Ο Καζαντζάκης κηρύσσει στην «Οδύσεια» την εγκατάλειψη της εύκολης ζωής, των μικρών ασημάντων πραγμάτων που πνίγουν την ψυχή· κηρύσσει την επιστράτευση του ατόμου για μια σειρά υψηλών, συνεχώς υπερβαινομένων στόχων.
Πιστεύει ότι μόνο έτσι μπορεί ο άνθρωπος να ξεπεράσει τη θνητή φύση του και να βοηθήσει στην τελειοποίηση και αποπνευμάτωση, για την οποία αγωνίζεται από πολλούς δρόμους μέσα στη δημιουργία ο ίδιος ο Θεός. Παρά τα βεργσονικά και εν μέρει νιτσεϊκά στοιχεία που περιέχει η κοσμοθεωρία αυτή, είναι απαραγνώριστος ο προσωπικός τρόπος του Καζαντζάκη στη σύλληψη και την έκφρασή της, και σ’ αυτόν ακριβώς τον καζαντζακικό τρόπο και τόνο οφείλεται η παγκόσμια επιτυχία του έργου (…)
Ως προς τη γλώσσα ο Καζαντζάκης, επηρεασμένος από το δημοτικισμό της εποχής του διαμόρφωσε συνειδητά ένα δύσκολο και πληθωρικό ιδίωμα, στο οποίο ζήτησε να αφομοιώσει και να σώσει σπάνιες λέξεις και εκφράσεις προερχόμενες από όλη την Ελλάδα και κυρίως από την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κρήτη. H γλώσσα αυτή, που περιλαμβάνει και παρά πολλά σύνθετα επίθετα και ρήματα πλασμένα από τον ποιητή, έχει έντονα προσωπικό χρώμα και είναι αδιάσπαστα δεμένη με την αδρή, σπάνια λυρική διάθεση του δημιουργού της «Οδύσειας».
Οταν πρωτοδημοσιεύθηκε το έργο, κρίθηκε στην Ελλάδα με βάση την ξεπερασμένη από καιρό ποιητική του Edgar Allan Poe, ή με το επιχείρημα ότι δεν ήταν δυνατόν ένα ελληνικό έργο να εκφράζει την έλλειψη συγκεκριμένων και σταθερών αξιών που χαρακτηρίζει τη νεώτερη Ευρώπη.
Στην πραγματικότητα ο Καζαντζάκης είχε προηγηθεί του τόπου και του καιρού του και είχε κατανοήσει, σε μια εποχή που για την Ελλάδα ήταν ακόμη σχεδόν ειδυλλιακή, ότι η Ευρώπη και ο κόσμος ολόκληρος είναι κάτι ενιαίο που βαδίζει προς μια μοίρα κοινή. Πολύ σύντομα οι πολεμικοί και μεταπολεμικοί κατακλυσμοί τον εδικαίωσαν.
Ο Καζαντζάκης εκφράζει, όπως ήταν φυσικό, την εποχή του. Αλλά η ιδιότυπη ζωτικότητα και το πάθος, που διακρίνουν το έργο του, και η παρουσίαση του φυσικού κόσμου μέσα σ’ αυτό με σειρά φαντασμαγορικών εικόνων, δείχνουν ότι ο ποιητής δεν ήταν «μηδενιστής».
Το θέμα του ανικανοποίητου Οδυσσέα που αρνιέται την Ιθάκη και ξαναφεύγει για την αέναη περιπέτεια και για ολοένα νέες γνώσεις, το είχαν εκφράσει παλαιότερα και άλλοι ποιητές, όπως ο Αγγλος Tennyson και ο Ιταλός Pascoli. Αλλά μόνο ο Καζαντζάκης εδημιούργησε γύρω από το θέμα αυτό ένα νέο, ανεπτυγμένο μύθο και ένα μεγάλο επικό ποίημα. Μέσα στο μύθο αυτό ο ποιητής συνέθεσε στοιχεία αυτοβιογραφικά, δηλαδή παρμένα από την προσωπική του ζωή, ιδιωτική και δημόσια, και στοιχεία φιλοσοφικά, ιστορικά, αρχαιολογικά, φυσιογνωστικά.
Μερικά θέματα του έργου προέρχονται από τη Βίβλο, άλλα από τις νεοελληνικές παραδόσεις και το δημοτικό μας τραγούδι, άλλα σχετίζονται με τις δοξασίες και τα έθιμα των αφρικανικών λαών. Ορισμένα, τέλος, θυμίζουν το εξερευνητικό περιπετειώδες μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Ανανεώνοντας και πλουτίζοντας ο Καζαντζάκης με αξιόλογη δύναμη φαντασίας και με μυθοπλαστική ικανότητα το αιώνιο θέμα του Οδυσσέα-Ανθρώπου, έδειξε ότι ούτε ο αρχαίος μύθος ούτε η επική μορφή ήταν πράγματα νεκρά για τον εικοστό αιώνα, όπως υποστήριζαν οι επικριτές του.
H προϋπόθεση για την επιτυχία του άθλου αυτού, δηλαδή για τη σύνθεση ενός μεγάλου παραδοσιακού, αλλά και σύγχρονου έπους, ήταν χωρίς αμφιβολία η κρητική ρωμαλέα ρίζα του συγγραφέα.
H αριστουργηματική μετάφραση του έργου από τον Kimon Friar στα αγγλικά, η επίσης ποιητικότατη και ακριβής γερμανική μετάφραση του Gustav Conradi, η γαλλική πεζή της Jacqueline Moatti και η ανταπόκριση του παγκόσμιου κοινού και των φιλολόγων στις εκδόσεις αυτές αποτελούν την απόδειξη της επιτυχίας.
***
Του Στυλιανού Αλεξίου
Ομότιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης, αντεπιστέλλοντος μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, επίτιμου διδάκτορος του Πανεπιστημίου της Padova
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου