Αγοράζοντας ελληνικά ομόλογα μέσω του έκτακτου προγράμματος PEPP –συνολικά 23 δισ. ευρώ έως σήμερα, με άλλα 14 δισ. να απομένουν– η ΕΚΤ υπερκαλύπτει τις εκδόσεις χρέους του ελληνικού Δημοσίου, κρατώντας χαμηλά το κόστος χρηματοδότησης.
Η στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά τη διάρκεια της πανδημίας αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα ένα σημαντικό «χαρτί» για την Ελλάδα, και όπως είναι λογικό η ελληνική κυβέρνηση έχει στόχο να κάνει ό,τι είναι δυνατό για να διατηρήσει αυτό το «όπλο».
Αγοράζοντας ελληνικά ομόλογα μέσω του έκτακτου προγράμματος PEPP –συνολικά 23 δισ. ευρώ έως σήμερα με άλλα 14 δισ. να απομένουν– η κεντρική τράπεζα υπερκαλύπτει τις εκδόσεις χρέους του ελληνικού Δημοσίου, κρατώντας χαμηλά το κόστος χρηματοδότησης και διευκολύνοντας το «έργο» του οικονομικού επιτελείου σε ό,τι αφορά τη στήριξη της οικονομίας.
Με δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν κατέχει επενδυτική βαθμίδα και έτσι είναι αδύνατη η συμμετοχή στο έτερο «κλασικό» πρόγραμμα της ΕΚΤ, το QE, το τέλος του PEPP το οποίο έχει οριστεί τον Μάρτιο του 2022 δημιουργεί έναν «γρίφο» που σίγουρα απασχολεί την κυβέρνηση σε ό,τι αφορά τη… ζωή μετά τη στήριξη αυτή. Το να επιτευχθεί το ορόσημο της επενδυτικής βαθμίδας εντός αυτού του 12μήνου περίπου, είναι εξαιρετικά δύσκολο – άλλωστε η κυβέρνηση εκτιμά ότι θα επιτευχθεί εντός του α΄ εξαμήνου του 2023.
Στο πώς μπορεί να διατηρηθεί η στήριξη της ΕΚΤ, και το τι μπορεί να σημαίνει για τη χώρα ο τερματισμός του PEPP, σχολιάζουν στην «Κ» αναλυτές και στελέχη των οίκων αξιολόγησης. Το συμπέρασμα είναι πως αν και υπάρχει τρόπος η Ελλάδα να συμμετέχει στο QE μετά το τέλος του PEPP –εάν επιλέξει να ζητήσει την προληπτική πιστωτική γραμμή πανδημίας του ESΜ η οποία θεωρείται «πρόγραμμα»– ωστόσο «αντέχει» και χωρίς τις… πλάτες της ΕΚΤ, καθώς ουσιαστικά τα οφέλη του Ταμείου Ανάκαμψης μπορούν να τις αντικαταστήσουν. Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση της Ελλάδας για εμπροσθοβαρή εκδοτική δραστηριότητα είναι η πιο «σοφή» επιλογή, ώστε να εκμεταλλευθεί στο μέγιστο την ευκαιρία που έχει αυτή τη στιγμή, και όσο η ΕΚΤ συνεχίζει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα.
Οταν τελειώσει το PEPP οι συνολικές αγορές ομολόγων της Ευρωζώνης υπό το «κλασικό» πρόγραμμα της ΕΚΤ θα είναι χαμηλές, στα 20 δισ. ευρώ μηνιαίως, όπως σημειώνει στην «Κ» ο Αντουάν Μπουβέ, στρατηγικός αναλυτής της ING. Αυτό σημαίνει πως αν και η ένταξη της Ελλάδας σε περίπτωση που ζητήσει την πιστοληπτική γραμμή του ESM θεωρητικά θα είναι σημαντικό «σήμα» για ελληνικά ομόλογα, ωστόσο σε όρους ρευστότητας η στήριξη θα είναι πολύ χαμηλή. Κατά τον Μπουβέ, η στήριξη από το Ταμείο Ανάκαμψης είναι αρκετά ισχυρή, τόσο σε μέγεθος όσο και σε διάρκεια, και ουσιαστικά θα «αντικαταστήσει» τις… αρετές του PEPP, διαγράφοντας τις όποιες ανησυχίες θα έχουν οι επενδυτές σχετικά με την οικονομική θέση της Ελλάδας.
Το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί και κατά την DBRS την ευκαιρία που θα αντικαταστήσει αυτήν που δόθηκε από το PEPP. Οπως σημειώνει στην «Κ» η Σπυριδούλα Τζίμα, αναπληρώτρια αντιπρόεδρος του οίκου, το PEPP δεν είναι ο μόνος παράγοντας που στηρίζει την αξιολόγηση της Ελλάδας. Η χώρα μπήκε σε αυτή την κρίση με «διορθωμένα» δημοσιονομικά και υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, ενώ το επιχειρηματικό περιβάλλον βελτιώνεται. Οι πόροι του Ταμείου προσφέρουν την ευκαιρία στην Ελλάδα να ενισχύσει τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη της, ανακάμπτοντας από την κρίση και εξισορροπώντας τα δημόσια οικονομικά. Η ικανότητα της Ελλάδας να επιστρέψει σε σταθερή ανάπτυξη και συνετές δημοσιονομικές πολιτικές θα βοηθήσει στον καθορισμό του κόστους χρηματοδότησης και της μελλοντικής πορείας των αξιολογήσεων, όπως επισημαίνει.
Δεν ανησυχούν οι οίκοι αξιολόγησης
Ο τερματισμός του PEPP δεν θα αποτελέσει αρνητικό παράγοντα στην αξιολόγηση της Ελλάδας από την S&P, όπως σημειώνει στην «Κ» ο Μάρκο Μρσνικ, επικεφαλής αναλυτής του οίκου. Λαμβάνοντας υπόψη την πιθανή αργή έξοδο της ΕΚΤ από τα προγράμματα αγορών κρατικών περιουσιακών στοιχείων, η μείωση του κόστους χρηματοδότησης είναι απίθανο να αντιστραφεί σύντομα. Και αυτό, τονίζει, επειδή εκτός από την επιμήκυνση της μέσης ωρίμανσης του χρέους, οι κυβερνήσεις θα συνεχίσουν να χρηματοδοτούνται με χαμηλότερα επιτόκια από ό,τι πριν από μερικά χρόνια. Η επερχόμενη δημοσιονομική εξυγίανση μετά την πανδημία θα οδηγήσει επίσης σε χαμηλότερο καθαρό δανεισμό των χωρών της Ευρωζώνης μεσοπρόθεσμα. Αυτό συνεπάγεται ότι, παρόλο που η ΕΚΤ θα σταματήσει σταδιακά το PEPP με τον σχετικό αντίκτυπο στη ζήτηση για τα κρατικά ομόλογα Ευρωζώνης, η προσφορά ομολόγων αναμένεται επίσης να μειωθεί, συμβάλλοντας έτσι στην ανακούφιση των ανησυχιών. Ετσι, ο ευεργετικός άμεσος αντίκτυπος των πολιτικών της ΕΚΤ στο προφίλ του δημόσιου χρέους θα συνεχιστεί, κατά τον Μρσνικ, χωρίς να υπάρχει σοκ για τα επιτόκια και αυτό αφορά και την Ελλάδα, η οποία ήδη επωφελείται από ένα ευνοϊκό προφίλ χρέους και υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, ενώ αναμένεται να δεχτεί σημαντική ώθηση από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Το PEPP υπήρξε μια σημαντική πηγή δημοσιονομικής ευελιξίας για την Ελλάδα και κράτησε χαμηλά το κόστος δανεισμού, σημειώνει στην «Κ» ο Αλεξ Μουσκατέλι, επικεφαλής αναλυτής της Fitch για την Ελλάδα. Το τέλος του PEPP δεν θα προκαλούσε από μόνο του πτωτική πίεση στην αξιολόγηση της Ελλάδας, αλλά κατά τον οίκο θα ισοδυναμούσε ίσως με υψηλότερο κόστος δανεισμού. Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που θα στηρίξουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, επισημαίνει, όπως η μακρά διάρκεια λήξης του και τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα. Σε κάθε περίπτωση, τονίζει ο Μουσκατέλι, μετά τον Μάρτιο του 2022 και έως το τέλος το 2023 η ΕΚΤ θα επανεπενδύσει τα ομόλογα που ωριμάζουν και τα οποία αγόρασε υπό το PEPP και αυτό θα περιορίσει σοβαρά τον αντίκτυπο που θα είχε στις αγορές ο τερματισμός του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου