Μοιάζει πράγματι σαν γρίφος, τα τελευταία τουλάχιστον 3-4 χρόνια, το γεγονός, ότι ενώ η Ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με ικανοποιητικούς θα λέγαμε ρυθμούς, η ανεργία στο γενικό πληθυσμό, παραμένει στο 11%, ενώ στους νέους και τις γυναίκες ξεπερνάει το 25%.
Παράλληλα, 3 στις 4 επιχειρήσεις, δηλώνουν αδυναμία εξεύρεσης κατάλληλου προσωπικού και μάλιστα και στους 3 τομείς της οικονομίας, δηλαδή τον πρωτογενή (γεωργία), τον δευτερογενή (μεταποίηση) και τον τριτογενή (υπηρεσίες). Το φαινόμενο αυτό δεν είναι ωστόσο άγνωστο στους οικονομολόγους και ακούει στο όνομα «διαρθρωτική ανεργία». Με απλά λόγια, σημαίνει ότι μέχρι ένα ποσοστό της τάξης του 2,5% – 3%, η ανεργία είναι αποδεκτή λόγω της διάρθρωσης προσφοράς και ζήτησης.
Εάν, για παράδειγμα, μας λείπουν εργαζόμενοι στον κατασκευαστικό κλάδο στην Αθήνα, ενώ περισσεύουν και αργούν στη Θράκη, στο βαθμό που οι Θρακιώτες δεν είναι διατεθιμένοι να μετακομίσουν στην Αθήνα, θα έχουμε στατιστικά και ανεργία και ταυτόχρονη έλλειψη εργατικού δυναμικού στον τομέα. Το ίδιο φαινόμενο, θα παρατηρηθεί και στην περίπτωση που παρουσιάζεται μεγάλη έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, για παράδειγμα με ψηφιακές δεξιότητες και την ίδια στιγμή αργούν χιλιάδες άνθρωποι με εκπαίδευση και εξειδίκευση π.χ. στο χώρο της υγείας.
Συμπερασματικά, οι λόγοι του φαινομένου της διαρθρωτικής ανεργίας οφείλονται, κατά κύριο λόγο, στη δυσκολία μετακίνησης εργαζομένων από μια γεωγραφική περιοχή σε μια άλλη, καθώς και από τη διαφορετικότητα των εκάστοτε αναγκών της αγοράς σε εξειδικευμένο προσωπικό. Μέχρι εδώ λοιπόν, ακούγεται φυσιολογικό το φαινόμενο της έλλειψης εργαζομένων και την ίδια στιγμή εμφάνισης ποσοστού ανεργίας. Αυτό όμως που χρήζει ιδιαίτερης έρευνας, στην Ελληνική πραγματικότητα και αποτελεί βόμβα στα θεμέλια της περαιτέρω ανάπτυξής της, είναι το μέγεθος του προβλήματος.
Αναφέραμε παραπάνω, ότι σε ένα ποσοστό 2,5% – 3% παρατηρείται διαρθρωτική ανεργία ακόμα και στα πιο αναπτυγμένα κράτη και μάλιστα υπό συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης και όχι ύφεσης. Ποσοστά 11% ή 25% σε νέους και γυναίκες, όπως στην Ελλάδα, είναι απαράδεκτα και ιδιαίτερα περίπλοκα και επικίνδυνα.
Σε πρόσφατο συνέδριο του Economist, στην Αθήνα, με την ευκαιρία του Ευρωπαϊκού Έτους 2023 για τις δεξιότητες και την επιδίωξη του Upskilling & Reskilling, δηλαδή αναβάθμισης και αναδιάρθρωσης των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού της χώρας, ακούστηκαν διάφορα ενδιαφέροντα, που σχετίζονται με το υπό ανάλυση φαινόμενο. Θα αναφερθώ στα πιο σημαντικά, σε μια προσπάθεια να κατανοήσουμε μαζί τι πραγματικά συμβαίνει στη χώρα μας σήμερα, και τι μέλλει να συμβεί στο άμεσο και απώτερο μέλλον.
Καταρχήν, όλοι σχεδόν οι εισηγητές του Συνεδρίου, συμφώνησαν ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις, η τεχνητή νοημοσύνη, η πράσινη ανάπτυξη, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, που όλα μαζί συνιστούν αυτό που αποκαλούμε 4η βιομηχανική επανάσταση, επιφέρουν τεράστιες μεταβολές στον εργασιακό χώρο, με πολλά επαγγέλματα να οδηγούνται σε εξαφάνιση και άλλο τόσα να αναδύονται, με απόλυτα εξειδικευμένες δεξιότητες ανθρώπινου προσωπικού. Σε αυτό συμφωνούμε και εμείς και φαντάζομαι και όλοι εσείς που διαβάζετε το άρθρο. Αναλύοντας ωστόσο τις απόψεις κάποιων εκ των εισηγητών του συνεδρίου, αναπόφευκτα οδηγούμεθα σε εύλογο σκεπτικισμό. Για παράδειγμα, ο Υπουργός Ανάπτυξης κύριος Γεωργιάδης, ανέφερε ότι δεν είναι η πολιτεία υπεύθυνη για την αλλαγή του εργασιακού μοντέλου στην Ελλάδα, αλλά οι ίδιοι οι επαγγελματικοί φορείς και οι συντεχνίες εργαζομένων. Υπογράμμισε δε, ότι υπάρχουν διαθέσιμα από ευρωπαϊκούς πόρους, τουλάχιστον ένα δισεκατομμύριο ευρώ, για εκπαίδευση εργαζομένων σε νέες δεξιότητες. Σε ένα βαθμό θα συμφωνήσουμε με τον υπουργό, σε μεγάλο βαθμό όμως όχι. Πράγματι, επαγγελματικοί φορείς όπως επιμελητήρια, ενώσεις τραπεζών, συντεχνίες εργαζομένων κλπ έχουν τον πρώτο λόγο στην παρατήρηση των ραγδαίων εξελίξεων στο χώρο των δεξιοτήτων στο εργασιακό δυναμικό της χώρας, αλλά μεσοπρόθεσμα και πολύ περισσότερο μακροπρόθεσμα, εναπόκειται στον εκπαιδευτικό και αναπτυξιακό σχεδιασμό της πολιτείας.
Πιο συγκεκριμένα: το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει να ενσωματώνει ευέλικτα και άμεσα τις ραγδαίες αλλαγές στις ανάγκες της οικονομίας, μειώνοντας για παράδειγμα σχολές ή και αριθμό φοιτητών σε ορισμένες ειδικότητες και αυξάνοντας σχολές ή και φοιτητές σε κάποιες άλλες. Για παράδειγμα, η χώρα μας έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ιατρών, σε σχέση με τον πληθυσμό στην Ευρώπη (3 στους 1000) και παράλληλα η Αθήνα έχει διπλάσιους δικηγόρους από ότι το Παρίσι! Σαν αποτέλεσμα, οι γιατροί μας αναγκάζονται να φεύγουν στο εξωτερικό, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, ενώ κόστισαν για τις σπουδές τους στο Ελληνικό δημόσιο και παράλληλα η υπερπληθώρα δικηγόρων στη χώρα μας, οδηγεί στα δικαστήρια εκατοντάδες χιλιάδες υποθέσεις, που κανονικά δεν θα έπρεπε να έχουν δικαστική κατάληξη. Πώς αυτό; απλά αφού κάθε σχεδόν Ελληνική οικογένεια έχει κάποιο συγγενή πρώτου ή δεύτερου ή και τρίτου βαθμού, δικηγόρο, είναι επόμενο, με το παραμικρό, ακόμα και για «στραβή… καλημέρα» να καταφεύγει στη δικαιοσύνη. Έτσι για να δώσουμε και στο «δικό μας παιδί… δουλειά».
Είναι ηλίου φαεινότερο, ότι ο αριθμός των σχολών και συνεπώς και ο αριθμός των φοιτητών της Ιατρικής και της Νομικής, πρέπει να μειωθούν, άμεσα, από την πολιτεία. Ποιος όμως υπουργός θα βρει τα κότσια για να το κάνει; Οι αντιδράσεις από πρυτάνεις, καθηγητές, τοπικές κοινωνίες, τοπικούς βουλευτές και… βάλε θα είναι καταιγιστικές. Εάν όμως αυτό δεν συμβεί, τα προγράμματα Skilling και Reskilling θα έχουν πολύ μικρή απόδοση, έστω και αν τα ευρωπαϊκά κονδύλια στην Ελλάδα τριπλασιαστούν. Για παράδειγμα, πιστεύετε ότι γιατροί και δικηγόροι θα καθίσουν ξανά στα θρανία για να εκπαιδευτούν σε νέες δεξιότητες που έχουν να κάνουν με ψηφιακό μετασχηματισμό, πράσινη ανάπτυξη, εφαρμογές τεχνικής νοημοσύνης; Όχι βέβαια.
Επιπρόσθετα, την ίδια στιγμή που η Ελλάδα θεωρείται επισήμως και από όλους, ότι κατέχει μία από τις 3 τελευταίες θέσεις, στις νέες δεξιότητες στην Ευρώπη, την ίδια στιγμή οι Έλληνες κατέχουν ένα από τα υψηλότερα ποσοστά πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε σχέση με τον πληθυσμό! Τραγική αντίφαση, μορφωμένοι μεν, αλλά χωρίς δεξιότητες δε. Με δυο λόγια, αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος, στην έγκαιρη διάγνωση των μελλοντικών αναγκών σε επίπεδο μορφωτικό και δεξιοτήτων.
Και ερχόμαστε τώρα στην ανάπτυξη, που αναφέραμε παραπάνω, σαν έλλειμμα σχεδιασμού από πλευράς πολιτείας και ιδιαίτερα ισόρροπης ανάπτυξης πανελλαδικά.
Αναλύσαμε, στην αρχή του άρθρου, ότι μία από τις 2 βασικές αιτίες της διαρθρωτικής ανεργίας, είναι η δυσκολία μετακίνησης πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού από μια γεωγραφική περιοχή σε μια άλλη με υπερβάλλουσες ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό. Οι λόγοι που δυσκολεύουν τέτοιες μετακινήσεις είναι κατά βάση αρκετοί, με κάποιους όμως να έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα. Ο βασικός όμως λόγος είναι ο οικονομικός. Πώς να φύγει από τη Θράκη, για παράδειγμα και να εγκατασταθεί στην Αθήνα με μισθό 700€ ακόμα και 800 € , όταν θα πρέπει να πληρώνει για ενοίκιο τουλάχιστον 400-500 €; Η Αθήνα σήμερα είναι από τις πιο ακριβές πόλεις στα ενοίκια, αλλά και στο υπόλοιπο κόστος διαβίωσης. Και πήρα για παράδειγμα την Αθήνα και δεν τολμώ να αναφέρω περιοχές όπως η Σαντορίνη, η Μύκονος, η Ρόδος και άλλες. Φαντάζεστε έναν δάσκαλο ή υγειονομικό ή δημόσιο υπάλληλο στη Σαντορίνη; Θα πρέπει όλο το βράδυ, να δουλεύει παράλληλα σε μπαρ ή εστιατόρια για να τα βγάλει πέρα. Έτσι, είναι συμφερότερο για το Θρακιώτη να μείνει στον τόπο του, έστω και άνεργος, αλλά στο σπίτι των γονιών του και με το χαρτζιλίκι των οικείων του, περιμένοντας «τον λαχνό» να βρεθεί σχετική δουλειά στην ευρύτερη περιοχή διαμονής του. Για να ξεπεραστεί λοιπόν αυτή η βασική αιτία «διαρθρωτικής ανεργίας», θα πρέπει το κράτος να αναπτύξει σχέδια ισόρροπης ανάπτυξης σε όλα τα μήκη και πλάτη της επικράτειας. Μονομερής γεωγραφική ανάπτυξη οδηγεί, εκτός των άλλων, σε ερήμωση της περιφέρειας, επιδείνωση κλιματολογικών συνθηκών, ιδιαίτερα σε μεγάλα αστικά κέντρα, αύξηση του κόστους ζωής σε αυτά, την υποβάθμιση της παραγωγής στον τόσο ζωτικό κλάδο του πρωτογενούς τομέα και ένα σωρό άλλα δεινά. Για να γίνει όμως σοβαρή ισόρροπη γεωγραφική ανάπτυξη, χρειάζεται σχέδιο και μεσομακροπρόθεσμος προγραμματισμός.
Η Ελλάδα, δυστυχώς και ανέκαθεν, χωλαίνει τραγικά και στα 2. Τα σύγχρονα κράτη της Δύσης, αλλά ακόμα και της Ασίας, να είστε σίγουροι, ότι απασχολούν εξειδικευμένους επιστήμονες, που δουλεύουν πυρετωδώς για την εικόνα της χώρας τους, σε όλα τα επίπεδα, για μετά από 10, 20 ακόμα και 30 χρόνια. Εμείς μετά βίας, μέσω του οικονομικού προϋπολογισμού, κάθε φθινόπωρο, προβλέπουμε για το οικονομικό και όχι μόνο μοντέλο, του επόμενου χρόνου.
Είναι μέσα στα αρνητικά του DNA μας και του δημόσιου βίου μας. Να μην σχεδιάζουμε το εγγύς ή ακόμα χειρότερα το απώτερο μέλλον μας, αλλά να ζούμε για το σήμερα. Ίσως να μας έμεινε από την Τουρκοκρατία, που ακόμα και το «αύριο» ήταν απολύτως αβέβαιο. Ωστόσο, από τότε, έχουν περάσει τουλάχιστον 200 χρόνια. Μήπως είναι καιρός για μία τόσο σημαντική για τη ζωή όλων μας διαφοροποίηση; Απαντήστε και εσείς μόνοι σας, γιατί και σε ατομικό επίπεδο την ίδια κακή νοοτροπία ακολουθούμε. Ζούμε για το σήμερα χωρίς σχεδιασμό και πρόβλεψη για το αύριο.
Για παράδειγμα, στο πλαίσιο του εν λόγω συνεδρίου του Economist, ο υπουργός εργασίας κύριος Χατζηδάκης ανέφερε ότι οι Έλληνες δεν αγαπούν κάποιες εργασίες, όπως τις αγροτικές. Έτσι τον πλησίασα στο τέλος της ομιλίας του και τον ρώτησα: αφού οι Έλληνες, όπως πιστεύει ο ίδιος και η κυβέρνηση, δεν αγαπούν τη γεωργία, γιατί τόσα χρόνια με το μεταναστευτικό στη χώρα μας, δεν φροντίσαμε να επιλέξουμε εξειδικευμένους και νοικοκυρεμένους μετανάστες από τη Συρία, την Αίγυπτο, την Ινδία κλπ για να τους εντάξουμε συγκροτημένα στο ανθρώπινο εργατικό δυναμικό της χώρας; Μου απάντησε, ειλικρινά θα έλεγα και αφοπλιστικά, ότι δεν γνωρίζει το γιατί. Εγώ όμως, τολμώ να πω ότι το γνωρίζω. Για 2 λόγους. Πρώτον, γιατί ποιος θα τολμούσε, από τους υπουργούς της τωρινής αλλά και της προηγούμενης κυβέρνησης, να μιλήσει για ένταξη στο εργατικό δυναμικό της χώρας, 30.000 έως 40.000 μεταναστών, όταν η ανεργία έτρεχε με 15 – 20% και δεύτερον, γιατί λόγω έλλειψης κεντρικού μεσοπρόθεσμου σχεδιασμού, δεν έβλεπαν τις ανάγκες που ήρθαν και έρχονται στη γεωργία, τον τουρισμό, τον κατασκευαστικό τομέα, στη βιομηχανία, ακόμα και στη ναυτιλία. Ο σοφός λαός λέει ότι εάν δεν σπάσεις αυγά, δεν τρως ομελέτα. Οι πολιτικοί μας, πρέπει επιτέλους, όχι απλά να κατανοήσουν, γιατί σίγουρα κατανοούν και είναι μάλιστα κατά την άποψή μου, στην πλειονότητά τους ιδιαίτερα ευφυείς, αλλά να αποφασίσουν ότι οι σημαντικές αλλαγές στην 4η βιομηχανική επανάσταση απαιτούν, όπως όλες οι επαναστάσεις, ρήξεις και συχνά επώδυνες για πολλούς ακόμα και για τους ίδιους τους πολιτικούς, με τα καταστημένα, είτε αυτά λέγονται συντεχνιακά, είτε ακαδημαϊκά, είτε κοινωνικά και πολιτικά. Το κατά τα άλλα ευφυές πέταγμα στο μπαλάκι, από τον Άδωνι Γεωργιάδη, στους κοινωνικούς εταίρους, ότι εσείς έχετε την ευθύνη για τις διαρθρωτικές αλλαγές στα εργασιακά, εμείς έχουμε απλά ένα δισεκατομμύριο για προγράμματα, δεν βοηθάει την οικονομία, παρά μόνο, όπως αναλύσαμε παραπάνω, τον κάθε πολιτικό, να αποφύγει να συγκρουστεί με τα κατεστημένα μιας κοινωνίας τη δεδομένη στιγμή. Η διασφάλιση της συνέχισης μιας πολιτικής καριέρας, φαίνεται να είναι πάνω από οποιαδήποτε προσπάθεια αναγκαίων για την ευημερία διαρθρωτικών μετασχηματισμών. Όταν το 40% σχεδόν του Ελληνικού Κοινοβουλίου αποτελείται από βουλευτές με περισσότερο από 15 χρόνια στα έδρανα, τότε το λειτούργημα γίνεται επάγγελμα και εξ’ ορισμού, οι επαγγελματίες πολιτικοί αδυνατούν να έρθουν σε ρήξη με δυνάμεις που αντιδρούν σε αναγκαίες μεν, αλλά συχνά επώδυνες αλλαγές.
Συμπεράσματα:
- Το φαινόμενο της υψηλής γενικής ανεργίας στην Ελλάδα, με παράλληλη έλλειψη εργατικού δυναμικού, οφείλεται 100% σε διαρθρωτικές αδυναμίες του συστήματος και μάλιστα σε βάθος χρόνου.
- Απαιτείται άμεση προσαρμογή του εκπαιδευτικού μας συστήματος, όχι μόνο στις σημερινές ανάγκες της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, αλλά και εν όψει της επερχόμενης τεχνητής νοημοσύνης.
- Τα προγράμματα Skilling & Reskilling θα βοηθήσουν μόνο σε ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, ενώ σε επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, θα έχουμε κυρίως φυγή στο εξωτερικό, προς εύρεση σχετικών με τις δεξιότητές τους θέσεων εργασίας.
- Απαιτείται περισσότερο παρά ποτέ η ανάγκη για μεσομακροχρόνιο σχεδιασμό και προγραμματισμό, από πλευράς κράτους, αλλά ακόμα και σε ατομικό επίπεδο.
- Τα νοικοκυριά πρέπει να καταλάβουν, ότι επαγγέλματα όπως γιατρός ή δικηγόρος, δεν έχουν πλέον την ίδια αξία στο χρηματιστήριο επαγγελματικής ανέλιξης, όπως στις δεκαετίες του ‘50 έως ’90. Τουλάχιστον εάν δεν θέλουν να δουν τα παιδιά τους να φεύγουν στο εξωτερικό, ή να ζουν εδώ με το χαρτζιλίκι των οικείων τους.Άλλες δεξιότητες έχουν πλέον προτεραιότητα στο επαγγελματικό και οικονομικό γίγνεσθαι.
- Ανεξάρτητα από το επίπεδο των δεξιοτήτων μας και το επάγγελμα που ακολουθούμε, οφείλουμε διαρκώς να βελτιώνουμε τις γνώσεις μας, εάν θέλουμε να μην απαξιωθούμε σαν επαγγελματίες. Στην εποχή που διανύουμε, αναπόφευκτα, πρέπει όλοι μας να είμαστε διά βίου φοιτητές. Όσοι δεν το κατανοήσουν θα βλέπουν τα τρένα να περνούν χωρίς να μπορούν να επιβιβαστούν σε ένα από αυτά εκτός και αν είναι επιλογή τους. Υπάρχει και αυτή η εκδοχή… Δεν επιθυμώ να επιβιβαστώ σε κανένα σύγχρονο τρένο. Προτιμώ… το ποδήλατο. Είναι και αυτό μια εκδοχή. Πάω αργά γιατί βιάζομαι, αρκεί βέβαια και οι απαιτήσεις μας σε αυτή την περίπτωση να είναι ανάλογες. Δεν γίνεται και ποδήλατο και πολλά.. χιλιόμετρα την ημέρα. Πάντως, ό, τι και να αποφασίσετε στη ζωή σας, ένα είναι σίγουρο: να το κάνετε με σχέδιο και συνείδηση. Ο αυστηρότερος κριτής μας είναι ο ίδιος μας ο εαυτός και από την κριτική του και τις απαιτήσεις του δεν ξεφεύγει κανείς μας.
Καλή μας άνοιξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου