, Στρατής Μυριβήλης, Κώστας Ουράνης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Γρηγόριος Ξενόπουλος και Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς.
Το 1955, στην κατοικία Γρυπάρη στεγάστηκε η νεότευκτη Δημοτική Βιβλιοθήκη Καλλιθέας, με χρήση της Βιβλιοθήκης του Γρυπάρη, και η Δημοτική Βιβλιοθήκη ονομάστηκε «Γρυπάρειος», όμως ο χώρος της εγκαταλείφθηκε όταν η Βιβλιοθήκη μεταστεγάστηκε σε ιδιόκτητο κτίριο και τη δεκαετία του 1980 καταβλήθηκε προσπάθεια και εγκαινιάστηκε το Μουσείο Γρυπάρη, δίχως ουσιαστική συνέχεια. Μέρος των χειρογράφων του Γρυπάρη, το οποίο ταυτίζεται με μέρος των περιεχομένων της έκδοσης «Ο άγνωστος Γρυπάρης. Ανέκδοτα ποιήματα» -για την οποία ο Βαλέτας σημειώνει «...Τα χειρόγραφα της έκδοσης αυτής, χαρισμένα απ’ τον εκδότη της στην Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών, δεν βρέθηκαν ακόμα στο Αρχείο της...», φυλάσσονται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό Ιστορικό Αρχείο, [Ε.Λ.Ι.Α.]. Το αρχείο δωρήθηκε από τον Διονύση Καψάλη, που το είχε αποκτήσει από τον Άλκη Αγγέλου, τον Οκτώβριο του 1998.
Το 1898 υπήρξε συνιδρυτής, με τους Κώστα Χατζόπουλο και Γιάννη Καμπύση, του λογοτεχνικού περιοδικού «Η Τέχνη», που άσκησε σημαντική επίδραση στην ανανέωση του ελληνικού πνευματικού και καλλιτεχνικού τοπίου της εποχής. Περί το 1909 δημοσίευσε στο περιοδικό «Νέα Ζωή» της Αλεξάνδρειας το ποίημα «Εστιάδες», ενώ το 1911 κυκλοφόρησαν στη «Βιβλιοθήκη Φέξη» τρεις μεταφράσεις του Αισχύλου και την ίδια χρονιά δημοσιεύθηκαν τα περισσότερα ποιήματά του στο περιοδικό «Γράμματα Αλεξανδρείας». Το 1919 εκδόθηκαν οι «Σκαραβαίοι και Τερακόττες», ποιητικό έργο που εξέδωσε σε βιβλίο με την προτροπή του Γεωργίου Δροσίνη και βραβεύτηκε το 1919 με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών.
Ως ποιητής, χρονικά ανήκε στην πρώτη µεταπαλαμική γενιά. Επηρεάστηκε από τον γαλλικό συμβολισμό και τον παρνασσισμό και θεωρείται μέλος της «Νέας Αθηναϊκής Σχολής». Το ποιητικό του έργο είναι σημαντικό για την εσωτερική του αξία και την επίδραση που είχε στην ποίηση της εποχής του. Εργάστηκε να συμφιλιώσει τον παρνασσισμό με το συμβολισμό στην ελληνική ποίηση. Οι μεταφράσεις του των αρχαίων κλασικών και τραγικών θεωρούνται ασυναγώνιστες. Η γλώσσα του είναι η δημοτική, η τεχνική, το λεκτικό, το ύφος έχουν μια τέλεια επεξεργασία, ενώ η στιχουργική του είναι άμεμπτη και υποδειγματική και οι στίχοι του αν και εκφράζουν απαισιοδοξία και ματαιότητα, αποπνέουν αίσθηση ομορφιάς και λυρικότητος. Το ποίημα του «Ο όρθρος των ψυχών», έχει μελοποιηθεί από το συγκρότημα «Υπόγεια Ρεύματα».
Το 1895 δημοσιεύθηκαν δώδεκα "Σκαραβαίοι» του στο περιοδικό «Εστία".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου