Περιεχόμενα
Το mononews κάλεσε διευθυντές και προϊσταμένους Μουσείων και Εφορειών Αρχαιοτήτων της χώρας να γνωρίσουν στο κοινό τα σπουδαιότερα εκθέματα που περιλαμβάνονται στις συλλογές τους, ζητώντας παράλληλα την κατάθεση μιας «προσωπικής» νότας με την επιλογή αντικειμένων, που προκύπτουν μέσα από την ιδιαίτερη ενασχόλησή τους. Σκοπός του αφιερώματος είναι να διευρυνθεί η γνώση του κοινού και να καταστήσει τα μουσεία πιο προσιτά, συμβάλλοντας και με αυτόν τον τρόπο στην ανάδειξη, την κατανόηση και την προσωπική σχέση καθενός μας με την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών
Ακολουθεί το κείμενο της Προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Φωκίδος Αθανασίας Ψάλτη
Στις 2 Μαΐου του 1903, δέκα ακριβώς χρόνια μετά την έναρξη της «Μεγάλης ανασκαφής» από τη Γαλλική Σχολή Αθηνών, όπως ονομάστηκε η ανασκαφική έρευνα των Δελφών κατά τα έτη 1892-1902, εγκαινιάστηκε σε κλίμα πανηγυρικό το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο των Δελφών, το οποίο επιχορηγήθηκε από την Ιφιγένεια Συγγρού. Σύμφωνα με τον αθηναϊκό τύπο της εποχής, πλήθος επισήμων συμπεριλαμβανομένου του γάλλου υπουργού Παιδείας, Σωμιέ, κατέφθασαν από την Ευρώπη για να παραστούν στα εγκαίνια του μουσείου και να απολαύσουν τα αριστουργήματα της δελφικής γης, αναθήματα άλλοτε, στον Πύθιο Απόλλωνα.
Αρχιτέκτονας του μουσείου με τα μεγάλα τοξωτά παράθυρα, από τα οποία το δελφικό φως έλουζε τα εράσμια γλυπτά, ήταν ο γάλλος Αλβέρτος Tournaire. Στον προικισμένο αρχιτέκτονα οφείλουμε τις εκπληκτικής ακρίβειας αποτυπώσεις των μνημείων κατά τη διάρκεια της ανασκαφής αλλά και τις διδακτικές απεικονίσεις τους, στις οποίες αποδίδεται όχι μόνο το μέτρο της σύνθεσης μα και η χαμένη σήμερα πολυχρωμία.
Την ευθύνη της έκθεσης του 1903 ανέλαβε ο Θεόφιλος Ομόλ, πρώτος διευθυντής της ανασκαφής των Δελφών και διευθυντής της Γαλλικής Σχολής Αθηνών την περίοδο εκείνη, συνεπικουρούμενος από τον Έλληνα επιμελητή των ανασκαφών, τον Σμυρνιό Αλέξανδρο-Εμμανουήλ Κοντολέοντα.
Κατά τη δεκαετία του 1930, και στον απόηχο των εμπνευσμένων Δελφικών εορτών του ζεύγους των Σικελιανών, σχεδιάστηκε η έκθεση του δεύτερου μουσείου των Δελφών από τους σπουδαίους αρχαιολόγους, τον γάλλο Πιέρ ντε λα Κοστ-Μεσελιέρ και τον Κωνσταντίνο Ρωμαίο. Το μουσείο αυτό δεν ευτύχησε να γνωρίσει λαμπρή πορεία λόγω της έναρξης του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και των δραματικών γεγονότων του Ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου, που τραυμάτισαν και την περιοχή των Δελφών. Εξάλλου αρκετά από τα πολύτιμα έργα τέχνης, όπως ο Ηνίοχος και τα χρυσελεφάντινα γλυπτά είχαν μεταφερθεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής από τους Ναζί στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και επαναπατρίστηκαν στους Δελφούς μόλις τη δεκαετία του 1950.
Το τρίτο αρχαιολογικό μουσείο των Δελφών, έργο του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού, εκπροσώπου του μοντερνισμού στην Ελλάδα, εγκαινιάστηκε τη δεκαετία του 1960 στην ίδια θέση των παλαιότερων μουσείων. Την μουσειολογική έκθεση, στην οποία κυρίαρχο ρόλο έλαβε η συνομιλία των γλυπτών με το φυσικό φως, υπέγραψαν οι κορυφαίοι Έλληνες αρχαιολόγοι, η Ιωάννα Κωνσταντίνου και ο Χρήστος Καρούζος. Στα έτη που ακολούθησαν επανεκθετικές εργασίες έγιναν από τους κορυφαίους αρχαιολόγους Φωτεινή Ζαφειροπούλου και Πέτρο Θέμελη ενώ το 2004 αποδόθηκε στο κοινό το σχετικά πρόσφατο αρχαιολογικό μουσείο, έργο του διακεκριμένου αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Τομπάζη και της Εφόρου Αρχαιοτήτων Ροζίνας Κολώνια με τη συνδρομή του μουσειακού γλύπτη Στέλιου Τριάντη.
Το αρχαιολογικό μουσείο των Δελφών, ειδικά κατά την τελευταία δεκαπενταετία, έχει αναπτύξει εξαιρετικά πλούσια δράση εκπαιδευτικών προγραμμάτων για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, προγράμματα απτικής επαφής για άτομα με αδυναμία στην όραση και ψηφιακές δράσεις για άτομα με αδυναμία στην ακοή. Έχει προσφέρει τις υπηρεσίες του σε κοινότητες που δεν μπορούσαν να το προσεγγίσουν, όπως σε άτομα με κινητικά προβλήματα, σε ηλικιακές ομάδες άνω των 65 ετών καθώς και σε κρατούμενους σε σωφρονιστικά ιδρύματα.
Βασικός στόχος των προγραμμάτων αυτών είναι η εξοικείωση ειδικότερα της τοπικής κοινωνίας με την πνευματική κληρονομιά των Δελφών, αλλά και η αποτελεσματική προστασία, μέσω αυτής της επαφής, της ευρύτερης περιοχής των Δελφών, του Δελφικού τοπίου. Ιδιαίτερα υπερήφανοι είμαστε για την προσφάτως αποδιδόμενη στο κοινό ιστοσελίδα μας για άτομα με αδυναμία στην κίνηση και την ακοή, η οποία υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Δράσης της Ελλάδας για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία (delphi.culture.gr).
Στο πλαίσιο αυτού του έργου οι φυσικοί και ψηφιακοί επισκέπτες του Αρχαιολογικού Μουσείου Δελφών μπορούν να περιηγηθούν ψηφιακά στις τρισδιάστατες αίθουσες, να ερευνήσουν τα εκθέματα, να περιεργασθούν επιλεγμένα αντικείμενα, όπως χάλκινα και ελεφάντινα μικροτεχνήματα, και να παρακολουθήσουν σύντομα βίντεο ξεναγήσεων με διερμηνεία στη νοηματική. Προστιθέμενη αξία στο μουσείο και τον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών προσέφερε και το επιχορηγούμενο από ευρωπαϊκά κονδύλια πρόγραμμα 3D4Delphi, το οποίο έχει αναρτηθεί στην Europeana και προσφέρει στην Παγκόσμια κοινότητα το τριασδιάστατο μοντέλο του ναού το Απόλλωνα, όπου στεγαζόταν το φημισμένο μαντείο.
Τα σημαντικότερα εκθέματα
Μυκηναϊκά ειδώλια
Η μακραίωνη ιστορία του ιερού τόπου όπου άκμασε το πολυθρύλητο και αψευδέστατο μαντείο της αρχαιότητος από τους προϊστορικούς χρόνους έως και την ύστατη αναλαμπή του 4ου αι. μ.Χ., οπότε «ἀπέσβετο και λάλον ὕδωρ» σύμφωνα με τον τελευταίο χρησμό διαρθρώνεται στις δεκατρείς αίθουσες του αρχαιολογικού μουσείου των Δελφών. Τα μνημεία αυτά αποτελούν διαχρονικό τεκμήριο της αρμονικής συνάντησης ποικίλων πολιτιστικών ταυτοτήτων για περισσότερο από χίλια έτη, σε έναν κοινό τόπο, στους Δελφούς.
Την μυκηναϊκή καταγωγή της πρώτης θεότητας που κατέλαβε το μαντείο των Δελφών, ίσως της μάνας Γης και του γιού της Πύθωνα, τον οποίο φόνευσε ο Απόλλων, μαρτυρούν τα πολυάριθμα μυκηναϊκά ζωόμορφα και γυναικεία ειδώλια τύπου Φ και Ψ, που βρέθηκαν στην περιοχή των ιερών του Απόλλωνα και της Αθηνάς Προναίας και τα οποία εκτίθενται στην πρώτη αίθουσα του μουσείο.
Χάλκινα εκθέματα
Δίπλα σε αυτά, καμωμένα από χαλκό τα ειδώλια πολεμιστών του 8ου αι. π.Χ., ο μεγάλος τριποδικός λέβητας, σημείο της μαντικής δύναμης του Πύθιου Απόλλωνος, και οι ολόγλυφες προτομές από μειξογενή όντα, άλλοτε «αηδονόλαλες» σειρήνες και άλλοτε τερατόμορφοι γρύπες με αετίσια ράμφη αφηγούνται την έναρξη της λατρείας του θεού του φωτός και της αρμονίας στους Δελφούς. Στην ίδια ενότητα σπάνια εξωτικά είδη, όπως η σκαλισμένη σε όστρεο σειρήνα που κατάγεται από τον Περσικό κόλπο και η χάλκινη φιάλη κυπροφοινικικής προέλευσης με τη σκηνή πολιορκίας πόλης από εχθρικές ορδές, έργο του 7ου αι. π.Χ., στέκονται πολύτιμες μαρτυρίες για την εμβέλεια του μαντείου των Δελφών σε όλη την λεκάνη της Μεσογείου κατά την περίοδο του αποικισμού και της διάδοσης του ελληνικού αλφαβήτου στη Δύση.
Χάλκινος Κούρος
Ως πρώτη απεικόνιση του Απόλλωνος στους Δελφούς έχει θεωρηθεί ο μικρός χάλκινος κούρος, ένα εξαίρετο έργο μικροπλαστικής των ετών 630-620 π.Χ. το οποίο αποδίδεται σε κρητικό εργαστήριο. Το αριστουργηματικό ειδώλιο ύψους σχεδόν 20 εκ. εκτίθεται στην δεύτερη αίθουσα του μουσείου. Το ειδώλιο του νεαρού άνδρα έχει τα χαρακτηριστικά του λεγόμενου «δαιδαλικού» ρυθμού, όπως καθιερώθηκε να ονομάζεται η αυγή της αρχαϊκής εποχής, η οποία συνδυάζει τη στατικότητα και την αυστηρή μετωπικότητα που επικράτησε έως και τα μέσα του 7ου αι. π.Χ.
Ο τονισμένος κάθετος άξονας με τα ψιλόλιγνα άκρα, το τριγωνικό προσώπο, μεστό ζωής που επιστέφεται από την αιγυπτιάζουσα «οροφωτή φενάκη» με τα οριζόντια χωρίσματα, το ελαφρά προτεταμένο αριστερό πόδι, τα σφιγμένα χέρια σε γροθιές πλάι στους μηρούς και η στενή μέση την οποία περισφίγγει μεταλλικός ζωστήρας στη μνήμη τα πρώτα λίθινα αγάλματα ανδρικών μορφών του τέλους του 7ου και τον αρχών του 6ου αιώνα από τη Δήλο και τη Νάξο, αλλά και προαναγγέλουν τους μνημειακούς κούρους, όπως τους δελφικούς Κλέοβι και Βίτωνα.
Οι δίδυμοι του Άργους
Στη λεγόμενη αίθουσα των Κούρων εκτίθενται οι δίδυμοι του Άργους, από τα αρχαιότερα γλυπτά αναθήματα στο ιερό. Τα δύο κολοσσικά αγάλματα που έχουν ύψος περίπου 2μ. το καθένα συνδέθηκαν από τους μελετητές είτε με δύο ημίθεους, τους γιους του Διός, Διόσκουρους, είτε με τους θνητούς Αργείους αδελφούς, τον Κλέοβι και τον Βίτωνα, που δοξάστηκαν για την ανδρεία τους, όπως παραδίδει ο Ηρόδοτος (Α, 31)… «και οι Αργείτισσες μακάριζαν τη μητέρα τους που απέκτησε τέτοια παιδιά».
Οι δύο νέοι, σύμφωνα με τον “πατέρα της Iστορίας”, τιμήθηκαν από τους κατοίκους του Άργους με την ανάθεση του ομοιώματός τους στο ιερό των Δελφών, χάρη στην αυτοθυσία τους να ζευτούν το άρμα της μητέρας τους και να την οδηγήσουν σε μία τελετή. Η επιγραφή στο βάθρο των αγαλμάτων αναφέρεται μάλιστα στα τελευταία γράμματα του ονόματος του γλύπτη, ο οποίος συνδέεται με τον Αργείο Πολυμήδη. Οι στιβαροί κορμοί των νέων με τους μακριούς βοστρύχους που περιβάλλουν το πρόσωπο, το βαρύ μέτωπο και τους δυνατούς λυγισμένους βραχίονες χρονολογούνται το 580 π.Χ., στην πρώιμη αρχαϊκή περίοδο, η οποία στους Δελφούς θα γνωρίσει την ύψιστη ακμή. Η περίοδος αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για την ιστορική εξέλιξη του δελφικού μαντείου, διότι συνδέεται με το τέλος του Πρώτου Ιερού Πολέμου, την ανεξαρτησία της πόλης των Δελφών από τη γειτονική Κίρρα και την αναδιοργάνωση των Πυθικών αγώνων με την προσθήκη αθλητικών αγωνισμάτων.
Χρυσελεφάντινα αγάλματα
Από τα πλέον εντυπωσιακά εκθέματα του μουσείου είναι τα τρία χρυσελεφάντινα αγάλματα, που απεικονίζουν πιθανώς την απολλώνια τριάδα, τον Απόλλωνα, την Άρτεμη και τη Λητώ, και τα οποία εκτίθενται στην ομώνυμη αίθουσα. Έργα προέλευσης από ιωνικά εργαστήρια του 6ου αι. π.Χ., παρά το γεγονός της καμένης από πυρά, άλλοτε πάλλευκης επιδερμίδας τους, μας μεταφέρουν τον παλμό όχι μόνο μίας εξέχουσας τέχνης αλλά και της υψηλής τεχνογνωσίας, η οποία θα απαιτούνταν για την άρτια επεξεργασία του ελεφαντόδοντου, ενός σπάνιου και πολύτιμου υλικού κατά την αρχαιότητα.
Τα σφυρήλατα φύλλα χρυσού, τα οποία επένδυαν τον αφανή ξύλινο σκελετό, με ανάγλυφα περίτεχνα φυτικά κοσμήματα, λεπτεπίλεπτα άνθη, αιμοβόρα μυθικά τέρατα, αποτροπαϊκές μορφές και υπέροχα εξημερωμένα ζώα, αποτελούν ξεχωριστά δείγματα της χρυσοχοϊκής τέχνης των αρχαϊκών χρόνων και παράλληλα αναγνωρίζονται ως ένας συμβολικός ύμνος στο μεγαλείο της φύσης και στη χαρά της ζωής.
Τα αριστουργήματα αυτά, απομεινάρια της αρχαϊκής εποχής κατά την οποία το μαντείο γνώρισε μεγάλη ακμή, βρέθηκαν πριν την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου στη λεγόμενη Ιερά Οδό του δελφικού ιερού, μαζί με πλήθος άλλα πολύτιμα αναθήματα, όπως ο ασημένιος ταύρος, άγαλμα σε φυσικό μέγεθος με επιχρυσωμένα τα κέρατα, τις οπλές και το στέρνο. Ανάμεσα σε αυτά ανήκει και το χάλκινο θυμιατήριο, που η παράδοση αναγνωρίζει αφιέρωμα του ηγεμόνα της Λυδίας Κροίσου, η βασιλεία του οποίου συνδέθηκε καίρια με τους χρησμούς του Πύθιου Απόλλωνα.
Άγαλμα Σφίγγας
Δύο νησιά των Κυκλάδων, η Νάξος και η Σίφνος, έμελλε να σφραγίσουν με τη μεγαλοθυμία τους το δελφικό μαντείο αλλά και την ιστορία της τέχνης του 6ου αι. π.Χ., όπως διαπιστώνουμε στην πέμπτη αίθουσα του μουσείου. Πρώτη η Νάξος, το 560 π.Χ., αφιέρωσε ως δείγμα σεβασμού στον Απόλλωνα το δαιμονικό άγαλμα της Σφίγγας, το οποίο μαζί με τον ιωνικό κίονα στον οποίο στηριζόταν είχε ύψος 12μ. Η σφίγγα, μειξογενές ον με γυναικείο κεφάλι, σώμα λιονταριού και εντυπωσιακά φτερά, ήταν δάνειο της Ανατολής στην αρχαία ελληνική τέχνη και υπήρξε ένα πολύ δημοφιλές θέμα στην αρχαϊκή Ελλάδα.
Το άγαλμα στήθηκε κάτω από το άνδηρο του ναού του Απόλλωνος, φρουρός του ίδιου του ιερού και δαίμονας που το προστάτευε από κάθε ιερόσυλη και βέβηλη πράξη. Όπως μαθαίνουμε από την επιγραφή στη βάση του αγάλματος, οι Νάξιοι το ανέθεσαν για να λάβουν το δικαίωμα της προμαντείας, της προτεραιότητας δηλαδή στη λήψη του πολύτιμου χρησμού. Πολλούς αιώνες μετά, όταν το άγαλμα είχε πια θαφτεί από τόνους χώματος, ο τελευταίος σπόνδυλος του κίονα χρησίμεψε ως βάση της ιερής τράπεζας της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία στους Δελφούς, όπου εντοπίστηκε στο τέλος του 19ου αιώνα και επανασυνδέθηκε με το γλυπτό.
Ο θησαυρός των Σιφνίων
Μία γενιά σχεδόν μετά την ανάθεση των Ναξίων, ένα άλλο κυκλαδίτικο νησί, η Σίφνος, πλούσιο την περίοδο εκείνη λόγω των μεταλλείων αργύρου και χρυσού προσέφερε στους Δελφούς έναν καταστόλιστο θησαυρό από παριανό κατάλευκο μάρμαρο. Ο θησαυρός των Σιφνίων μικρό ναόσχημο οικοδόμημα το οποίο χρονολογείται κατά την περίοδο 530-525 π.Χ., έχει θεωρηθεί ως «ο θρίαμβος του ιωνικού ρυθμού».
Καταστόλιστος στις τέσσερεις πλευρές από μια ζωφόρο με πλήθος θεών, ημίθεων και απλών θνητών, ο θησαυρός αφηγούνταν σκηνές από τον Τρωϊκό πόλεμο, την Γιγαντομαχία, την Κρίση του Πάριδος και από άλλα μυθικά επεισόδια που περιελάμβαναν αρπαγή γυναικών και πομπή αρμάτων. Οι σκηνές αυτές αριστοτεχνικά λαξευμένες στο μάρμαρο, σε συνδυασμό με την παράσταση της αρπαγής του δελφικού τρίποδα από τον Ηρακλή στο ανατολικό αέτωμα, και τις χυμώδεις κόρες στην πρόσταση του κτηρίου, στεφανώνονταν με ζώνες από θαυμαστά φυτικά κοσμήματα, ανθέμια, λωτούς και ρόδακες απαράμιλλης τέχνης και ομορφιάς.
Η Αίθουσα του Ναού
Στα αετωματικά γλυπτά του ναού του Απόλλωνος, σε κρύπτη του οποίου λειτουργούσε το μαντείο, είναι αφιερωμένη η επονομαζόμενη «αίθουσα του Ναού». Σύμφωνα με την παράδοση, ο πρώτος ναός του θεού κατασκευάστηκε από κλαδιά δάφνης από την κοιλάδα των Τεμπών, ο δεύτερος από κερί και φτερά μελισσών, ο τρίτος από χαλκό και ο τέταρτος από λίθο.
Όταν και αυτός ο ναός καταστράφηκε από πυρκαγιά στο μέσον περίπου του 6ου αι. π.Χ. αφήνοντας στη θέση του μόνο ερείπια, το ιερατείο ξεκίνησε πανελλήνιο έρανο για την κατασκευή ενός νέου μνημειακού ναού, που χρονολογείται στο 510 π.Χ. Ανάμεσα στους μαικήνες που χρηματοδότησαν τις εργασίες αυτές, ξεχωρίζει η δημοκρατική οικογένεια των Αλκμεωνιδών, γόνοι της οποίας ήταν ο Κλεισθένης, ο ιδρυτής της αθηναϊκής δημοκρατίας, καθώς και ο Περικλής από την πλευρά της μητέρας του.
Η απόφαση των Αλκμεωνιδών να φιλοτεχνήσουν από ακριβότερο λίθο τον ερχομό του Απόλλωνος από την Αθήνα στους Δελφούς -θέμα του ανατολικού αετώματος- οδήγησε στην ες αεί διατήρηση των γλυπτών του ως μία διακήρυξη για τον κρίσιμο ρόλο της πόλης των Αθηνών κατά του περσικού κινδύνου στις αμέσως επόμενες δεκαετίες. Καρπός αυτής της υψηλής χορηγίας από το πλέον πολυτελές παριανό μάρμαρο αντί του μη ανθεκτικού πωρόλιθου, όπως όριζε η σύμβαση, στέκονται σήμερα οι καλλιπλόκαμες κόρες με τα λεπτοϋφασμένα ιμάτια, οι αγέρωχοι κορμοί των ίππων του άρματος του Απόλλωνος και ο επιθανάτιος ρόγχος της καλλίμορφου ελάφου, την οποία ήδη κατασπαράζει το άγριο λιοντάρι.
Διόνυσος κιθαρωδός
Περίπου ενάμιση αιώνα μετά την ολοκλήρωσή του, ο αρχαϊκός ναός του Απόλλωνα κατέρρευσε από τον μεγάλο σεισμό του 373 π.Χ. και στη θέση του ανοικοδομήθηκε ο ναός του 4ου αι. π.Χ. επίσης με πανελλήνιο έρανο, αλλά και με το πρόστιμο που αναγκάστηκαν οι Φωκείς να καταβάλουν στην Αμφικτυονία. Τις γλυπτές συνθέσεις των δύο αετωμάτων, οι οποίες χρονολογούνται κατά την περίοδο 340-330 π.Χ., ανέλαβαν οι γλύπτες Πραξίας και Ανδροσθένης, οι οποίοι κόσμησαν το ανατολικό αέτωμα με τον Απόλλωνα αναπαυμένο στον μαντικό τρίποδα και περιστοιχισμένο από τη Λητώ, την Άρτεμη και τις Μούσες.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το δυτικό αέτωμα, στο οποίο αποδίδεται ο Διόνυσος ως κιθαρωδός με τη συνοδεία των Θυιάδων, του γυναικείου θιάσου του στον Παρνασσό. Η αναφορά στον Διόνυσο, θεότητα η οποία εγκαθίστατο στο ιερό των Δελφών κατά τους χειμερινούς μήνες, οπότε διακοπτόταν η λειτουργία του χρηστηρίου, αποδίδεται από την έρευνα στην πρόθεση του τοπικού ιερατείου να ενισχύσει την επίσημη καθιέρωση της διονυσιακής λατρείας.
Ο Θησαυρός των Αθηναίων
Ο γλυπτός διάκοσμος του Θησαυρού των Αθηναίων, μνημείο έμπλεο πολιτικών συμβολισμών το οποίο αφιερώθηκε στον Πύθιο Απόλλωνα, παρουσιάζεται σε μία μικρή αίθουσα αφιερωμένη στον θησαυρό. Ο Θησαυρός των Αθηναίων, ο μοναδικός θησαυρός που σήμερα είναι αναστηλωμένος στους Δελφούς, πιστεύεται ότι ανεγέρθηκε μετά τη μάχη του Μαραθώνα, το 490 π.Χ. με στόχο να διατυμπανίσει σε όλον τον ελληνισμό την καθοριστική συμβολή των Αθηναίων στην νίκη κατά των Περσών. Το μικρό κτήριο έστεκε σε καίριο σημείο στην Ιερά Οδό, ήταν δωρικού ρυθμού και κατασκευασμένο από παριανό μάρμαρο. Στις μετόπες, ανάγλυφες πλάκες στο άνω μέρος των εξωτερικών τοίχων του μνημείου, απεικονίζονται οι άθλοι δύο ηρώων της Αθήνας, του Ηρακλή, οποίος εκπροσωπούσε την παραδοσιακή τάξη πραγμάτων, και του Θησέα, του νέου ήρωα της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ο Ηρακλής αποδίδεται να παλεύει με το λιοντάρι της Νεμέας, την Κερυνίτιδα έλαφο και τον ληστή Κύκνο, ενώ αρκετές μετόπες εξιστορούν την αρπαγή του κοπαδιού του Γηρυόνη. Από τους άθλους του Θησέα απεικονίζεται η μάχη του ήρωα ενάντια στους ληστές Κερκύονα, Σκίρωνα και Προκρούστη. Σε μία εμβληματική μετόπη απεικονίζεται η θανάτωση του Μινώταυρου αλλά και η δραματική συνάντηση με την βασίλισσα των Αμαζόνων, Αντιόπη.
Οι μετόπες του θησαυρού των Αθηναίων ανήκουν στην μεταβατική περίοδο από την αρχαϊκή τέχνη προς την αυγή της τέχνης των κλασικών χρόνων, όπως ο επισκέπτης μπορεί να διαπιστώσει από τα πρόσωπα των μορφών, όπου στοιχεία παραδοσιακά μένουν ενεργά σαν το αμυδρό μειδίαμα, τους έντονα εξογκωμένους οφθαλμούς και τους μαργαριτόσχημους βοστρύχους, σε αντίθεση με τα σώματα στα οποία νεωτερικά στοιχεία έχουν εισαχθεί, όπως οι διαγώνιοι άξονες, η πιότερο μαλακή απόδοση της μυολογίας και το έξεργο ανάγλυφο. Ίσως το πιο αυθεντικό στοιχείο που θα χαρακτηρίσει την πλαστική των κλασικών χρόνων και απαντά για πρώτη φορά στο Θησαυρό της Αθήνας είναι η ισότιμη απόδοση των θνητών δίπλα στους θεούς, όπως εμφατικά μας διδάσκει η μετόπη της ιερής συνομιλίας της Πολιάδας Αθηνάς με τον ήρωα της πόλης της Θησέα.
Η αίθουσα της λευκής κύλικας
Στην αίθουσα της λευκής κύλικας, ένα ακόμη αριστούργημα της δελφικής γης, παρουσιάζεται σε ειδική προθήκη το μοναδικό αγγείο της κυρίως έκθεσης του μουσείου. Το αγγείο, έργο της πρωϊμης κλασικής περιόδου (480-470 π.Χ με την παράσταση του Απόλλωνα κιθαρωδού βρέθηκε σε αρχαίο τάφο κατά τις εργασίες επέκτασης του τρίτου μουσείου. Το αγλαό κεφάλι, η εκπληκτική απόδοση των ανατομικών χαρακτηριστικών του χρυσόμαλλου θεού, το πορφυρό ιμάτιο και τα περίτεχνα λεοντοπόδαρα του καθίσματος έχουν δικαίως θεωρηθεί ότι προέρχονται από τον χρωστήρα ενός από τους αξιότερους αγγειογράφους της εποχής.
Στην ίδια αίθουσα παρουσιάζονται οι ενεπίγραφοι λίθοι από την εξωτερική τοιχοποιϊα του θησαυρού των Αθηναίων επί των οποίων χαράχθηκαν μεταγενέστερα δύο αρχαίοι παιάνες προς τον Απόλλωνα, που χρονολογούνται τον 2ο αι. π.Χ..
Το θέμα τους είναι σχετικό με διάφορα περιστατικά από τη ζωή του θεού, όπως η γέννησή του, η έλευσή του Απόλλωνα στους Δελφούς και η συμβολή του στην απόκρουση των Γαλατών. Ανάμεσα στους στίχους διακρίνονται μουσικά σύμβολα, τα οποία έχουν ερμηνευθεί από ειδικούς μουσικολόγους, ενώ η προσπάθεια της μουσικής απόδοσης των δύο παιάνων έγινε αντικείμενο της έρευνας ήδη από την αποκάλυψή τους το 1893. Μάλιστα το Διεθνές συνέδριο που διοργανώθηκε στο Παρίσι το 1894, για την πρώτη Ολυμπιάδα της Αθήνας ξεκίνησε με τη μουσική εκτέλεση των δύο αυτών ύμνων.
Χάλκινα αναθήματα
Το χάλκινο θυμιατήριο της πεπλοφόρου και τα χάλκινα ειδώλια του νέου αυλητή και των δύο αθλητών από τα σημαντικότερα εκθέματα της Αίθουσας των Χάλκινων, μας εισάγουν στον 5ο αι. π.Χ., περίοδο κατά την οποία το μαντείο των Δελφών χάρη στη θωράκιση από την Αθήνα γνώρισε μεγάλη ακμή. Τόσο το ειδώλιο του αυλητή με τον ποδήρη χιτώνα και τον διπλό αυλό, όσο και το σύνταγμα των δύο γυμνών αθλητών, ο ένας εκ των οποίων κρατά το στεφάνι της νίκης, ανήκουν μάλλον σε αναθήματα νέων οι οποίοι έλαβαν μέρος στους Πυθικούς αγώνες, μουσικούς και αθλητικούς αγώνες προς τιμήν του Απόλλωνα στους Δελφούς.
Ένα άλλο χάλκινο ειδώλιο αθλητή στη στάση του contraposto, την ισορροπία αντιθέτων δυνάμεων και κινήσεων απηχεί την καταγωγή του από καλλιτέχνη που συνδέεται με τον φημισμένο χαλκοπλάστη του 5ου αι. π.Χ., τον Πολύκλειτο από το Άργος.
Η Θόλος
Η εισαγωγή στην υστεροκλασική περίοδο, τον 4ο αι. π.Χ., γίνεται με τα έμπλεα χάριτος αρχιτεκτονικά γλυπτά της Θόλου των Δελφών στην ομώνυμη αίθουσα. Η Θόλος, ένα σπάνιας κομψότητος κυκλικό σε κάτοψη μνημείο είναι έργο του αρχιτέκτονος Θεόδωρου από τη Φώκαια της Μικράς Ασίας, όπως αναφέρει ο Βιτρούβιος, και χρονολογείται στο 380-370 π.Χ..
Οι μετόπες στο εσωτερικό και το εξωτερικό του μνημείου, απέδιδαν σκηνές Αμαζονομαχίας, Κενταυρομαχίας, και επεισόδια από τους άθλους του Ηρακλή και του Θησέα, προσφιλή θέματα στην αρχιτεκτονική γλυπτική των κλασικών χρόνων. Τα ανάγλυφα χαρακτηρίζονται για τις όμορφα κινημένες μορφές με τη μελετημένη ανατομία, τα εξιδανικευμένα ατομικά χαρακτηριστικά και τα σχεδόν διάφανα ενδύματα τα οποία παρά τη βιαιότητα των μαχών προσδίδουν στα γυναικεία σώματα μία πρωτοφανή θηλυκότητα.
Ο ακάνθινος κίονας με τις Τρεις Χορεύτριες
Μοναδικό σύνολο από μάρμαρο Πεντέλης είναι ο ακάνθινος κίονας με τις Τρεις Χορεύτριες όπως συνήθως αποκαλείται αυτό το τέλειας ομορφιάς έργο γλυπτικής και αρχιτεκτονικής, που κοσμεί την αίθουσα του Δαόχου, όπου εκτίθενται ορισμένα από τα πιο εμβληματικά έργα του 4ου και 3ου αι. π.Χ. Έργο αθηναίου γλύπτη του 330 π.Χ., ο κίονας ανάθημα της Αθήνας είχε ύψος που άγγιζε τα 11μ. και δέσποζε στο άνδηρο πάνω από τον ναό του Απόλλωνα.
Τα πλούσια φύλλα της άκανθας κατά μήκος του κορμού του κίονα δημιουργούσαν ένα υπέροχο διακοσμητικό περιβάλλον για τις τρεις αιθέριες γυναικείες μορφές, οι οποίες στηρίζονταν στο πάνω μέρος του. Οι εύχυμες γυναίκες με τους αραχνούφαντους χιτώνες αναγνωρίζονται άλλοτε ως χορεύτριες και άλλοτε ως οι Κεκροπίδες, οι κόρες του μυθικού βασιλιά των Αθηνών Κέκροπα. Όπως απέδειξε προσφάτως ο J. L. Martinez, οι τρεις κόρες έφεραν στα υψωμένα χέρια τους τον μαρμάρινο ομφαλό, το ομοίωμα της μαγικής πέτρας που έριξε ο Δίας στο σημείο συνάντησης των δύο χρυσαετών, όταν θέλησε να μάθει ποιο ήταν το κέντρο του κόσμου.
Στην ίδια αίθουσα, ο ανδριάντας του παγκρατιαστή Αγία από το σύνταγμα του Δαόχου έχει υποστηριχθεί, ότι αποτελεί αντίγραφο χάλκινου αγάλματος του φημισμένου χαλκουργού Λυσίππου, του κατ’ εξοχήν ανδριαντοποιού του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο αθλητής με την χαρακτηριστική ηρωϊκή γυμνότητα, το εξιδανικευμένο κάλλος του προσώπου και τους απαλά σμιλευμένους μύες της κορμοστασιάς απηχεί το πρότυπο του καλού καγαθού νέου της αρχαιότητας, τον συνδυασμό της ομορφιάς της ψυχής και του νου.
Η ζωφόρος μιας μάχης
Η ύστατη αναλαμπή του δελφικού ιερού κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, μία σχετικά άγνωστη περίοδος για το ευρύ κοινό εξιστορείται στην αίθουσα του Αιμίλιου Παύλου, όπως συμβατικά ονομάζεται από το βάθρο του ανδριάντα που οποίο ανατέθηκε μετά την μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ. από τον ρωμαίο στρατηγό. Η ανάγλυφη ζωφόρος που κοσμεί το βάθρο, την κατασκευή του οποίου είχε ξεκινήσει ο Περσέας, ο τελευταίος βασιλιάς της Μακεδονίας, πριν ηττηθεί από τον Αιμίλιο Παύλο έχει θεωρηθεί, ότι αποδίδει το επεισόδιο έναρξης της μάχης και ως εκ τούτου αναγνωρίζεται ως το αρχαιότερο ιστορικό ανάγλυφο στην αρχαία ελληνική τέχνη.
Στην ίδια αίθουσα εκτίθεται η ανάγλυφη ζωφόρος του προσκηνίου του θεάτρου με σκηνές από τους άθλους του Ηρακλή, που κατασκευάστηκε πριν την επίσκεψη του Νέρωνα στους Δελφούς το 67 μ.Χ..
Η ζωφόρος και η μεγαλογράμματη λατινική επιγραφή, που αναφέρεται στις επισκευαστικές εργασίες που επιχορήγησε ο αυτοκράτορας Δομιτιανός, το 84 μ.Χ. αποτελούν απτή απόδειξη της υποταγής του δελφικού ιερατείου στους ρωμαίους αυτοκράτορες, καθώς επίσης της επίσημης αναγνώρισης της νέας τάξης πραγμάτων από το δελφικό ιερατείο.
Το άγαλμα του Αντίνοου
Αδιαμφισβήτητα θέση μοναδική κατέχει το άγαλμα του Αντίνοου, του αγαπημένου συντρόφου του φιλέλληνα αυτοκράτορα Αδριανού. Ο Αδριανός επισκέφθηκε δύο φορές τους Δελφούς κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, το 125 και το 129 μ.Χ., αναδιοργάνωσε το Αμφικτιονικό Συνέδριο και τα Πύθια ενώ προσέφερε σπουδαίες χορηγίες για την αναστήλωση των μνημείων του.
Μετά τον χαμό του αγαπημένου συντρόφου του, Αντίνοου στον Νείλο, ο Αδριανός, στο πλαίσιο του αφηρωϊσμού του νέου, ανέθεσε τον ανδριάντα του στου Δελφούς, καθώς και σε άλλα αρχαία ελληνικά ιερά. Το άγαλμα των Δελφών ένα από τα καλύτερα σωζόμενα αγάλματα του Αντίνοου με το έντονα μελαγχολικό βλέμμα, τα εξιδανικευμένα χαρακτηριστικά, τη γυμνή στιλβωμένη σάρκα και την ψιλόλιγνη κορμοστασιά, αποτελεί σημείο αναφοράς για την τέχνη της αδριάνειας περιόδου.
Ο Ηνίοχος των Δελφών
Διαχρονικό σύμβολο των Δελφών, ο Ηνίοχος από χαλκό, είναι έργο του 5ου αι. π.Χ. (480 – 470 π.Χ.) και εκτίθεται στην τελευταία αίθουσα του μουσείου μαζί με τα σπαράγματα του άρματος που οδηγούσε. Το τέθριππο άρμα, άρμα με τέσσερις ίππους, που οδηγούσε ο Ηνίοχος στήθηκε στο μαντείο των Δελφών από τον Πολύζαλο της Γέλας, μέλος της οικογένειας των Δεινομενιδών ως ανάμνηση νίκης στις αρματοδρομίες των Πυθικών Αγώνων και καταστράφηκε από τον μεγάλο σεισμό του 374 π.Χ..
Ο ηνίοχος φορά ένα μακρύ ένδυμα, τον ηνιοχικό χιτώνα, το κάτω μέρος του οποίου θυμίζει δωρικό κίονα. Το γεμάτο ένταση χέρι που κρατά τα ηνία και τα γυμνά πόδια με τα υπέροχα ακροδάκτυλα είναι άξια θαυμασμού για την υψηλή δεξιότητα ενός μεγάλου χαλκοπλάστη των αρχών του 5ου αιώνα, ο οποίος κατάφερε να αποδώσει με μοναδική πιστότητα το βλέμμα του αγέρωχου νικητή, καθώς και τη μυολογία του σώματος. Ο επισκέπτης του μουσείου απολαμβάνει σήμερα στην υψηλή καλλιτεχνική αξία του γλυπτού και παράλληλα ανιχνεύει την σπάνια πνευματικότητα της μορφής του νέου αθλητή, την οποία κατάφερε να αποδώσει ο γλύπτης.
Στο πλαίσιο ενός διεπιστημονικού προγράμματος μελέτης του Ηνιόχου, κοινή συνεργασία των ετών 2016-2022 ανάμεσα στη Γαλλική Σχολή Αθηνών, το Υπουργείο Πολιτισμού μέσω της Εφορείας Αρχαιοτήτων Φωκίδας , το Μουσείο του Λούβρου, το Κέντρο Έρευνας και Συντήρησης των Μουσείων της Γαλλίας και άλλα γαλλικά και ελληνικά ιδρύματα (Institut de Soudure, Εθνικό Κέντρο Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος», Archeovision Production).
Η μελέτη επιχείρησε να δώσει απαντήσεις μέσω της σύγχρονης τεχνολογίας (ραδιογραφία Γ, ενδοσκόπιση 3Δ, φωτογραμμετρία, δειγματοληψία μετάλλου και πυρήνα κα.), σε αναπάντητα έως σήμερα ερωτήματα που αφορούν στην τεχνική χύτευσης και συγκόλλησης, στο κράμα του μετάλλου, στην πολυχρωμία του γλυπτού και στην ακριβή προέλευσή του γλυπτού. Χάρη σε αυτή την σπουδαία έρευνα είμαστε σήμερα σε θέση να γνωρίζουμε την πολυχρωμία του γλυπτού χάρη στη διαφορετική σύνθεση των κραμάτων καθώς και την πιθανή προέλευσή του από εργαστήριο της Νότιας Ιταλίας.
Οι προσωπικές επιλογές
Στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Δελφών αδιαμφισβήτητα ο επισκέπτης θα γοητευθεί από τα φημισμένα ανδρικά αγάλματα των δίδυμων Κούρων, του Ηνίοχου, του Αγία, του Αντίνοου και του Απόλλωνα Κιθαρωδού. Δίπλα σε αυτά, μικρότερα έργα από λίθο, χαλκό, και ελεφαντόδοντο, επίσης υψηλής καλλιτεχνικής αξίας, αποτελούν μοναδικά τεκμήρια των θνητών που τα προσέφεραν στον Πύθιο Απόλλωνα προκειμένου να λάβουν το δικό τους χρησμό. Από αυτά τα υπέροχα έργα τέχνης θα μπορούσα να προτείνω στον επισκέπτη που επιμένει να έρχεται στους Δελφούς τα ακόλουθα:
Η προσφορά δύο γονέων
Πρόκειται για το αγαλμάτιο μικρού κοριτσιού στον τύπο της άρκτου, της χαρακτηριστικής κατηγορίας αγαλμάτων που είναι κυρίως γνωστά από το ιερό της Αρτέμιδος στην Βραυρώνα. Το κοριτσάκι από του Δελφούς είναι καμωμένο από δύο ειδών μάρμαρα. Για το όμορφο κεφάλι με τις γεμάτες παρειές, το παιχνιδιάρικο βλέμμα και τα καλοχτενισμένα μαλλάκια, χρησιμοποιήθηκε το διαυγές μάρμαρο της Πάρου. Για το σώμα αντίστοιχα το οποίο είναι ενδεδυμένο με τον χαρακτηριστικό χιτώνα που μιμείται δέρμα αρκούδας και ονομάζεται κροκωτός, χρησιμοποιήθηκε πεντελικό μάρμαρο.
Το αγαλμάτιο χρονολογείται στο μέσον του 4 ου αι. π.Χ. και αποτελεί μαρτυρία της ευλάβειας δύο γονέων, που ζήτησαν από τους θεούς των Δελφών την προστασία της προσφιλής κόρης τους.
Το δώρο μίας γυναίκας
Ποια άραγε εύπορη κόρη που έζησε τον 5ο αι. π.Χ. προσέφερε στο μαντείο του Πύθιου Απόλλωνα αυτό το αριστοτεχνικά αποδοσμένο θυμιατήριο με το ημισφαιρικό σώμα, και την νεαρή Πεπλοφόρο, η οποία το υποβαστάζει, ως σαν να σήκωνε το βάρος όλου του κόσμου. Η γυναικεία μορφή είναι ενδεδυμένη με δωρικό πέπλο, ενώ τα μαλλιά της είναι μαζεμένα πίσω σε κεκρύφαλο. Το λυγισμένο αριστερό σκέλος διαγράφεται κάτω από τον βαρύ πέπλο, ενώ οι πτυχές του ενδύματος συγκεντρώνονται πάνω από το δεξί
σκέλος. Στο χείλος του σκεύους εφάρμοζε διάτρητο πλέγμα, που μιμείται τις φλόγες δια μέσου των οποίων αναδυόταν το ιερό θυμίαμα.
Το ειδώλιο του ξένου
Το ελεφάντινο σύμπλεγμα ανδρικής μορφής που κρατά δόρυ και λέοντος βρέθηκε, όπως και το χάλκινο θυμιατήριο στον αποθέτη της ιεράς οδού, το 1939. Το σύμπλεγμα, το οποίο χρονολογείται στην αυγή της Αρχαϊκής εποχής, στον 7ο αι. π.Χ., αναγνωρίζεται ως έργο, το οποίο προέρχεται από την Κεντρική Ανατολία. Στο πρόσωπο του άνδρα κυριαρχούν τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια με οπή στην θέση της κόρης για την ένθεση άλλου υλικού, οι εγχάρακτες τοξωτές γραμμές που αποδίδουν τα φρύδια και το αδιόρατο χαμόγελο, το οποίο μπορεί να αναγνωστεί ως αρχαϊκό μειδίαμα. Η κόμη χωρίζεται στη μέση ενώ δύο βόστρυχοι που ξεκινούν από τη βάση της χωρίστρας επιστέφουν το πρόσωπο και απολήγουν σε δύο ρόδακες εν είδει σφηκωτήρων. Το λιοντάρι παρά το μυώδες κορμί του και τα τρομακτικά χαρακτηριστικά, όπως τα γαμψά νύχια, αποδίδεται σε ήρεμη στάση, ως εξημερωμένο από τον δορυφόρο άνδρα.
Η ταύτιση του άνδρα με δεσπότη θηρών, δηλαδή με θεό ή ήρωα που δαμάζει άγρια ζώα βασίζεται στις εμφανώς μικρότερες αναλογίες του ζώου και στον τρόπο με τον οποίο δηλώνεται η υποταγή του. Επισημαίνεται, ότι η παράσταση αυτή ενδέχεται να παραπέμπει στον ίδιο τον Πύθιο Απόλλωνα κατά την έλευση του οποίου στους Δελφούς η φύση εξημερώνεται, όπως περιγράφεται στις Ευμενίδες του Αισχύλου.
Η απόλαυση του Έρωτα
Μια από τις πιο όμορφες απεικονίσεις του κοιμώμενου έρωτα προέρχεται από τους Δελφούς. Σε αντίθεση όμως με την πλειονότητα των λοιπών εκθεμάτων του μουσείου των Δελφών, το μαρμάρινο αγαλμάτιο του παχουλού ερωτιδέα, έργο του 2ου αι. π.Χ. διακοσμούσε μάλλον κάποιο κρηναίο οικοδόμημα, στην περιοχή του αρχαίου Θεάτρου.
Αγαπημένο εικονογραφικό θέμα κατά την ελληνιστική περίοδο, ο μικρός φτερωτός θεός, αποκαμωμένος από τα συνεχή παιχνιδίσματα κοιμάται πάνω σε ένα βράχο, ακριβώς όπως ένα βρέφος που βιώνει τη μητρική στοργή. Ο μικρός Έρωτας των Δελφών με την φυσικότητα και την χάρη που τον διακρίνουν, έρχεται σε έντονη αντίθεση με το σύνολο σχεδόν των μνημειακών αγαλμάτων που προέρχονται από το ιερό, και μνημειακά αγάλματα, κοιμάται επάνω σε έναν βράχο στρωμένο με ένα ρούχο και αποτυπώνει την στιγμιαία απόλαυση του βίου των θνητών.
Η περιπλάνηση του Οδυσσέα
Παρά το μικρό μέγεθός του, περίπου 9 εκ., το χάλκινο ανάγλυφο πλακίδιο με την παράσταση του Οδυσσέα ή συντρόφου του, κατά την διάρκεια της παροιμιώδους απόδρασης από την σπηλιά του Πολύφημου είναι από τα πλέον διδακτικά αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία προέρχονται από τους Δελφούς. Το πλακίδιο χρονολογείται μετά το μέσον του 6ου αι. π.Χ., περίοδο ευρείας διάδοσης των ομηρικών επών και αναγνωρίζεται ως ένα από τα κορυφαία έργα μικροτεχνίας της αρχαϊκής περιόδου.
Ο τρόπος μάλιστα, που το κορμί του ήρωα αγκαλιάζει το σώμα του κριαριού, η ακολουθία της καμπυλότητας των μορφών και η σχεδόν κατ’ ενώπιον τοποθέτηση της κεφαλής του ζώου και του ήρωα δημιουργούν ένα άψογο σύνολο που χαρακτηρίζεται από την ρυθμική αρμονία. Η Φύση την οποία συμβολίζει το κριάρι οδηγεί το έμβιο ον προς τη λύτρωση και μετατρέπεται σε σύντροφο και σωτήρα, σε μία από τις σημαντικότερες διακηρύξεις της άρρηκτης σχέσης του ανθρώπου και με το περιβάλλον.
Βιογραφικό
Η κυρία Αθανασία Ψάλτη είναι απόφοιτης του Τμήματος Ιστορίας – Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στην Αρχαιολογία. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος σπουδών Κλασικής Αρχαιολογίας και υποψήφια διδάκτωρ του ιδίου Πανεπιστημίου. Εισήχθη στην Αρχαιολογική Υπηρεσία το 1994 και υπηρέτησε ως αρχαιολόγος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ευβοίας ως το 2008. Από το 2008 ως το 2010 διετέλεσε Προϊσταμένη Τμήματος Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων της ως άνω Εφορείας ενώ από το 2010 έως και σήμερα είναι Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Φωκίδος. Είναι μέλος του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων Στερεάς Ελλάδας από το 2016, μέλος του Δ.Σ του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών και του Φορέα Διαχείρισης Ελαιώνα Δελφών.
Έχει 62 συμμετοχές με ανακοίνωση σε πανελλήνια και διεθνή αρχαιολογικά συνέδρια και 48 επιστημονικά άρθρα και μελέτες σε ελληνικά και ξένα αρχαιολογικά περιοδικά. Ταυτόχρονα, ασχολείται με την επιστημονική επιμέλεια εκδόσεων, εντύπων και πρακτικών συνεδρίων και διαθέτει εκπαιδευτική εμπειρία σε επιμορφωτικά προγράμματα.
Επίσης, έχει συμμετάσχει στη διοργάνωση εκθέσεων σε μουσεία της χώρας και του εξωτερικού. Τα επιστημονικά της ενδιαφέροντα εστιάζονται στη διαχείριση και ανάδειξη μνημείων και αρχαιολογικών χώρων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου